To Music Society WebRadiON ζητάει από ανθρώπους που αγαπούν την μουσική όσο αυτό, να μοιραστούν μαζί του τα mixtapes τους. Συνεχίζουμε με τoν Κώστα Καλφόπουλο.
Ακούστε το mixtape εδώ:
[mixcloud https://www.mixcloud.com/Music_Society_Webradio/music-society-guest-mixtape-κώστας-καλφόπουλος/ width=100% height=60 hide_cover=1 mini=1]
“Ο Κώστας Θ. Καλφόπουλος γεννήθηκε το 1956 στον Πειραιά. Σπούδασε κοινωνιολογία, πολιτικές επιστήμες και ιστορία των μέσων και νεότερων χρόνων στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Από το 1996 ασχολείται με τη δημοσιογραφία. Είναι συνεργάτης των εφημερίδων “Καθημερινή” και “Neue Zurcher Zeitung”, επίσης, είναι μέλος της Ένωσης Ανταποκριτών Ξένου Τύπου (ΕΑΞΤ) και της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας (ΕΛΣΑΛ).
Έργα του: “Στην εποχή της περιπλάνησης” (2000), “Tilt ! Δοκίμιο για το Φλίππερ” (2005), “Far from R.A.F. 30 χρόνια από το “Γερμανικό φθινόπωρο”” (2007), “Καφέ Λούκατς. Budapest Noir” (2008).“
↑ κείμενο (συμπληρώνουμε ότι ήταν αρχισυντάκτης του βραχύβιου & εξαιρετικού CLM και είναι πλέον του “διάδοχου” Πολάρ) από Biblionet.gr
↑ φωτογραφία από Kathimerini.gr
Ώρες μετάδοσης: 25 & 29 Ιανουαρίου στις 16.00 & 27 Ιανουαρίου στις 18.00.
Μου ζητήθηκε -και τούς ευχαριστώ γι’ αυτό- από τους συντελεστές της Music Society Web Radio να επιλέξω 15 κομμάτια, σε μία καθαρά προσωπική compilation, που δεν διεκδικεί τίποτα παραπάνω από ιδιωτικά ακούσματα τραγουδιών, μελωδιών και στίχων. Πρόκειται για κομμάτια που άφησαν ανεξίτηλα ίχνη στη μνήμη (και τις αναμνήσεις), ξεκινώντας ήδη από τα μαθητικά χρόνια στο μακρινό ’70, όταν κάθε 45άρι και κάθε LP έμπαινε στα σπίτια μιας Ελλάδας γεμάτης αυτοπεποίθησης, μέχρι τις μέρες μας, που κυλάνε στον πολτό της παγκοσμιοποίησης, του anything goes και του youtube.
Δεν είμαι μουσικός παραγωγός κι ούτε έχω τεχνικές γνώσεις πάνω στη μουσική. Υπήρξα, όπως όλοι της ηλικίας μου, ένας ακροατής του ραδιοφώνου, του πικ-απ και της κασέτας (τη θυμάστε;). Από εκεί μάθαμε τι θα πει καλή μουσική και εκεί, με αυτά τα «μήντια» της εποχής (πολύ προτού διαβάσουμε το προφητικό Understanding Media του στρατάρχη των Μέσων και της Επικοινωνίας, Marshall McLuhan) ταξιδέψαμε σε άγνωστους, καμιά φορά ασύλληπτους κόσμους της ποίησης, της μελωδίας, του έρωτα και της χειραφέτησης.
Η λίστα αυτή είναι ενδεικτική, άρα περιοριστική και ουχί οριστική, όπως κάθε ανάλογο «δείγμα». Κάθε καταλογογράφηση στηρίζεται στη ριζωματικότητα του εγχειρήματος που τείνει στο άπειρο, όπως συμβαίνει στις βιβλιοθήκες με τα βιβλία (ο Μπόρχες και ο Έκο είχαν πολλά να πουν επ’ αυτού). Έτσι κι εδώ, κάθε τραγούδι, το άκουσμα και η μνήμη του, παραπέμπει σ’ ένα άλλο τραγούδι και στη συνέχεια σ’ άλλο τραγούδι κ.ο.κ., και κάθε επιλογή στερεί -και ταυτόχρονα παραπέμπει σε- μία επόμενη ή προηγούμενη, όπως κάθε εποχή εμπεριέχει εντός της το παρελθόν και το μέλλον της.
Καλή ακρόαση
(Χωρίς αξιολογική ή χρονική σειρά)
Εδώ θα βρεις την ”Playlist” Luke Haines, Baader–Meinhof Από τον «ιδεολογικό ηγέτη» των Auteurs, ένας δίσκος κι ένα τραγούδι με τον ίδιο τίτλο, που συνενώνει τα επίθετα των δύο ηγετικών στελεχών της Rote Armee Fraktion (RAF), Αντρέας Μπάαντερ και Ουλρίκε Μαρί Μάινχοφ, όταν τούς επικήρυσσαν και τούς κυνηγούσαν ανηλεώς στα χρόνια της ένοπλης δράσης (τα «μολυβένια χρόνια», όπως τα χαρακτήρισε και σκηνοθέτησε η Μαργκαρέτε φον Τρόττα) και παρανομίας της πρώτης γενιάς της οργάνωσης, με τον χαρακτηρισμό «η συμμορία Μπάαντερ-Μάινχοφ». Μπριτ ποπ με έντονα πολιτικό στίχο, σαν βγαλμένος από κείμενα της RAF, αλλά με τη διεισδυτική ματιά του Λιουκ Χαίηνς, που δεν (εξ)υμνεί την ανατρεπτική βία, αλλά καταγράφει ουσιαστικά την πορεία μιας γενιάς, που εγκλωβίστηκε στα αδιέξοδα μιας ολόκληρης κοινωνίας και σε μία αιματηρή «διαμάχη γενεών». Ο Χαίηνς ξέρει περί τίνος τραγουδά, έχοντας κατανοήσει τις αντιφάσεις και τις αντιθέσεις του ένοπλου αγώνα, χωρίς να προπαγανδίζει πρόσωπα και καταστάσεις. Εδώ, ακόμα και η εξιδανίκευση έχει raison d’ etre. Σκληρές μελωδίες, μελαγχολικά ακκόρντα και εικόνες «πρωταγωνιστών» (από τον Ίλιτς Ραμίρεζ, το «Τσακάλι» μέχρι την Πέτρα Σελμ), σαν ασπρόμαυρα καρρέ από ντοκυμανταίρ ή τα έργα του Γκέρχαρτ Ρίχτερ («18. Oktober 1977»), για την οργάνωση και τα μέλη της. Ένα ομαδικό πορτραίτο κι ένας πεισιθάνατος ύμνος για τους desperados, που αφήνει μια πικρή γεύση στο άκουσμά του. Damia, Un souvenir «Μία ανάμνηση είναι μια εικόνα από όνειρο/ από μια σύντομη στιγμή που δεν θέλει να τελειώσει…», τραγουδά η μεγάλη ερμηνεύτρια Νταμιά, αρκετά χρόνια πριν το «σπουργιτάκι» με το όνομα Εντίτ Πιαφ ή ο «Μαύρος άγγελος», Μπαρμπαρά κυριαρχήσουν στο μεταπολεμικό γαλλικό chanson. Το τραγούδι ακούγεται στην αστυνομική ταινία του Κλωντ Σαμπρόλ, La fleur du mal (Το άνθος του κακού), κι η κρυστάλλινη φωνή της Νταμιά μάς ταξιδεύει στον Μεσοπόλεμο και τους παλιούς έρωτες που χάθηκαν στο βάθος του χρόνου και των αναμνήσεων, εκεί που, σαν θαύμα και σαν τραύμα, όλα κερδίζονται και όλα χάνονται σε μια στιγμή. Τραγούδι που ανακαλεί μνήμες περασμένων ή ανεκπλήρωτων ερώτων, με την απαράμιλλη γαλλική μελαγχολία στίχων και μουσικής (που επηρέασε και τους δικούς μας μαέστρους, από τον Κώστα Γιαννίδη μέχρι τον Γιώργο Μουζάκη) και εντάσσεται στη μεγάλη παράδοση του ευρωπαϊκού τραγουδιού την 30ετία 30-60, αφήνοντας μια γλυκόπικρη επίγευση για ό,τι μάς άγγιξε στο βλέμμα και την ψυχή, στην αιωνιότητα της στιγμής. Helldorado, The ballad of Nora Lee Από τις καλύτερες μπαλλάντες του είδους ever! Μουσικές εξαίσιες, ερμηνεία υποβλητική, με κάτι ένρινο σαν από τις Νότιες πολιτείες των ΗΠΑ, διόλου προσποιητό, και μια ιστορία αγνού έρωτα και δόλιου φόνου (από τον υπηρέτη του νόμου), που συνδέει άμεσα την παράδοση του Ουέστ με το αμερικανικό φιλμ νουάρ. Η Νόρα Λη αγαπάει τον παπουτσή της κωμόπολης, όμως ο σερίφης που τη διεκδικεί, θα προτιμήσει να την δει στο χώμα και τον παπουτσή στη φυλακή. The same old story, δοσμένη ατμοσφαιρικά, σε στίχους και ερμηνεία, κι ένας δίσκος-έκπληξη από τη Νορβηγία, μία από τις χώρες του Nordic Noir, κι από ένα συγκρότημα που σέβεται την παράδοση της φολκ, αλλά την πάει παραπέρα, κοινώς την αναπαλαιώνει και ανανεώνει ταυτόχρονα, υφολογικά, στυλιστικά και θεματικά. Η νορβηγικά μπάντα αποτελείται από τους Dag Sindre Vage (κιθάρα, φωνή), Hans Wasswick (μπάσσο) και Morten Jackman (κρουστά). Bob Dylan, Pat Garret and Billy the Kid Εισαγωγή instrumental από το soundtrack της ταινίας του Σαμ Πέκινπα, Pat Garret and Billy the Kid, όπως ακούγεται και στην αρχή της ταινίας. Cult movie (κι ας μην είναι η καλύτερη του σκηνοθέτη, αλλά η πιο ελεγειακή), που όταν παιζόταν (και ξαναπαιζόταν) στον ίδιο πάντα κινηματογράφο της Χαϊδελβέργης, την έβλεπες μόνο όρθιος, αν πήγαινες καθυστερημένος. Εξιδανίκευση των ντεσπεράντος και της φιλίας, που στο τέλος θα προδοθεί, κι ανάμεσά τους ένας (φαινομενικά) αμήχανος Ντύλαν, να περιφέρεται άσκοπα ή να διαβάζει φωναχτά τις επιγραφές από τις κονσέρβες στα ράφια του παντοπωλείου. Ηλεκτρικός ήχος, ανάμικτος με μεξικάνικες κιθάρες και μελαμψές καλλονές, μάχη ανάμεσα στους παλιούς συντρόφους, Κριστόφερσον (Μπίλλυ δε Κιντ) και Κόμπουρν (Πατ Γκάρρετ) κι ένας Ντύλαν που φόρεσε τα «καουμπόϋκα» και μάς συνεπαίρνει στα δειλινά του Φαρ Ουέστ, στη Δύση (και τη δύση) μιας Αμερικής, που θα φέρει αργότερα τον Χάμμετ, τον Τσάντλερ και το film noir. Μουσική βαθιά χαραγμένη στις χαρακιές του βινυλίου και των αναμνήσεων. Chantal Goya, Si tu gagnes au flipper Ένα πικάντικο γαλλικό μουτράκι, που τραγούδησε μέχρι και τον Τεν-τέν με τον Μιλού, φανερώνεται πίσω από τους ήχους του φλίππερ, υμνώντας τον επιπόλαιο έρωτα, αλλά και τα «μηχανάκια». Si tu gagnes au flipper/ tu as perdu mon coeur: «Αν κερδίσεις στο φλίππερ/ έχεις χάσει την καρδιά μου», ερμηνεύει η Σαντάλ Γκογιά, σ’ ένα νεανικό κομμάτι που κέρδισε στα χρόνια του τη γαλλική νεολαία, τη μόνη ίσως, που επεξεργάστηκε ευφυώς τις αμερικανικές επιρροές, «επιχρωματίζοντάς» τις με την Tricolore, σε μια δημιουργική όσμωση pop πολιτισμών. Το τραγούδι ακούγεται στην ταινία του enfant terrible του γαλλικού (και παγκόσμιου) κινηματογράφου, JLG, Masculin Feminin, και σε μεταφέρει αμέσως (όχι άμεσα!) στο Παρίσι του 60-70, στην Αμερικανική Αγορά (stock américain) και στους έρημους παρισινούς δρόμους, που περιπλανιέται ο επιπόλαιος νεανίας, αναζητώντας την εφήμερη περιπέτεια, με το φλιππεράκι, αλλά και τη φίλη της φίλης του. Γαλλική pop μεταξύ του Zοννύ Αλλινταιή (όπως είναι η σωστή πγοφογά), της εκρηκτικής Συλβί Βαρτάν και της Φρανσουάζ Αρντύ. The Beatles, Rocky Racoon Μπαλλάντα στην παράδοση του Φαρ Ουέστ, ένα μάλλον απρόβλεπτο κομμάτι από τους FabFour, τα «Σκαθάρια» που ξεκίνησαν από το Λίβερπουλ, πέρασαν από το Αμβούργο, αφήνοντας ανεξίτηλα ίχνη (δίνοντας το όνομά τους σε μία μικρή πλατεία της Reeperbahn, κοντά στα μαγαζιά που τραγουδούσαν, όπως το Star Club ή την Indra) και τέλος κατέκτησαν Δύση κι Ανατολή. Μέχρι κι ο Χόρκχάιμερ, κοινωνιολόγος και επιφανές μέλος της Σχολής της Φρανκφούρτης (Adorno&Co), ασχολήθηκε μαζί τους, δείχνοντας κατανόηση στη Beatlemania και στο «yeah, yeah, yeah», ενώ οι δίσκοι τους έγραψαν τη δική τους μουσική και εικαστική ιστορία, κυρίως με το εξώφυλλο του Sergeant Pepper’s Lonely Hearts Club Band, το White Album ή το Abbey Road. Εδώ, τα «Σκαθάρια» τραγουδάνε για μία γυναίκα, «που τη λέγανε ΜακΓκιλλ, μα η ίδια λεγόταν Λιλ, αλλά όλοι την ήξεραν ως Νάνσυ», κι όλα εκτυλίσσονται σαν ταινία του Πέκινπα, όπως στην Ballad of Cable Hogue, που υμνεί τη δύση της Δύσης, τον θάνατο του ουέστερν. Ο Ρόκυ Ρακούν πέφτει θύμα της ηλίθιας υπερηφάνειάς του και, κυρίως, του έρωτά του με τη Λιλ, για να τραυματιστεί σε μία μονομαχία τιμής, όπως στα παλιά λαϊκά μυθιστορήματα. Εδώ, σε μία πιο ελεύθερη απόδοση των «Σκαθαριών», από την αρχική του LP. Cat Stevens, Lady d’ Arbanville Τραγούδι των μαθητικών (μας) χρόνων, από τον βάρδο της λυρικής ποίησης και της αισθαντικής ποπ, όταν ονειρευόμασταν πως κάθε κορίτσι στο διπλανό θρανίο ήταν η δική μας, κρυφή, Lady d’ Arbanville (αργότερα, προστέθηκε και η Sad Liza, από το ομότιτλο τραγούδι του Ελληνοκύπριου μουσικοσυνθέτη και εξαιρετικού κιθαρίστα). Ξεχωρίζουν οι δακτυλισμοί στην κιθάρα και οι στίχοι στο πορτραίτο της Lady d’ Arbanville, που, θαρρείς πως έρχεται από κάποιο πεισιθάνατο διήγημα του Πόε, χλωμή και λυπημένη σαν την Λιγεία ή την Ελεονώρα, του «πατέρα» του αστυνομικού διηγήματος. Μελαγχολική μελωδία και ποίηση, σ’ ένα κομμάτι που δεν χορεύεται. Απλώς το ακούς, καπνίζεις και ταξιδεύεις μαζί του στους κόσμους της αιώνιας εφηβείας και των ανεκπλήρωτων ερώτων, από έναν μουσικό, που μαζί με τον Ντόνοβαν, μάς ταξίδεψε στον πολύχρωμο και αισθαντικό κόσμο των 60s, πολύ πρωτού μεταλλαχθεί η flower power σε πολιτική ορθότητα, vegan ριζοσπαστικότητα και έμφυλες ταυτότητες. Uriah Heep, Lady in Black Μάς ήρθε ξαφνικά ένα μοναχικό κυριακάτικο πρωινό, μία μαύρη, κατάμαυρη Κυρία, Κυρά και Δεσποσύνη, στα όνειρα και τη φαντασία, σαν από παραμύθι ή μεσαιωνική μπαλλάντα. Από τα πρώτα μαθητικά ακούσματα, ανάμεσα στον Cat Stevens και τους Procol Harum. H Lady in Black είναι το ακριβώς αντίθετο από την εύθραυστη, πεισιθάνατη Lady d’ Arbanville: μια επιβλητική γυναικεία φιγούρα, απόμακρη, ντυμένη στα μαύρα, σαν βγαλμένη από κάποια gothic ιστορία. Εμφανίζεται ένα μοναχικό κυριακάτικο πρωινό για να κατακτήσει για πάντα το νου και την καρδιά του νέου που θα την συναντήσει, προστάτιδα και σύντροφο στην απεγνωσμένη μάχη του με τους εχθρούς. Κι όταν θα φύγει εκείνη, «η μητέρα όλων των ανδρών», θα είναι πάντα κοντά του, μαθαίνοντάς του να πιστεύει στην ειρήνη, γεμίζοντάς του την καρδιά με ζωή και όχι θάνατο. Αλληγορική μπαλλάντα, με υποβλητικούς στίχους, την εποχή του make love, not war, αλλά και με υπόγειο ερωτισμό, ύμνος λατρείας της Γυναίκας, σαν σύγχρονη Παναγία. Μάνος Χατζηδάκις New York Rock ’n Roll Ensemble, Noble Dame Ίσως, ο πιο απρόβλεπτος δίσκος του μεγάλου μουσικοσυνθέτη, στα χρόνια της νεοϋορκέζικης αυτοεξορίας του. Ηλεκτρικός ήχος και οιονεί ψυχεδελικοί στίχοι, σ’ ένα ταξείδι ονείρου και φαντασίας, σε άψογη συνεργασία με τους NYRnRE, όπου συνδέεται αρμονικά η δυτικότροπη τεχνοτροπία με την (νεο)ελληνική παράδοση και με κλασσικές αναφορές (τσέμπαλο). Στίχοι (στα αγγλικά, βέβαια) και μελωδίες που κυλούν σαν τα νερά του ποταμού Χάντσον, παίρνοντας τις αποχρώσεις του καιρού και της εποχής, και δημιουργούν οπτασίες, αντανακλάσεις και αντικατοπτρισμούς (εξ ού και ο τίτλος του LP, Reflections): εδώ, ο κόσμος δεν είναι τα πρόσωπα και τα πράγματα, αλλά τα (αντεστραμμένα) είδωλά τους, καθρεφτισμένα στα νερά, οι αντικατοπτρισμοί τους, που είναι ισχυρότεροι από την εικόνα τους, γιατί είναι πιο μυστηριακοί, άρα πιο υποβλητικοί. Ένας δίσκος-τομή, ανάμεσα στον «παλιό Χατζηδάκι» του Oscar και τον «νέο Χατζηδάκι» (που θα ισχυροποιήσει ακόμα περισσότερο τη στενή συνεργασία του με τον ποιητή Νίκο Γκάτσο), που μαζί με το LP, από το soundtrack της ταινίας Sweet Movie, και το «Χαμόγελο της Τζοκόντα», αποδεικνύουν το εύρος και το βάθος ενός ανήσυχου πνεύματος κι ενός μουσικοσυνθέτη με απεριόριστες δυνατότητες εξέλιξης και έμπνευσης. Στα ακούσματα της Noble Dame αφήνεσαι και ονειρεύεσαι πως κι εσύ θα τη συναντήσεις (κάποτε) «για να την ανακουφίσεις από τους αναστεναγμούς και τα δάκρυά της». Διονύσης Σαββόπουλος, Η θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη Η μεγάλη τομή στο έργο του Έλληνα βάρδου, ποιητή (πρωτίστως) και μουσικού, που ξεκίνησε δειλά από τη Θεσσαλονίκη, μ’ ένα Φορτηγό, για να τον βλέπει στην Αθήνα ο Πατσιφάς της Lyra, και να μονολογεί «Πάλι εσείς, κύριε Σαββόπουλε;!». Τραγούδι που εντάχτηκε στα «Δέκα χρόνια κομμάτια», το πλέον ευρηματικό και πρωτογενές LP στην ελληνική δισκογραφία με τα πιο εμπνευσμένα, κάποια από αυτά ημιτελή, κομμάτια, πολλά από αυτά χωμένα στα συρτάρια του συνθέτη, πρωτού καθιερωθεί μαζί με τα «Χατηδάκιαμ’, Θοδωράκιαμ’». Κάθε στίχος και μια «μαχαιριά στο μυαλό». Και μόνο η αρχή του «Τη νύχτα αυτή η αστυνομία μάζεψε τους αλήτες απ’ το πάρκο…», ακούγεται σαν πυροβολισμός στο σκοτάδι, καθώς το κοινωνικό περιθώριο (αλήτες, φαντάροι) προβάλλει δειλά μέσα από μια Ελλάδα της μετανάστευσης, των αγώνων και της μικροαστικής ευπρέπειας, πολύ πρωτού μεταλλαχτεί σε πασοκικό-αριστεροδεξιό πολτό. Ένας Σαββόπουλος μαχητικός και εμπνευσμένος, που θα «επαναληφθεί» στο «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο Κοεμτζή». Μια μπαλλάντα της εσωτερικής αναζήτησης, της μοναξιάς και της απόγνωσης, που όποτε κι αν την ακούσεις μελαγχολείς (θυμίζοντας Ντύλαν στο Lonesome death of Hattie Carol), και Hommage στον πρόωρα χαμένο Αλέξη Ασλάνογλου. Γιάννης Βαρδής, Άμα δεις τα παιδιά Ένα απρόοπτο τραγούδι από τον γιο του εξαιρετικού κιθαρίστα και συνθέτη, Αντώνη Βαρδή. «Άμα δεις τα παιδιά/ πες τους μόνο ένα ‘γεια’…», στίχος που από μόνος του αρκεί να σε κάνει να σκεφτείς τα λάθη σου απέναντι στα νέα παιδιά. Από τις καλύτερες ελληνικές ροκ μπαλλάντες, με δυνατούς, λιτούς στίχους και απρόσμενα εξαιρετική ερμηνεία του «πιτσιρικά», που, παρά την αρχική του επιτυχία, χάθηκε ύστερα στις επιλογές των παραγωγών και τη δίνη των εύπεπτων σουξέ της εποχής. «Πριν αρχίσουν τελειώσανε όλα» τραγουδά ο μικρός Βαρδής και θέτει τον δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων, σε μια εποχή που η νεοελληνική κοινωνία ήταν εγκλωβισμένη στα αδιέξοδα του «εκσυγχρονισμού» και την πλαστή, πλαστική ευημερία, μέσα στην οποία ασφυκτιούν τα νέα παιδιά. Μια κραυγή στο σκοτάδι και τη σιωπή, για όλα όσα οδήγησαν σε αδιέξοδο τη νεολαία, από την ισοπεδωτική πολιτικοποίηση μέχρι το σκληρό, συχνά θανατηφόρο, τίμημα των «τεχνητών παραδείσων», στο ανηλεές κυνήγι του χρόνου, που ακούγεται «ζωντανή» μέχρι τις μέρες μας. Μανώλης Ρασούλης, Αχ Ελλάδα Στίχοι και μελωδία από άλλες εποχές και μια Ελλάδα, που, ίσως, μόνο ο Μανώλης Ρασούλης κατανόησε βαθιά, ανανεώνοντας το λαϊκό τραγούδι, κυρίως με την «Εκδίκηση της γυφτιάς». Τρότσκυ και Μαχαρίσι, ελληνικότητα και κοσμοπολιτισμός, απόγνωση κι ελπίδα, η γνωστή ρασούλεια χαρμολύπη, που ξέρει να υμνεί, μελωδικά και στιχουργικά (μετά τον Γκάτσο και τον Ελευθερίου, ο σημαντικότερος, έντεχνος στιχουργός στο σύγχρονο λαϊκό τραγούδι), την Αρετή και την Κακία μιας χώρας σήμερα αγνώριστης. Τραγούδι βάλσαμο στην ψυχή, νόστος και ξενιτεμός («Και στο Σικάγο μέσα νοιώθει λεφτεριά…»), ελπίδα και απελπισία, που γίνεται περισσότερο και ουσιαστικά κατανοητό σε όσους έχουν ζήσει «έξω». Μελωδία που σε συνεπαίρνει να την σιγοτραγουδάς ή απλώς αφήνεσαι στις νότες της, ταξιδεύοντας με τους στίχους του τραγουδιού, σε μία σχέση έρωτος και μίσους με τη «μητριά πατρίδα», αλλά και την «πιο γλυκιά (που) είναι η καρδιά», να θυμίζει παράλληλα τον τραγικά μοναχικό θάνατο του Μανώλη Ρασούλη. Εδώ, με τη Βάσω Αλαγιάννη, σε πρώτη εκτέλεση (Κέρκυρα 1981) Βίκυ Μοσχολιού, Αλήτης Δεν είναι από τις μεγάλες της επιτυχίες («Ένα αστέρι πέφτει-πέφτει», «Ξημερώματα», «Δειλινά» και πολλά άλλα), οι περισσότερες μαζί με τον Γιώργο Ζαμπέτα, αλλά και με τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Δήμο Μούτση, τον Γιάννη Μαρκόπουλο κ.ά. Είναι όμως ένα εμβληματικό τραγούδι, για έναν και μόνο λόγο, που αφορά αποκλειστικά τους «Παναθηναϊκούς» της εποχής: ακουγόταν στη Λεωφόρο, το 1971 (τη χρονιά του Γουέμπλεϋ), όπως έβγαινε το Τριφύλλι από την έξοδο ανάμεσα Θύρα 7 και 8, με πρώτο τον Μίμη Δομάζο, με λίγο σκυμμένο το κεφάλι όπως πάντα, τον σύζυγό της, που κρατούσε στο χέρι του το λάβαρο του ΠΑΟ και στα πόδια του τις τύχες της ομάδας. Αυτός, ο «Στρατηγός» για τον Παναθηναϊκό, ήταν, για τη Μοσχολιού, ο δικός της «αλήτης», που στον γάμο τους, λίγες μέρες μετά το πραξικόπημα, συγκέντρωναν στη Μητρόπολη 30.000 κόσμο, όπως έγραφε ο Τύπος της εποχής. Υπό τους ήχους του τραγουδιού έβγαινε η ομάδα, κάπου στη θύρα 10 ή 4 ήταν και η Βίκυ Μοσχολιού, κι ο κόσμος στις εξέδρες παραληρούσε στο άκουσμά του. Γνήσιο λαϊκό τραγούδι, με δυνατούς στίχους και καθαρή, λιτή «πεννιά». «Μες στη μανία του βοριά/ μικρό σπουργίτι/ αλήτη». Procol Harum, A whiter shade of pale Ήταν το τραγούδι (και ο δίσκος) που αγαπούσαν κατ’ εξοχήν ο Τζων Λέννον και η Ουλρίκε Μαρί Μάινχοφ. Η «πιο λευκή απόχρωση του χλωμού» στη δισκογραφία ever. Μυστικό, μυστηριώδες, ακατάληπτο (σε πρώτα ακούσματα), μέχρι να διαβάσεις με προσοχή τους στίχους και να χαθείς στην ψυχεδελική μαγεία τους και στο σαγηνευτικό keyboard, που εδράζεται στις μελωδίες, βγαλμένες σαν από το όργανο και τις συγχορδίες του Μπαχ, καθώς τούς συνοδεύει, skipping the light fandango, κι όπως «το ταβάνι ανεβαίνει ψηλά». Λόγια με πολλαπλές ερμηνείες και εκδοχές, κρυπτικά μηνύματα και ονειρικές, φαντασμαγορικές στιγμές μέσα από ένα τραγούδι-ποίημα με σουρρεαλιστικές επιρροές ή σαν βγαλμένες από μια pop εκδοχή της «Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων», μέσα από τις μελωδίες, τους ήχους και τις φωνές ενός συγκροτήματος που μέχρι σήμερα δεν έχει χάσει τίποτα από την δυναμική, με την οποία εισέβαλε στη βρετανική και λίγο μετά στη διεθνή μουσική σκηνή. Melody Gardot, Your heart is black as night Τζαζ ήχοι και μελωδίες, ερμηνεία από τις καλύτερες σύγχρονες φωνές. Ένας ύμνος στη νύχτα και το Μαύρο, που περιβάλλει την ερωτευμένη καρδιά και την οδηγεί στην απόγνωση. «Η καρδιά σου είναι το ίδιο μαύρη σαν τη νύχτα», τραγουδά η Καναδή ερμηνεύτρια, κι ο στίχος παραπέμπει κατ’ ευθείαν στο αμερικανικό νουάρ και, ίσως, στα «Μαύρα φεγγάρια του έρωτα». «Μπορεί τα χέρια σου να είναι δυνατά, αλλά όλα σου τα συναισθήματα είναι λάθος» κι αμέσως υψώνεται ένας τοίχος κι ένα τείχος ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα, που από διαίσθηση (μόνο εκείνη μπορεί και) καταλαβαίνει τη μοιραία συνάντηση και την αδιέξοδη επιλογή. Βαθιά ερωτικό, μελαγχολικό τραγούδι για τις βροχερές νύχτες του χειμώνα, στον αντίποδα ακριβώς του Our love is easy. ”Playlist”
More Posts for Show: Playlist Εξαιρετική