των Σπύρου Καλετσάνου (Εκπομπή Noir) και Παναγιώτη Φέτση (Εκπομπή Precious Cargo)

Για να εισχωρήσεις πιο βαθιά σ’ ένα φαινόμενο πρέπει να περάσεις μέσα από όλους τους κρίκους της αλυσίδας. Μερικοί κρίκοι όμως είναι σημαντικότεροι, ή έστω πιο σημαδιακοί. Στη λαϊκή μουσική που φέρει τον γενικόλογο τίτλο Folk, για να φτάσουμε στην αναβίωση, την έκρηξη και την αναγνώριση, έπρεπε κάποιοι μελετητές να ασχοληθούν συστηματικά με τον αχαρτογράφητο και μη καταγεγραμμένο σε απτά μέσα ”πολιτισμό” του προλεταριάτου, των λούμπεν, των αγροτών και όσων ήταν αόρατοι ως τότε για την καθεστηκυία κουλτούρα. Έτσι βγήκαν στους αγρούς, στους επαρχιακούς δρόμους και στα γκέτο των μεγαλουπόλεων και έψαξαν. Αυτά που βρήκαν γέννησαν μια πανσπερμία που απλώθηκε παγκοσμίως. Οι Samuel Charters, John και Alan Lomax, A.L. Lloyd, Peter Kennedy, Cecil Sharp, Deben BhattacharyaHarry Smith κ.α. ο καθένας με τον τρόπο του συνέβαλαν στην ανάπτυξη της λαϊκής κουλτούρας, ηχογραφώντας μουσικούς, φτιάχνοντας συλλογές και γράφοντας βιβλία και κείμενα σε περιοδικά. Όλοι τους είχαν υπόψιν τους και πήραν τη σκυτάλη από τον Francis Child.

Ο Francis James Child (1 Φεβρουαρίου 1825 – 11 Σεπτεμβρίου 1896), ήταν Αμερικανός λόγιος και εκπαιδευτικός, ο οποίος μεταξύ 1882 και 1896 συνέλλεξε και εξέδωσε σε μια σειρά δέκα τόμων, μια συλλογή από 305 παραδοσιακές μπαλάντες της Αγγλίας και της Σκωτίας (και τις αμερικάνικες παραλλαγές τους) με τίτλο The English and Scottish Popular Ballads, γνωστών και ως Child Ballads.Για αρκετούς που δεν έχουν ασχοληθεί με τη ιστορία πίσω από τα βιβλία ο τίτλος Child Ballads ήταν αποπροσανατολιστικός, καθώς έφερνε στο νου παιδικά τραγούδια και νανουρίσματα.

Ο Francis James Child όρισε αυτό που ονόμασε «λαϊκή μπαλάντα» ως μια μορφή αρχαίας λαϊκής ποίησης, η οποία βρίσκεται ανώνυμα μέσα στην προφορική παράδοση. Οι μπαλάντες, σχετίζονται με παραμύθια και ιστορίες με τις οποίες μερικές φορές μοιράζονται θέματα, πλοκές και χαρακτήρες (όπως ο Robin Hood). Κανείς δεν ξέρει πόσο παλιές είναι τελικά οι παλαιότερες από αυτές,πιθανότατα υπάρχουν πριν από τον δέκατο έκτο αιώνα. Λίγα είναι γνωστά για το πώς εκτελούνταν οι παλαιότερες μπαλάντες – αλλά πιθανότατα απαγγέλλονταν, ψάλλονταν ή τραγουδόντουσαν χωρίς όργανα, a capella. Σήμερα είναι συνηθισμένο να συνοδεύονται από κιθάρα, βιολί και άλλα όργανα.

Ο τελικός τόμος των The English and Scottish Popular Ballads ολοκληρώθηκε το 1896, αλλά ο Child πέθανε πριν γράψει την εισαγωγή του βιβλίου, κάτι που θα εξηγούσε τη μέθοδο επιλογής του και θα μας χάριζε μια επισκόπηση της δουλειάς του. Ωστόσο, ακόμη και χωρίς αυτό, οι Μπαλάντες χαιρετίστηκαν από κριτικούς και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού και έγιναν ο ακρογωνιαίος λίθος της σύγχρονης λαογραφίας. Επιπλέον, ο Child διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην ίδρυση της Αμερικανικής Εταιρείας Λαογραφίας, διατελώντας πρώτος πρόεδρος από το 1888 έως το 1889.

Παρά το έντονο ενδιαφέρον των λαογράφων, οι μπαλάντες απολάμβαναν εξειδικευμένο και μόνο ενδιαφέρον για μεγάλο μέρος του εικοστού αιώνα. Ως Child Ballads πέρασαν την αλλαγή του αιώνα, ηχογραφήθηκαν και στην δεκαετία του ’50 συνέβαλλαν τα μάλα στην Folk αναβίωση. Αρκετές από εκείνες τις ηχογραφήσεις συγκέντρωσε ο Harry Smith στην ανυπέρβλητη και μοναδική συλλογή Anthology Of American Folk Music που έβγαλε η Folkways το ’52.

Έτσι γνωρίζεις τη ρίζα άλλωστε και γίνεται γνωστή η πρώτη ύλη, τα τραγούδια.

Ακούς το υπέροχο The New Folk Sound Of Terry Callier, όπου σχεδόν όλα τα τραγούδια είναι παραδοσιακά και πέφτεις πάνω στο Johnny Be Gay If You Can Be που είναι το I Shall Be Free, το Old Lady And The Devil, το The Farmer’s Curst Wife και εκεί βρίσκεσαι μπροστά στον John Jacob Niles και στη φωνή του, που ήταν επιπέδου …Callier. Τον ακούς στο Cuckoo που έχει τραγουδήσει και η υπέροχη Shirley Collins, η οποία μαζί με τον Davy Graham έβγαλαν το ’64 εκείνο το θεσπέσιο Folk Roots, New Routes.

Ένα απλοϊκό φαινομενικά album, μια φωνή, μια κιθάρα και 16 συνθέσεις, κυρίως traditionals. Και όμως ο τρόπος που προσεγγίζουν τα θέματα, με τόσο ταλέντο, εμμονή και αγάπη για την παράδοση κάνει εκείνο το album να ανοίγει δρόμους. Το Hares On The Mountain π.χ. πάντα ανατριχιάζω ακούγοντάς το, ή το Cherry Tree Carol, μια από τις μπαλάντες τις οποίες συγκέντρωσε ο Child. Αυτό το πήγαιν’ έλα μπορεί να συνεχιστεί αέναα για όσους βάλουν το δάχτυλο στο βάζο με το μέλι. Όπου μέλι οι English And Scottish Popular Ballads -τις οποίες ανθολόγησαν  διασκευάζοντες τες το ’56 σε 4 Lp’s οι Ewan MacColl και A.L. Lloyd- γνωστές και ως Child Ballads τις οποίες το ’61 η Caedmon Records και αργότερα η ”κινηματική” ετικέτα της Topic στην Αγγλία, έβγαλε σε 2 συλλογές. Και ανέλαβαν δράση οι συνεχιστές ως και σήμερα για να ξανασμίξουν με την παράδοση μέσα σ’ έναν κόκκινο κύκλο (για να θυμηθούμε και το film του Melville). Καμιά φορά ακούγοντας μουσικές ή απλά κοιτώντας το άπειρο, σκέφτομαι τέτοιες ”κουλές” συναντήσεις, πως θα ‘ταν οι Levellers να πέσουν πάνω στον Child, την ώρα που εκείνος ψάχνει νέους λαϊκούς σκοπούς. Λες να άρχιζαν να συζητούν για τον Αγγλικό εμφύλιο του 17ου αιώνα. Ποιος ξέρει. Πάντως τώρα που το σκέφτομαι θα ήταν πολύ ωραίο να γίνει ταινία αυτή η έρευνα, η βουτιά στους θρύλους του παρελθόντος, άλλωστε έχει πάντα ενδιαφέρον πως ένας μουσικολόγος βιώνει αυτή την πυρετώδη δημιουργικότητα, σε συνάρτηση με τη συνάντησή του με άλλους κόσμους -εκεί που η ζωή είναι δύσκολη, αφόρητη ενίοτε, αλλά πραγματική- που συνήθως οι ακαδημαϊκοί γνωρίζουν μόνο μέσα από τα βιβλία.

Μια κάπως αντίστροφη διαδρομή ακολούθησε ο Άγγλος Cecil Sharp που έφτασε στα Απαλάχια εκεί που αναπτύχθηκε ραγδαίως αυτό που σήμερα ονομάζουμε old time music. Η ”μεταφορά” της λαϊκής κουλτούρας υπήρξε ανά τους αιώνες συνεχής και φυσικά προγενέστερη του Child και της μελέτης του. Διαβάστε περί αυτού το βιβλίο Country Music που βγήκε στα Ελληνικά το ’91 (πρώτη έκδοση 1985) του Ιταλού μουσικού Mariano De Simone: «Γενικά οι μπαλάντες της συλλογής Child περιγράφουν ερωτικές ιστορίες και οικογενειακά δράματα που εντάσσονται σ’ έναν φεουδαρχικό κόσμο ο οποίος κατοικείται από πρόσωπα από υψηλές κοινωνικές τάξεις και επομένως πλούσια: ο χρυσός και το ασήμι, τα υπέροχα παλάτια, οι δούλοι τονίζονται ιδιαίτερα. Με τη μεταφορά τους στο Νέο Κόσμο οι μπαλάντες αναπόφευκτα δέχθηκαν μυριάδες πολιτισμικές επιδράσεις, επηρεάστηκαν από βίαιες και συνεχείς κοινωνικές επαναστάσεις και από το αδιάκοπο μεταναστευτικό κίνημα προς τα δυτικά». 

Την τεράστια αναβίωση της λαϊκής μουσικής της δεκαετίας του 1960, περίοδο κατά την οποία δημοφιλείς καλλιτέχνες όπως οι Joan Baez, Shirley Collins και άλλοι ηχογράφησαν αρκετές από αυτές, ακολούθησαν Folk-rock συγκροτήματα όπως οι Pentangle, Fairport Convention και Steeleye Span που έφεραν τις μπαλάντες σε μια νέα γενιά, ενώ τραγουδιστές όπως οι Martin Carthy, Nic Jones, June Tabor δημιούργησαν ένα κοινό για παραδοσιακή μουσική που υπάρχει ως τις μέρες μας, με συγκροτήματα όπως οι Stick In The Wheel και άλλοι να πατούν πάνω σε αυτές και να τις συνδυάζουν με δικές τους συνθέσεις.

Οι εκτελέσεις βασισμένες στις συγκεκριμένες μπαλάντες είναι αμέτρητες. Θα ακολουθήσουν τρία διαλεχτά mixtape σε χρονολογική σειρά.

Πηγές:

https://www.stevewinick.com/child

https://oldweirdamerica.wordpress.com/

https://diskoryxeion.blogspot.com/2015/09/british-folk-irish-sixties.html

http://members.chello.nl/r.vandijk2/

https://www.terriwindling.com/blog/2015/07/into-the-woods-series-40-the-child-ballads.html