Γράφει ο Κώστας Παπαστεργίου
Ο δυνατός αέρας κολλούσε τα μπεζ φαρδιά ρούχα στο σώμα του και δυσκόλευε τα βήματά του. Ήταν η δεύτερη μέρα κι άρχισε να νιώθει αδύναμος. Μέσα από το προαύλιο κοιτούσε με προσοχή τα ”φορτωμένα ειδήσεις σύννεφα” και τα λιγοστά πουλιά.
Ήξερε πως αν του αρνηθούν, το μυαλό θα έκανε κακό στο σώμα του και η ζωή του θα πέρναγε μέσα στο ιατρείο της φυλακής μέχρι να σβήσει. Πέρασε τρεις πόρτες και δύο ελέγχους κι έφτασε στην πτέρυγα Γ’. Εκεί είχαν κι άλλους συντρόφους του. Από τον Γενάρη του 1938 πολλοί απ’ αυτούς είχαν πάψει να του χτυπούν τα διπλανά ντουβάρια για καληνύχτα. Μέχρι να φτάσει στο κελί του τα πόδια του έτρεμαν. ”Μόνο νερό”, έτσι τελείωνε το γράμμα που είχε στείλει πριν δυο μέρες στην αγαπημένη του.
Ξέχασε την καρδιακή προσβολή που είχε υποστεί κι εναντιώθηκε στην υγεία του, μα περισσότερο στάθηκε απέναντι στο άδικο του εγκλεισμού του μονάχα για ένα ποίημα. Δώδεκα χρόνια στη φυλακή δεν άντεχε να δραπετεύει μόνο τις φορές που έπιανε το μολύβι του να γράψει. Ήθελε να βγει από τη μεγάλη πύλη ένα πρωινό που το χώμα της Προύσας θα ήταν ηλιόλουστο. Καρδιά και μυαλό στόχευαν στην ”πιο όμορφη θάλασσα που ακόμα δεν την είχε ταξιδέψει”, ”στο πιο ωραίο παιδί που ακόμα δεν είχε μεγαλώσει”, ”στις πιο όμορφες μέρες που δεν τις είχε ζήσει ακόμα”.
Όσο περνούσαν οι μέρες το τραγούδι έβγαινε ψόφιο από το στόμα του και το σφύριγμά του έφτανε μόνο στα δικά του αυτιά. Δεκατέσσερις μέρες σε απεργία πείνας και τα ρούχα του είχαν φαρδύνει κι άλλο. Οι λιποθυμίες πλήθαιναν. Μόνο γιατροί πάνω από το κεφάλι του κι ούτε κουβέντα από δικό του άνθρωπο.
Μα το βράδυ του Σαββάτου, δίπλα στο κομοδίνο μια επιστολή με αίτημα την αποφυλάκισή του και τις υπογραφές του Πάμπλο Πικάσο, του Πολ Ρόμπσον και του Ζαν Πολ Σαρτρ, έφερνε την Κωνσταντινούπολη πιο κοντά στον Ναζίμ Χικμέτ.