‘’Έβγαλα το γουόκμαν από την τσέπη του παντελονιού και του έδωσα το ένα από τα δύο ακουστικά με την ειδική επένδυση από αφρώδες υλικό. Ο Μάριο πάτησε το play και ενώ το Tatra διέσχιζε με μεγάλη ταχύτητα την κοιμισμένη πόλη, περνώντας πάνω από τη Lange Brucke, από το Brauhausberg, στα μισά του οποίου βρισκόταν το κολυμβητήριο και το εστιατόριο Μίνσκ, από τη λεωφόρο Χάινριχ Μαν, από το νεκροταφείο, από το πολιτιστικό κέντρο Drushba, από το Σλάατς και στο τέλος από το κατασκότεινο Νούτεβιζεν με προορισμό τη γειτονιά μας, ακούγαμε ξανά και ξανά με τα κεφάλια μας κολλητά ένα και μόνο κομμάτι, το Hell of a Summer. Αυτό το κομμάτι ήταν λάγνο, αρχαϊκό, σαγηνευτικό. Ακουγόταν σαν να ‘ταν μιξαρισμένο με το εκτυφλωτικό φως του καλοκαιριού που ερχόταν από το πουθενά και έσκαγε στο πρόσωπό σου. Κατεβήκαμε στο Orion γιατί θέλαμε να περπατήσουμε λίγο. Παρόλο που οι μπαταρίες του γουόκμαν είχαν τελειώσει από ώρα, το τραγούδι ηχούσε ακόμα μέσα στο κεφάλι μου. Τρελό κόλλημα. Δε μπορούσα να το βγάλω από το μυαλό μου
What you cannot have sir
You must kill
You must kill
And I say to you
it’s been hell
και ξανά από την αρχή
Τα μεσάνυχτα η Μπιάνκα με συνόδευε ως τη στάση της πλατείας των Εθνών και όταν το τραμ ξεκινούσε με προορισμό τα μέρη μου, έβαζα στ’ αυτιά τα ακουστικά και άκουγα -ξέρετε τώρα- το Hell of a Summer.
‹‹Τι ακούς τώρα;›› με ρώτησε η Ρεμπέκα δείχνοντας τα ακουστικά που κρέμονταν από τον λαιμό μου.
‹‹Τους Triffids από την Αυστραλία, Hell of a Summer›› της απάντησα.
‹‹Δεν τους ξέρω. Είναι καλοί;››
‹‹Αυτό πάντως το τραγούδι είναι λάγνο, αρχαϊκό, σαγηνευτικό και ακούγεται σα να ‘ναι μιξαρισμένο με το εκτυφλωτικό φως του καλοκαιριού που έρχεται από το πουθενά και σκάει στο πρόσωπό σου›› είπα αποδίδοντας περίπου τις αράδες που είχα σκαλίσει κάποια στιγμή για το τραγούδι στο σημειωματάριο μου. Σημειωτέον ότι από τότε που το άφησα να αναπαύεται στο γραφείο μου, δεν έπαψε να γεμίζει με σκέψεις, απλά δεν έγραφα πλέον κάθε ανοησία που μου περνούσε από το κεφάλι.
Στο τραμ της γραμμής 6 φόρεσα τα ακουστικά και άκουσα τη μαύρη κασέτα. Αποβιβάστηκα στην πλατεία των Εθνών και πήγα με τα πόδια από τη Σοπενάουερστρασε ως το Seerose. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι δεν είχα ραντεβού με τη Μπιάνκα, αλλά με την καλύτερη της φίλη, την Κόνι. Μιας όμως και είχα φτάσει στο γνωστό σημείο, κάθισα για λίγα λεπτά σε ένα παγκάκι στην όχθη της λίμνης Χάβελ. Οι Triffids μου τραγουδούσαν πάλι:
What you cannot have sir
You must kill
Σκέφτηκα λοιπόν πως είχαν απόλυτο δίκιο οι Triffids. Αν δεν ήθελες να λιώσεις από μιζέρια και λύπη στην καρδιά σου, έπρεπε πράγματι να σκοτώσεις ότι δε μπορούσες να έχεις δικό σου. Έπρεπε να το ξεριζώσεις από τη μνήμη σου, να μην περιμένεις χρόνια μέχρι να ξεθωριάσει από μόνη της η ανάμνηση. Έπρεπε να το κάνεις βίαια και γρήγορα, σα να ξεκολλάς τσιρότο από πληγή που έπιασε κρούστα. Μια και έξω’’.
Τα αποσπάσματα που αντέγραψα παραπάνω προέρχονται από το βιβλίο Σκίτσο Ενός Καλοκαιριού (εκδόσεις Κριτική) του Γερμανού Andre Kubiczek. Το διάβασα λίγο πριν κλείσει το 2018 και πέραν όλων των άλλων που ξαναερέθισε τα ώτα για …Triffids. Βέβαια το βιβλίο έχει πολύ μουσική στις σελίδες του, αρκεί κανείς να διαβάσει τον τίτλο: Sketch for Summer από το ομώνυμο κομμάτι των Durutti Column ή να ξεκινήσει να διαβάζει, μία από τις 375 σελίδες του, να σαν και αυτό εδώ:
‘’Έτσι λοιπόν έκανα σβέλτα και διάλεξα μερικά τραγούδια από εκείνα που πίστευα ότι θα αρέσουν στην αδερφή της Φρίτσι. Επειδή όμως οι πλευρές των κασετών ήταν βαμμένες μαύρες και δεν ξεχώριζαν πια η μία από την άλλη, έγραψα με λεπτό πινελάκι και κόκκινα γράμματα στη μία Dark Side και στην άλλη Bright Side. Στο εσωτερικό της θήκης έγραψα: Για τη μεγάλη αδερφή της Φρίτσι Ρ. Γύρω από το Ρ σχεδίασα έναν κύκλο, έτσι όπως έκαναν με κάθε Α που έβρισκαν μπροστά τους οι αυτοαποκαλούμενοι πάνκ του Orion, οι οπαδοί του γερμανόφωνου ροκ (και συγκεκριμένα του μαυροφορεμένου Udo Lindenberg). Μόλις τελείωσα πάτησα το κουμπί του κασετόφωνου και στη σκοτεινή πλευρά ηχογράφησα τα εξής:
The Cure, Strange Day
Clan of Xymox, One Day
Sisters of Mercy, Temple of Love
Echo and the Bunnymen, Killing Moon
Cocteau Twins, Wax and Wane
Durutti Column, Sketch for Summer
This Mortal Coil, Song To Siren
Και αυτά στη φωτεινή πλευρά:
Aztec Camera, Walk out to Winter
The Smiths, Nowhere Fast
The Triffids, Hell of a Summer
Killing Joke, Love Like Blood
Simple Minds, Someone Somewhere in Summertime
Billy Bragg, New England
Prefab Sprout, Faron Young
Lloyd Cole and the Commotions, Are you ready to be heartbroken?
Καλοκαίρι 1985 Πότσνταμ Ανατολικό Βερολίνο, η αιώνια εφηβεία του Ρενέ, κινείται γύρω από τη μουσική, τα βιβλία, τα πιώματα, τους έρωτες, τους φίλους, την περιπλάνηση, τα όνειρα και το περιλάλητο ανατολικό μπλοκ. Αυτό το τελευταίο νομίζω πως ο συγγραφέας το αποτυπώνει στο χαρτί χωρίς φιοριτούρες καπιταλιστικές ή κομμουνιστικές, όπως με έναν τρόπο το βίωναν οι νέοι στην καθημερινότητα τους. Όμως αυτό εδώ το κείμενο δεν είναι για το βιβλίο, αλλά γράφεται με αφορμή αυτό και τις αναφορές του, σε μία μπάντα που γεννήθηκε στα late 70s στην πιο απομονωμένη πόλη του κόσμου, το Perth. Από εκεί τη Νοτιοδυτική Αυστραλία για να βρεις μια πόλη μεγαλύτερη των 100.000 κατοίκων, πρέπει να διαβείς 2.130 χιλιόμετρα (σα να λέμε δηλαδή Αθήνα-Βερολίνο) και να φτάσεις στην Αδελαίδα. Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν ο νεαρός David McComb αποφάσισε να δημιουργήσει ένα συγκρότημα, στα χρόνια που μεσουρανούσε το hard rock των AC/DC, οι sharpies, το πρώτο κύμα πανκ, με Saints, Radio Birdman, τα μεγάλα festival και η συγκέντρωση όλων στην ανατολική ακτή της χώρας (Μελβούρνη, Σίδνεϊ). Βρήκε τους κατάλληλους συνοδοιπόρους (κυρίως δηλαδή τον Alsy και τον αδερφό Robert) και έστεισε μια εποποιία λυρισμού και μοναξιάς, πασπαλισμένη με στίχους απαράμιλλης ομορφιάς και ποιητικότητα. Έτσι εγένετο οι Triffids, το όνομα των οποίων πάρθηκε από το βιβλίο ε.φ. the day of the triffids του John Wyndham, που εκδόθηκε το 1951. Όπως διάβασα σε μια συνέντευξη του McComb: Οι Triffids ανέκαθεν περιστοιχιζόταν από Έλληνες οπαδούς. Στην αρχική σύνθεση ήμουν εγώ ως ντράμερ, κι αυτός ο τύπος ο Φωτόπουλος, από Ελληνική οικογένεια, πηγαίναμε μαζί σχολείο, είχαμε ίδιες ιδέες για τα πάντα, είμαστε ακόμα φίλοι, τώρα διδάσκει Αγγλικά, πρώτο παλικάρι, έφυγε για να σπουδάσει φιλοσοφία. Αυτός ήταν που βρήκε το όνομα της μπάντας.
Ήταν Νοέμβρης του 1987 όταν οι Triffids έρχονται για πρώτη φορά στη χώρα μας. Ήδη οι Αυστραλοί -στην Ευρώπη- έχουν αφήσει το στίγμα τους (Saints, Birthday Party, Bad Seeds, Crime & City Solution, Go Betweens, Scientists), στη χώρα μας όμως τα πράγματα είναι ακόμα πρωτόλεια. 1982 Birthday Party στο Σπόρτινγκ και καλοκαίρι του ’87 οι παιχταράδες Hoodoo Gurus στο Βεάκειο, μαζί με Fleshtones, Dream Syndicate και Jaywalkers. Λίγο μετά η πρώτη από τις νιοστές εμφανίσεις των Bad Seeds και 6 Νοέμβρη εν τέλη στο νεότευκτο Ρόδον στη Μάρνης έρχεται -παρέα με το νέο δίσκο Calenture- η παρέα του David. Είναι η πρώτη συναυλία ξένου group στον χώρο που στέγασε τα μουσικά όνειρα μιας μικρής μερίδας ανθρώπων σε μια πόλη που αλλάζει.
Ακολούθησε μια ”ανεξήγητη” αγάπη της … φυλής των ανεξάρτητων (ίντυδων, πάνκς, γκαραζο-ψυχεδελάδων κ.ο.κ.) για τους ήχους της μακρινής αυτής λωρίδας γης: Sunnyboys, Hugo Race, Moffs, Louis Tillett, Go Betweens, Died Pretty, Celibrate Rifles, Dirty Three κλπ. Συγκεκριμένα οι Triffids πέραν και ενός δεύτερου live στο Πεδίον του Άρεως το ’88 που εξελίχθηκε σε …χάος, αγαπήθηκαν εδώ, δίσκοι τους εκδόθηκαν σε ελληνικές εταιρείες και υπάρχει και το μέλος τους, ο ”δικός” μας Phil Kakulas, αλλά και η φυσική συνέχεια στα 90s με τους Blackeyed Susans. Το 2010 επέστρεψαν τα εναπομείναντα μέλη της … φυλής των αρπακτικών-αιμοβόρων φυτών στο Gagarin μαζί με τους Yeah!
Στο Perth μαζί με τους Victims, Scientists, Kim Salmon, δημιούργησαν ένα πυρήνα στο δυτικό τμήμα της χώρας, όμως υπήρξαν και οι πιο ξεχωριστοί από όλους τους άλλους. Αγάπησαν την αμερικάνικη μουσική, αλλά ποτέ δεν … ακούμπησαν. Ελάχιστα live και εκδόσεις δίσκων στις Η.Π.Α.. Για όλα ανέλαβαν οι Βρετανοί και σε δεύτερο επίπεδο οι κεντροβορειοευρωπαίοι (Γερμανοί, Βέλγοι-Ολλανδοί και Σκανδιναβοί). Ο αγαπητός Μπάμπης Αργυρίου έγραφε 1 χρόνο μετά τον θάνατο -στα 36 του- του David McComb: ήταν ο μεγαλύτερος, μετά τον Nick Cave, Αυστραλός τραγουδοποιός των τελευταίων δεκαετιών. Έγραφε συναισθηματικά ροκ τραγούδια που φέρνουν δάκρυα, τραγούδια για τους χώρους που μεγάλωσε, έρημες παραλίες και επαρχιακούς δρόμους που χάνονται στο βάθος του ορίζοντα, τραγούδια για τον πόνο της απώλειας, τραγούδια που ξυπνούν τον πόθο για ελευθερία, αλλαγή, ομορφιά και βέβαια αγάπη. Συμφωνώ σε όλα, αλλά θεωρώ τον David παντοτινά και ασυζητητί τον μεγαλύτερο Αυστραλό τραγουδοποιό όλων των εποχών, χωρίς εκπτώσεις στα λόγια! Αρκεί να διαβάσει κανείς τα ποιήματα -και όχι απλά μεταφορά των στίχων του- του McComb στη συλλογή του 2009 Beatiful Waste (με το πανέμορφο εξώφυλλο). Ίσως λόγω του βιβλίου, ίσως λόγω της πολύχρονης παρουσίας της ”οικογένειας” των Bad Seeds εκεί, ίσως λόγω των αρκετών live που έδωσαν σε γερμανικό έδαφος, έχω εν μέρη ταυτίσει τους Triffids με τη Γερμανία. Ο McComb είχε μερικούς αγαπημένους ποιητές και ένας από αυτούς ήταν και ο Rainer Maria Rilke. Το παρακάτω απόφθεγμα του, εκφράζει το γιατί ο μεγάλος Αυστραλός David McComb έχει ξεχωριστό κομμάτι στην καρδιά μου: Θέλω να είμαι με αυτούς που ξέρουν μυστικά πράγματα ή αλλιώς μόνος.
One Soul Less On Your Fiery List
Σπύρος Καλετσάνος, Εκπομπή Noir