Η ψεύτικη καλοπέραση φέρνει επιφανειακά, ανούσια μουσικά ρεύματα. Από τον γνήσιο καημό του ελληνικού τραγουδιού σε εποχές πονεμένες, στον επιτηδευμένο κλαψομουνοκαημό του λαϊκο-ποπ και του σκυλάδικου στην εποχή των νεόπλουτων, της φοροδιαφυγής και της παλλαϊκής συμμετοχής στην πολιτικά ενορχηστρωμένη βυσματοδιαφθορά.
Τώρα όμως που ο Έλληνας και ειδικά το Ελληνόπουλο ταράχτηκε για τα καλά, που νιώθει να χάνει τα σιγουράκια κάτω από τα πόδια του και το μέλλον να προβλέπεται αβέβαιο, βλέπω όλο και περισσότερο σχηματάκια να ξεπροβάλλουν με άποψη στο στίχο και την άποψη. Λες να βγει και κάτι από τη μιζέρια;
Μάλλον. Παραδοσιακά και διεθνώς οι πιο ρηξικέλευθες μουσικές τάσεις του 20ου αιώνα ξεπήδησαν από την κοκκινότουβλη βροχερή εργατιά του Μάνστεστερ, τα βρώμικα στενά του Ανατολικού Λονδίνου, τα γκέτο του Παρισιού και της Νέας Υόρκης, το μαύρο περιθώριο του Σικάγο και της Λουιζιάνα. Κοινός παρονομαστής η απόγνωση, η αντίδραση, η απόδραση. Μα και στην Ελλάδα, το ίδιο: τα πιο διαχρονικά μας ρεύματα δημιουργήθηκαν από χασικλήδες στη φυλακή ή από κατατρεγμένους στη δικτατορία. Όταν μεγαλοπιαστήκαμε, κάναμε τον Καρβέλα συνθέτη και το Φοίβο περιζήτητο.
Παρότι η Αθήνα του 2011 δεν έχει την οριτζιναλιά του Μάντεστερ του 1980 ή της Νέας Ορλεάνης του 1910, έχω μια αίσθηση και μια κρυφή ελπίδα ότι σιγά σιγά ο Έλληνας μαθαίνει να αναγνωρίζει την ψευτιά και την ευκολία και αρχίζει να εκτιμά αυτό που αποκτάται δύσκολα. Αλλά είναι αυτό τελικά που μένει. Στην τέχνη και στη ζωή.
Ηλίας