“το καλοκαίρι λίγο πριν φύγει μας κοιτά
βάζει το χέρι στα μπερδεμένα του μαλλιά
λέει πως θα πάει σε κάποιο άγνωστο νησί
λέει θα ‘ναι ωραία, ρωτάει αν θες να πας κι εσύ”
θα πήγαινα. αν μπορούσα, θα πήγαινα.
εκεί θα με έβρισκες να ακολουθώ το καλοκαίρι.
γιατί όλα είναι πιο εύκολα, γιατί κοιμάσαι με τα τζιτζίκια και μετράς τις αντοχές σου στη θάλασσα.
γιατί το μικρό γαλλακι, ο Μαλό, σου τραβάει το σορτσάκι για να δεις έναν κλόουν με ξυλοπόδαρα μέσα στο νησιώτικο στενό.
γιατί ο μπαμπάς του σου είπε ότι όλο ρωτά για σένα, κι αν θες μπορείς να μείνεις σπίτι του στο Παρίσι.
γιατί και ας έχει κουνούπια, βάζεις ωτοασπίδες και ανάβεις τον ανεμιστήρα και τα αφήνεις να αλωνίζουν χωρίς να σε ενοχλούν.
γιατί κάθε μέρα το σημάδι απ’ το μαγιό γίνεται όλο και πιο εμφανές και το χρώμα σου γίνεται πιο σκούρο καφέ και απ’ τα πλακάκια του δωματίου.
γιατί έξω από το σπίτι μπορείς να δεις όλα τα αστέρια και τους γαλαξίες, και ο ουρανός δεν είναι ένα μαύρο πράγμα όπως στην Αθήνα.
γιατί ο κόκορας γκαρίζει κάθε μια ώρα και γιατί άμα αφήσεις ανοιχτή την πόρτα βλέπεις το ηλιοβασίλεμα.
γιατί γύρω γύρω είναι η θάλασσα. μπλε, ανοιχτή και απέραντη.
γιατί κάτι παιδιά με κιθάρες τραγουδάνε στο δρόμο κάτι στίχους που δεν είχα προσέξει τη μεγαλειότητά τους.
“βαδίζω και παραμιλώ γι’ αυτή τη συμφορά μου,
χωρίσαμε και έχω βρει ο δόλιος τη χαρά μου”
στριτ ρεμπέτικο δηλαδή.
γιατί περπαταώ ξυπόλητη και ξεχνάω.
γιατί είναι σαν τα κυκλαδίτικα μελτέμια που μας πήραν και μας σήκωσαν να πήραν μαζί κι εσένα, κι εμένα και όλους.
τώρα πια γύρισα στην πόλη. όμως όπως λέει και ένας φίλος, το επόμενο καλοκαίρι έχει ήδη αρχίσει..
Άρτεμις