Το κρεβάτι ήταν σκληρό. Δεν τον ενοχλούσε τόσο όσο τον έσφιγγε το λάστιχο στο μπράτσο.
Ένα τόσο δα τσίμπημα άρχισε να του φέρνει τόση ομορφιά.
Η γυναίκα τράβηξε τη λευκή της ρόμπα από τη πόρτα που πιάστηκε
και την έκλεισε με δύναμη.
Από μακριά μόνο ερχόταν ο ήχος τις αλυσίδας και η φωνή ενός μικρού παιδιού.
Τόσο πρέπει να ήταν όταν έδινε δύο αυγά για δέκα λεπτά κούνια
όταν ερχόταν στο χωριό του.
Όταν ζητούσε από τη μάνα του να του πάρει καραμέλες βουτύρου,
αλλά δεν περίσσευαν λεφτά Δύσκολα χρόνια.
Ακόμα θυμάται το μπαστούνι του γέρου που τον πήρε χαμπάρι
να αρπάζει μια χούφτα καραμέλες.
Τι φοβερό πράγμα αυτό το μπαστούνι αν σε πετύχει σε τρελαίνει στο πόνο το άτιμο.
Έφηβος στην Αθήνα πουλούσε μαξιλαράκι στο γήπεδο του Απόλλωνα
και έβγαζε καλό χαρτζιλίκι. Τι χαρτζιλίκι δηλαδή κανονικό μεροκάματο.
Εκεί γνώρισε και τη Ζωή. Τρελός ενθουσιασμός.
Όλη η γλυκιά ανακατωσούρα που φέρνουν δύο μικρά παιδιά όμως τον εκνεύριζε.
Δε μπορώ έτσι τις έλεγε, τίποτα άλλο. Μέχρι που έφυγε.
Ξαναγύρισε στο γήπεδο αλλά όχι για να πουλήσει μαξιλαράκια αυτή τη φορά.
Θολά χαζεύει το παράθυρο που το ανοιγοκλείνη ο αέρας.
Μυρωδιά από φαγητό από τα διπλανά διαμερίσματα.
Το σπίτι του? Τι μέρα είναι?
Η πόρτα ανοίγει για λίγο και η κοπέλα φωνάζει δυνατά το οχτώ το οχτώ.
Ο πατέρας του εργάτης στη Γερμανία.
Είμαι το νούμερο οχτώ με ξέρουν όλοι με αυτό
κι εγώ κρατάω μυστικό ποιο είναι τ’ όνομά μου (Γ. ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ)
Μέσα στο δωμάτιο ο αέρας έφυγε πρώτος.
Dora