Σε μια εποχή χωρίς αναπτήρες έζησε ένας μικρός άνθρωπος που αγαπούσε να φτιάχνει σπίρτα. Ο μικρός αυτός  άνθρωπος ήταν μάλιστα τόσο αφοσιωμένος σε αυτό, που μάζεψε άλλους μικρούς ανθρώπους που ήθελαν κι εκείνοι να μάθουν να φτιάχνουν σπίρτα, κάθισαν όλοι μαζί κάτω από ένα δέντρο κι εκεί άρχισε να τους μαθαίνει την τέχνη του.

Στα μαθήματα αυτά, κάτω από το δέντρο, οι υπόλοιποι μικροί άνθρωποι άρχισαν να φτιάχνουν πρώτα τους σπίρτα. Προσπαθούσαν ώρες ολόκληρες να φτιάξουν ένα σπίρτο που να ανάβει. Κάποιοι τα κατάφεραν γρήγορα κι έφτιαξαν εξαίσια σπίρτα που έδιναν ξαφνική και μεγάλη φλόγα, ενώ κάποιοι άλλοι παιδεύονταν ώρες ολόκληρες δουλεύοντας με το σουγιά και ένα κομμάτι ξύλου. Μετά από λίγον καιρό έφτασε η μέρα που όλοι οι μικροί άνθρωποι που βρίσκονταν κάτω από το δέντρο είχαν καταφέρει να φτιάξουν τουλάχιστον ένα εξαίσιο σπίρτο που έδινε ξαφνική και μεγάλη φλόγα.

Ο μικρός άνθρωπος ήταν πολύ ευτυχισμένος που η τέχνη του άρεσε στους υπόλοιπους μικρούς ανθρώπους, είτε τα κατάφερναν εύκολα είτε όχι. Περισσότερο ευτυχής ήταν, ωστόσο, γιατί στο τέλος του μαθήματος όλα τα σπίρτα που είχαν φτιαχτεί μοιράζονταν στους μικρούς ανθρώπους κι έτσι μπορούσαν όλοι να ανάψουν φωτιά στο σπίτι τους και να βάλουν τα παιδιά τους δίπλα της τη νύχτα.

Με τον καιρό οι μικροί άνθρωποι βάλθηκαν να ζωγραφίζουν τα σπίρτα τους σε διάφορα χρώματα, με σχέδια που γίνονταν όλο και πιο περίτεχνα. Ο μικρός άνθρωπος ήταν ευτυχής που η τέχνη του άρεσε στους μικρούς ανθρώπους, αν και δεν του άρεσαν όλα τα σπίρτα που έβλεπε να φτιάχνουν. Τον ενοχλούσε όλο και περισσότερο που οι μικροί άνθρωποι εντυπωσιάζονταν από τα χρωματιστά σπίρτα και δεν προσπαθούσαν πια να φτιάξουν σπίρτα που να δίνουν ξαφνική και μεγάλη φλόγα. Κάποια φορά μάλιστα έπιασε μια χούφτα χρωματιστά σπίρτα που είχαν μόλις φτιάξει οι μικροί άνθρωποι και τα σκόρπισε σε ένα λάκκο με νερό, φωνάζοντάς τους ότι αυτά που φτιάχνουν είναι σκουπίδια και ότι εκείνος δε θα θέλει πια να τους μαθαίνει τίποτε κάτω από το δέντρο εάν δεν αφήσουν τη ζωγραφική.

Οι μικροί άνθρωποι θύμωσαν με αυτή την κίνηση και δεν το ξέχασαν ποτέ. Κάποιοι από αυτούς υποχώρησαν τελικά κι άρχισαν πάλι να φτιάχνουν σπίρτα με όλο και πιο ξαφνική και μεγάλη φλόγα. Κάποιοι άλλοι συνέχισαν να ζωγραφίζουν τα σπίρτα τους μουρμουρίζοντας ότι δεν ενδιαφέρονταν πια για σπίρτα με ξαφνική και μεγάλη φλόγα και ότι, ακόμη κι αν αυτό δεν άρεσε στο μικρό άνθρωπο, καλά θα έκανε να σταματήσει τις υποδείξεις ή να φύγει. Έλεγαν ακόμη πως, κι αν οι άλλοι ζέσταιναν τα παιδιά τους με τα σπίρτα που έδιναν ξαφνική και μεγάλη φλόγα, αυτοί μπορούσαν να πουλούν τα περίτεχνα σπίρτα τους στην αγορά για κοσμήματα κι έτσι να εξασφαλίζουν ψωμί για το σπίτι τους.

Αυτές οι σκέψεις κινούσαν πια τους υπόλοιπους μικρούς ανθρώπους κι έσκυβαν με όλο και περισσότερη μανία επάνω από το σουγιά τους. Ο μικρός άνθρωπος δεν τους έδινε πια συμβουλές, κάποιες φορές δε, δεν ερχόταν καν κάτω από το δέντρο, τόσο που οι μικροί άνθρωποι σταμάτησαν πια να τον περιμένουν κι έφτιαχναν μόνοι τους τα σπίρτα που επιθυμούσαν.

Δεν πέρασαν πολλές ημέρες κι ένα πρωί η εφημερίδα έγραψε:

‘Εξήντα πέντε τεχνίτες κάηκαν κάτω από δέντρο όπου έφτιαχναν τους τελευταίους μήνες τα καλύτερα σπίρτα της πόλης. Το υπαίθριο εργαστήριό τους καταστράφηκε, το δέντρο κάηκε και κανείς δε σώθηκε. Οι λόγοι που προκάλεσαν το τραγικό συμβάν παραμένουν ανεξήγητοι. Η πόλη μας μένει πια χωρίς τους ανθρώπους της, οι γυναίκες χωρίς κοσμήματα και τα παιδιά χωρίς φωτιά.’

kat