Γράφει ο Απόστολος Στάικος
Τους πέτυχα αγκαλιά και κομμάτια, Θεμιστοκλέους και Καλλιδρομίου. Με κοίταξε, με γνώρισε, κουβέντα δεν είπε. Ήμουνα στον «Ένοικο»* λίγο πιο πάνω. Οι φίλοι μου για συμπαράσταση πίνουν αναψυκτικά, άντε κανένα ποτήρι κρασί.
Έφυγα για το Άμστερνταμ στα μέσα του 2013, γύρισα πριν από τρεις μήνες. Λέει πως δεν του είπα ούτε γειά, όμως κάνει λάθος. Είπα αντίο, αλλά που να θυμάται. Για ακόμη μια νύχτα είχε πνιγεί στο αλκοόλ. Όχι πως εγώ πήγαινα πίσω, αλλά ήρθε εκείνη η στιγμή που λες «ως εδώ».
Ήταν γύρω στις 06.00 το πρωί, ήλιος δεν είχε βγει. Μπήκα σπίτι φορώντας γυαλιά ηλίου και για να είμαι ειλικρινής, δεν θυμάμαι αν τα έβγαλα όλη νύχτα. Η μάνα μου πετάχτηκε από την δερμάτινη πολύθρονα και βρέθηκε μπροστά μου. Ακόμα θυμάμαι εκείνο το περιφρονητικό βλέμμα και βεβαίως εκείνο το χαστούκι. Οι ρυτίδες των χεριών της σαν να ρούφηξαν όσο αλκοόλ είχα πιει όλα αυτά τα χρόνια. Λίγες ημέρες μετά, ραντεβού στον «Σαλίγκαρο»*. «Γιάννη φεύγω..»
Δεν νομίζω πως οι κόρες των ματιών του άνοιξαν όταν άκουσε το ρήμα. Κάτι έλειπε από την φράση. Ήταν που ‘χε συνηθίσει το «μου» μετά το όνομα του. Τελευταία ρακή, παρέα. Δύο ώρες μετά, με πήρε τηλέφωνο η Ναταλία, μου είπε πως πάλι έγινε γκολ και να πάω να τον μαζέψω. Ήταν η πρώτη φορά που δεν είπα λέξη και έκλεισα το τηλέφωνο. Του γράψα ένα γράμμα και της το έδωσα. Δεν ξέρω αν έφτασε στα χέρια του. Όμως ξέρω πως η Ναταλία είναι πια μαζί του. Είναι η κοπέλα που κρατούσε, όταν τους πέτυχα τις προάλλες.
Γνωριστήκαμε στο «Ποδήλατο»*. Δεν με είχε γοητεύσει τόσο το πρόσωπο του, όσο το ξεθωριασμένο τατουάζ στο δεξί του μπράτσο. Είχα στραβολαιμιάσει προσπαθώντας να διακρίνω τι σήμαινε αυτό το έντονο κόκκινο και το ξυσμένο ασημί.
«Καλησπέρα. Είναι η πρώτη μου μηχανή και είμαι ο Γιάννης». Από την αρχή της σχέσης μας είχα καταλάβει πως του άρεσε η νύχτα, το ποτό και το τσιγάρο. Κάθε βράδυ ήμασταν έξω, μπαρότσαρκες και live, βασιλιάδες στο νησί των Εξαρχείων. Όλοι τον ήξεραν, όλοι με μάθανε. Με ρωτάς πως βούλιαξα στο αλκοόλ, όμως δεν ξέρω τι να σου απαντήσω.
Ήμουν φοιτήτρια Νομικής από οικογένεια με λεφτά. Πρώτη στο σχολείο και χωρίς μπλεξίματα. Ελεύθερο παιδί δηλαδή, μα μια φράση με κυνηγάει ακόμα: «Εσένα Φρίντα δεν σε φοβάμαι, από σένα περιμένω πολλά». Αυτό άκουγα σε κυριακάτικα τραπέζια και σχολικές συγκεντρώσεις. Τώρα, στα 30, άραγε προλαβαίνω να στρίψω το τιμόνι; Για να μην νομίσεις πως αποφεύγω την ερώτηση, μάλλον με έφαγε η πολύ ελευθερία και ο μεγάλος έρωτας. Α! Και τα μάτια του βεβαίως! Αυτά τα γκριζοπράσινα μάτια που μου είχαν κλέψει μια λέξη. Δεν μπορούσα να του πω «όχι».
Για σχεδόν 3 χρόνια περιτριγυριζόμουν από άδεια μπουκάλια. Ξεφτίλα, μαύρο και μια έκτρωση. Πως δεν πέσαμε στην πρέζα, ακόμη αναρωτιέμαι. Πέθανε και ο πατέρας μου και ποιος να με μαζέψει…Ο Γιάννης ήταν ορφανός και ζούσε με δυο νοίκια που ερχόντουσαν από Σπάρτη. Θα ήταν άδικο να ρίξω όλο το βάρος σε εκείνον. Ήξερα τι έκανα, τουλάχιστον στην αρχή. Όμως ο αλκοολισμός είναι ύπουλη αρρώστια, γιατί συνδέεται με την απόλαυση της ζωής, με το γλέντι. Ελπίζω πως με καταλαβαίνεις…
Λίγο πριν το χαστούκι της μάνας μου, πέτυχα έξω από τον «Τζερεμέ»* έναν παλιό μου καθηγητή από το Πανεπιστήμιο. Έκανε πως δεν με είδε, όμως τρόμαξε και σίγουρα λυπήθηκε για τα χάλια μου. Νομίζω πως δεν χρειάζεται να περιγράψω σε τι κατάσταση ήμουν, μπορείς να φανταστείς. Ακόμα νιώθω την άκρη του ματιού του να με ακολουθεί.
Την βραδιά που γνώρισα τον Γιάννη έπινα Batida de Coco. Τον θυμάμαι να λέει «Ποιο ξενέρωτο ποτό δεν υπάρχει». Εσύ που είσαι μπάρμαν τι λες, «τι πιστεύεις για την παλιά μου αγάπη, για το Batida de Coco»;
Ο Παύλος έσκασε χαμόγελο και απάντησε πως έχει πολύ καιρό να το φτιάξει. Κάποτε ήταν μόδα, όμως πια ελάχιστοι το θυμούνται. Πρόσθεσε ακόμη πως είναι η μόνη πελάτισσα που εδώ και ώρα του μιλάει για αλκοόλ, κι όμως δεν πίνει.
«Μα δεν σου μιλάω για αλκοόλ, για τον Γιάννη σου μιλάω» ψιθύρισε εκείνη. Την ρώτησε αν ήθελε να φύγουν μαζί. Ωραίος ο Παύλος, αλλά δεν ήταν έτοιμη. Πλήρωσε, χαμογέλασε και έκλεισε απαλά την πόρτα.
Χθες βράδυ έπαιζαν οι «Last Drive» στο «Αν»*. Ήταν η πρώτη φορά που δεν τους βλέπανε μαζί. Η Φρίντα είδε τον Γιάννη και αποφάσισε να κάνει το πρώτο βήμα. Εκείνος την φίλησε στο μάγουλο και της έπιασε το χέρι. «Την παλεύω» της είπε «Και γω» του απάντησε…
* Ένοικος, μπαρ, Καλλιδρομίου 70
* Σαλίγκαρος, ρακάδικο, Σολωμού 37
* Ποδήλατο, μπαρ, Θεμιστοκλέους 48
* Τζερεμές, ρακάδικο, Εμ. Μπενάκη 67
* Αν club, ροκ μουσική σκηνή, Σολωμού 13
«Το τραγούδι μετά» είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Η ιδέα πρόεκυψε από άσκηση που Γιώργου Ανδρέου στο σεμινάριο τραγουδοποίας του Μικρού Πολυτεχνείου.