Δευτέρα πρωί.

Η απο κάτω πάει το μικρό σχολείο και ξυπνάει μαζί τους το τετράγωνο.

Σηκώνομαι,  ζαλίζομαι και το κεφάλι μου πονάει.

Απο κάπου έρχεται αέρας αλλά απο πού?

Δεν την έκλεισε τη πόρτα για να μη κάνει θόρυβο και ξυπνήσω.

Διονύσης είπαμε? Μάλλον

Βομβαρδισμένο το σπίτι με ανακατεμένες  μυρωδιές.

Να αερίσω.

Ψάχνω για καφέ.  Δεν έχει.

Κάτι βαράει, το κουδούνι , το τηλέφωνο η το κεφάλι μου?

Δε το σηκώνω .Δουλειά δεν έχω να με ψάξουν.

Η μάνα μου παίρνει κάτι τέτοιες ώρες.

Έξω ο γείτονας φωνάζει που δε βρίσκει να παρκάρει.

Θέλω να φύγω μα δεν έχω  μία. Μακριά δε με νοιάζει που.

Ωραία είμαστε  μόνες που λέει κι η Λένα.

Είμαστε?

Όρισέ μου τώρα την νίκη και την ήττα.

Γλιτωμένοι από τα αίματα της συμβίωσης και τον άχθο της ευθύνης προστατευόμενων ανθρώπων, ελεύθεροι μέσα σ’ ένα διαμέρισμα.

Όρισέ μου και την ελευθερία. Βέβαια, υπάρχουν οι φίλοι.

Όχι όμως τα βράδια του πυρετού, να ψάξουν νυχτιάτικα που στο διάολο έχουμε το θερμόμετρο, ούτε στην επιστροφή σπίτι μετά από “θριάμβους” να ανοίξουμε ένα κρασί, να πιούμε, να γελάσουμε και να γίνουμε μπουρδέλο!

(Οδυσσέας Ιωάννου)

Ο Ρασούλης πέθανε μόνος κι ο Παπάζογλου ανάμεσα στα παιδιά του.

Κι έχεις και τη θεία δίπλα που καθε λίγο ρωτάει…

Αντε, ακόμα,

Πόσο χρονών είπαμε ότι  είσαι?

Dora