Άκουγε καμπάνες κάτω από τη μεγάλη εκκλησία του χωριού ,και ντριιιιν.. Ξυπνητήρι! Και φωνές. Τι έγινε ; Tαράχτηκε . «Πόλεμος,πόλεμος.Tι συνέβη ρε παιδιά; »ρωταγε παντού πανικόβλητος και καταιδρωμένος,ενώ παράλληλα προσπαθoύσε να καταλάβει που βρισκόταν. Εκείνη την ώρα περναέι ένα παιδί απο μπροστά του λέγοντας του «Φίλε, κουνήσου.Τελικά ,σήμερα φεύγουμε» .Ο Νεαρός ενώ προσπαθούσε να ξυπνήσει , ακόμα σκεφτόταν το όνειρο που έβλεπε και δεν ήθελε να σβήσει με τίποτα την εικόνα που είχε μέσα στο μυαλό του. Ολοι έτρεχαν γρήγορα , πανικόβλητοι ,άλλοι απο εδώ και άλλοι απο εκεί. Οι φωνές όλο και μεγάλωναν,όλο και γίνονταν πιο συχνές ,τόσο που σιγά σιγά άρχιζε να χάνεται η μελωδία της καμπανας που ακόμα αντηχούσε στο μυαλό του. «Γρήγορα,γρήγορα.Κουνηθείτε!Σε πέντε λεπτά όλοι έξω» .Ο Νεαρός τα είχε χάσει,δεν είχε κάνει τίποτα από όσα τον διέταζαν εκεί μέσα. Ένας φίλος του ,με βλέμμα έντρομο, τον κοιτάει και του λέει « Έχεις τρελαθεί . Σήκω πάνω και πάμε».Ανέκφραστος ,σα να μην υπήρχε κανείς τριγύρω,συνέχιζε να είναι στο όνειρο – σκεφτόταν τις καμπάνες που κελαηδούσαν στη μεγάλη εκκλησία του χωριού,το λόφο και το μικρό τρανζιστορ που μόνο εκείνο μπορούσε να τον συνεφέρει. «Το βρήκα» είπε μέσα του.Και όπως γρήγορα γρήγορα σηκώνετε χτυπαέι την κεφάλα του στο σιδερένιο κρεβάτι. «Πέντε λεπτα χρειαζομαι μόνο.Πέντε λεπτά..». Άρχισε λοιπόν να ντύνετε γρήγορα ,να στραβοκουμπώνει το πουκάμισό του και να σιγοψυθυρίζει «Πέντε λεπτα χρειαζομαι μόνο.Πέντε λεπτά..».Ο Νεαρός εαν και θεωρούσε πως δεν υπάρχει τίποτα άλλο να τον ξυπνήσει,πέρα απο τον καφέ και τα τσιγάρα του , εκείνη την ωρα πραγματικά δεν τον ένοιαζε τίποτα. Ησυχία μες στο θάλαμο του κεβοπ ,και ως αργοπορημένος, μπαίνει μες στο θάλαμο ένας «ανώτερος»του .Τον βλέπει να σιγοψιθυρίζει,και παράλληλα να φτιάχνει τη γραβάτα του μαζί με τη βαλίτσα. Ο «ανώτερος»τον πλησιάζει και με ύφος του λέει «Νεαρέ μου,ξέρεις που βρίσκεσαι;» «Βεβαίως»του απαντά ο Νεαρός ξυπνώντας απο το ληθάργο του. «Και γιατί δεν ετοιμάζεσαι γρήγορα,όπως και οι υπόλοιποι ; Δεν έμαθες ότι σήμερα φεύγεις ; Τρέξε τώρα έξω» . «Πέντε λεπτα χρειαζομαι μόνο. Πέντε λεπτά..». «Όχι,τσακίσου και πήγαινε τώρα έξω».Εκείνη την ώρα ,έτυχε να μπαίνει ένας φαντάρος μέσα στον παγωμένο και γεμάτο υγρασία θάλαμο και ακούγοντας φωνές κοντοστάθηκε να δει τι συμβαίνει. Ο ανώτερος , με καμαρωτό και αγέρωχο ύφος φώναζε μπροστά απο το πρόσωπο του νεαρού.Ο Νεαρός με βια συγκρατούσε το θυμό και το κλάμμα του.Με σφιγμένα τα δόντια γυρνάει και του λέει « Μας σας είπα.Θέλω πεντέ λεπτά,μόνο πέντε λεπτά». «Και γιατι Νεαρέ μου θέλεις πέντε λεπτά; » «Για να ηρεμήσω»του απαντά.» «Για να ηρεμήσεις»γέλασε περιπαικτικά ο «ανώτερος» «Ξέχασες ότι εδώ μέσα ήρθες για να πειθαρχηθείς ;»
…Οι μελωδίες μετουσιώθηκαν σε διαταγές..
Η ομορφία του πρωινου σε μια αβάσταχτη ασχήμια..
Πρώτη φορά ένιωσε να τον ενοχλουν οι καμπάνες,
ενώ το τρανζιστορ άρχισε να κλατάρει..
«Άκουσε με καλά..Μόνο 5λεπτά..
Η πειθαρχεία είναι η καλυτερη αρετή,η ανυπακοή ειναι καθήκον»
Πήγε σε μια γωνιά ,έβαλε στο ραδιόφωνο το αγαπημένο του τραγούδι και οι καμπάνες άρχισαν να ηχουν πάλι μελωδικά ..
You know you’re nobody’s fool,
So welcome to the machine..
doujk