γράφει ο Σπύρος Καλετσάνος (Noir)

If you are the big tree

We are the small axe

(Bob Marley & the Wailers)

Όσο πας πίσω στο χρόνο βρίσκεις τις ρίζες, τους πρωτοπόρους, όσους όρισαν κάτι που στο μέλλον έγινε μια καθημερινότητα. Υπάρχουν όμως κάποιοι άνθρωποι και κάποιες στιγμές πιο …σημαίνουσες από τις άλλες, ακόμα και αν είναι θαμμένες στα υπόγεια της ιστορίας. Το καλοκαίρι είχαμε το ξέσπασμα του Black Lives Matter, με αφορμή κρατικές δολοφονίες στις Η.Π.Α. και το κύμα των διαμαρτυριών πέρασε και στο από δω μέρος του Ατλαντικού. Στην Αγγλία -μια λωρίδα γης και ποδοσφαιρική ομάδα όπως τραγουδούσαν στα 80s οι Anti-Social Workers- έγιναν δυναμικές διαδηλώσεις και βεβηλώσεις αγαλμάτων. Άλλωστε η ιστορία της έχει (κυρίως) μελανά σημεία, είτε πρόκειται για τις αποικίες της, είτε για τις δήθεν δημοκρατικές “σταυροφορίες” της, είτε για τη μεταχείριση των σκλάβων και των μεταναστών κατόπιν. Μετά το τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου, η ανάγκη για (φθηνά) εργατικά χέρια, έφερε εμιγκρέδες από την Καραϊβική, που μετακόμισαν οικογενειακώς με το πλοίο Empire, γνωστοί και ως windrush generation. Σιγά σιγά δημιουργήθηκαν κοινότητες, που μαζί με Αφρικάνους -οι οποίοι αυξήθηκαν αισθητά στα 60s- και Ασιάτες, άρχισαν να δίνουν πινελιές στη μονόχνοτη και μουντή Βρετανική καθημερινότητα. Το ντύσιμο, το φαγητό, η τραγουδιστή γλώσσα, ο ρυθμός βγήκαν δειλά από την κοινότητα και συγχρωτίστηκαν με όσους έψαχναν κάτι φρέσκο, κάτι διαφορετικό που θα έδινε πνοή στο είναι τους. Τα 2 βασικά “όπλα” των δυτικοΙνδών -όπως τους ονόμασαν οι ντόπιοι- ήταν το ραδιόφωνο και η μουσική. Το μεν ραδιόφωνο, μέσω της εκπομπής του BBC Caribbean Voices, πρόβαλε την ταυτότητα τους και σύστησε δεκάδες μετέπειτα σημαντικές μορφές, συγγραφείς, ποιητές, ιστορικούς, δημοσιογράφους, ακτιβιστές, ηθοποιούς κλπ. Και φυσικά η μουσική, πρώτα το Calypso, το Mento η Jazz επιρροή (Joe Harriott, Dizzy Reece, Harold McNair, Andy Hamilton, Shake Keane συν η … ΝοτιοΑφρικάνικη εισβολή) και η κατοπινή “έκρηξη” στα 60s που ακολουθήθηκε από τα πολλά ιδιώματα της Reggae και πέρασε και στη Soul/Funk. Και όμως δεν ήταν η Τζαμάικα η μόνη νήσος που ξεχώρισε, μα και το Τρίνινταντ, η Γουιάνα, οι Μπαχάμες που έδωσαν πολλά, τα οποία η Βρετανία ”κεφαλαιοποίησε” στις τέχνες και τα κινήματα της.

Αρκετά εξ αυτών μπορεί κάποιος να τα βρει στην ανθολογία- μίνι σειρά Small Axe, 5 τηλεταινίες που σκηνοθέτησε ο Steve McQueen και προβλήθηκαν στο BBC στα τέλη του 2020. Ο McQueen μεγάλο όνομα πια -οσκαρικός κιόλας- έχει δώσει την οπτική του σε διάφορες πλευρές (Bobby Sands, sex, σκλαβιά, γυναικείο ζήτημα) με επιτυχία και αναγνώριση από μέρους κοινού και κριτικών. Διαθέτει μια διττή ματιά, όχι στρατευμένη, αλλά εντρύφησης στην ιστορία, την οποία μελετά από τα κάτω, αλλά με μια πιο “pop” οπτική, αν αντιλαμβάνεστε τι εννοώ. Μαύρος Βρετανός ο ίδιος, γεννημένος το ’69 με καταγωγή από την Καραϊβική, μεγάλωσε στα χρόνια που η δεύτερη γενιά -κομμάτι της οποίας και ο ίδιος- διεκδικούσε τα δικαιώματα της και εξαπλωνόταν όλο και περισσότερο εντός της λευκής κοινότητας. Μουσική, μόδα, κούρεμα, ναρκωτικά, soundsystems, χορός, στυλ, πολιτική. Αυτή η τελευταία κινήθηκε αντιστρόφως από τα υπόλοιπα, καθώς “μολύνθηκε” από το λευκό ρατσισμό των νοσταλγών της αποικιοκρατίας, των μπάτσων και των φασιστών. Πριν ακόμα η δεύτερη γενιά μεταναστών εμφανιστεί δυναμικά με τις ταραχές στα γκέτο, στο καρναβάλι του Notting Hill, μαζί με το Rock Against Racism, η μόνη μαζική ενέργεια έγινε το ’63 με το μπουκοτάρισμα των λεωφορείων του Bristol (απότοκο των αντίστοιχων Αφροαμερικάνικων μετά την άρνηση της Rosa Parks). Ως τότε οι κοινότητες ήταν μικρές και αδύναμες απέναντι στους ρατσιστές, τους μπάτσους και το κράτος, παρότι μέσα σε 15 χρόνια από 15.000 οι μετανάστες είχαν αυξηθεί σε άνω των 170.000. Οι προσπάθειες πολιτικοποιημένων φιγούρων σαν τους C.L.R. James, Claudia Jones, Stuart Hall, Darcus Howe, Michael X (De Freitas), το πέρασμα ΑφροΑμερικάνων σαν τον Paul Robeson, τον Malcolm X ή τον Stokely Carmichael, έφτιαξαν ένα πλαίσιο. Στα τέλη των 60s το πλαίσιο εκείνο ενεργοποιήθηκε μέσω της δημιουργίας του Βρετανικού τομέα των Μαύρων Πανθήρων, της μεγάλης δημοτικότητας που απέκτησε το καρναβάλι του Notting Hill και της υπόθεσης του εστιατορίου Mangrove.

Πριν πιάσουμε το ζήτημα, το οποίο διαδραματίζεται και στο πρώτο film της μίνι σειράς του Small Axe, ας προσθέσουμε το εκρηκτικό κλίμα της εποχής, παρότι δεν το “ακούμπησε” ιδιαίτερα η Αγγλία. Η υπόγεια πλευρά της (underground τύπος, μικρές πολιτικοποιημένες ομάδες στο Ladbroke Grove, καταλήψεις και σχήματα της άκρας αριστεράς) έδωσε σε μικρή κλίμακα τον αγώνα της, μαζί με τους Τροτσκιστές του International Marxist Group και τα έντυπα τους (Red Mole, Black Dwarf, συν τα The Week, New Left Review) με σημαίνουσα φιγούρα έναν ακόμα εμιγκρέ τον Πακιστανό Tariq Ali. Αντίστοιχα για τη ”μαύρη” Αγγλία εκδόθηκε το Race Today ακριβώς τη χρονιά που έσκασε η υπόθεση Mangrove στην επικαιρότητα. Ο εκδότης του περιοδικού, Darcus Howe ιδρυτικό μέλος των British Black Panthers και πρόεδρος του Notting Hill Carnival -τυχαίο ή όχι- ήταν μέσα στους 9 που δικάστηκαν από το κράτος το καλοκαίρι του 1970. Όλα ξεκίνησαν το ’68, όταν ο Frank Crichlow, ένας εμιγκρές από το Τρίνινταντ, με εμπειρία στην πλάτη του από “στέκια”, καθώς είχε ήδη το φημισμένο El Rio στο Notting Hill, αποφασίζει να ανοίξει στην ίδια γειτονιά ένα εστιατόριο. Γρήγορα πιάνει μέσα στην κοινότητα ως τόπος συνεύρεσης, χαλάρωσης, διασκέδασης και πολιτικοποίησης, μα παράλληλα οι επιδρομές των μπάτσων δεν έχουν τέλος. Και όταν το ποτήρι ξεχειλίζει, λαμβάνει χώρα η αντίδραση που ακολουθείται από συλλήψεις, κατηγορίες, δίκη και εν τέλει αθώωση των 9. Εκείνη η υπόθεση θεωρείται η απαρχή της νέας εποχής, που άλλαξε την πεπατημένη.   

Στο λυκαυγές της δεκαετίας του ’70 αρχίζει να αχνοφαίνεται ένα Black British movement, το οποίο αφανώς σιγοντάρουν οι πρώτοι skinheads, οι ήχοι της Reggae και του Funk, τα Soundsystems, καθώς και μια σειρά από μυθιστορήματα-εκδόσεις (Lonely Londoners, Absolute Beginners, To Sir with Love, το περιοδικό Savacou, οι εκδόσεις New Beacon, οι μελέτες The West Indian Novel and its Background και Caribbean Writers: Critical Essays). Όμως εκτός κάδρου βρίσκεται το σινεμά, μιας και οι σκηνοθέτες με καταγωγή από την Καραϊβική ήταν …αόρατοι. Μόνο κάποια film λευκών πραγματεύονταν τη καθημερινότητα των μεταναστών (Sapphire, Flame In The Streets), μικρού μήκους (Jemina and Johnny) και ντοκιμαντέρ (Baldwin’s Nigger). Από εκεί το έπιασε ο πιονέρος, o πρώτος μαύρος σκηνοθέτης στη Βρετανία, γεννημένος το ’39 στο Τρίνινταντ, ο οποίος έφτασε στο νησί το 1960 για σπουδές. Στα μέσα της δεκαετίας ξεκινάει να γυρίζει ταινίες που ψάχνουν τη μαύρη ταυτότητα στην Αγγλική κοινωνία. Από το Baldwin’s Nigger, μια διάλεξη του μεγάλου συγγραφέα στο Λονδίνο παρέα με τον Dick Gregory, στο ντοκιμαντέρ Reggae και εν τέλει καταλήγει στο Pressure. Ο Horace Ove γύρισε το film το ’75 και συνέπεσε με μια σειρά γεγονότα: Επανεμφάνιση του νόμου περί υπόπτων (S.U.S.), ίδρυση του Rock Against Racism, η έκρηξη του Punk, οι ταραχές στο καρναβάλι του Notting Hill και νωρίτερα του Chapletown (Leeds), η έλευση του Marley -μετά την απόπειρα δολοφονίας του- στο Λονδίνο, ο απαγχονισμός του Michael X στο Τρίνινταντ. Όλα συντείνουν στην “έκρηξη” που θα αποσυμφορήσει την πίεση (pressure) της μαύρης νεολαίας. Η έκρηξη έγινε το ’81 τελικά στη …Βαβυλώνα και ενώ ένα δεύτερο εμβληματικό έργο έχει εμφανιστεί. Ήταν το Babylon του Ιταλού Franco Rosso.

Ο Rosso δεν ήταν κάποιος τυχάρπαστος λευκός που είδε φως και μπήκε, αλλά κάποιος που γαλουχήθηκε μέσα στο κλίμα της μαύρης αντίστασης στην καταπίεση. Ξεκίνησε συμμετέχοντας στο Kes του Ken Loach (1969), γύρισε ένα ντοκιμαντέρ με θέμα τη δίκη των 9 του Mangrove (The Mangrove Nine, το ’73 σε συνεργασία με τον Ove, με τον οποίο δούλεψε μαζί και στο Reggae) και αργότερα -μετά από χρόνια που βρισκόταν στην άτυπη μαύρη λίστα του συστήματος- το Dread Beat an’ Blood για τον Linton Kwesi Johnson. Οπότε το υπέροχο Babylon ήρθε ως κερασάκι στην τούρτα, προετοιμάζοντας το έδαφος της εξέγερσης και της αύξησης παραγωγής πολιτικοποιημένων και κοινωνικών film, με θέμα τη μαύρη κοινότητα. Έτσι γαλουχήθηκαν οι σκηνοθέτες Don Letts, Isaac Julien, Menelik Shabazz για να φτάσουμε μέχρι τον Steve McQueen. Όλοι είχαν μαζί τους τη μουσική, άλλωστε μουσική-σινεμά και κοινότητα είναι αλληλένδετα και αλληλοσυμπληρούμενα (σαν ένα πατήρ-υιός και άγιο πνεύμα). Για μένα λοιπόν που εξερευνώ χρόνια τέτοιες σχέσεις, η φιγούρα ενός Γουιανέζου υπήρξε αποκάλυψη σε ..δόσεις, μέσα στο παραπάνω πλαίσιο. Ηθοποιός και μουσικός ο Ram John Holder αποτελεί την κατεξοχήν σύνδεση, πίσω από τα φώτα της δημοσιότητας, παρότι όποια πέτρα και αν σηκώσεις, θα τον βρεις από κάτω. Από την πατρίδα του τη Γουιάνα έφυγε για τις Η.Π.Α τη δεκαετία του ’50, δοκιμάζοντας την τύχη του στο τραγούδι -ηχογράφησε και ένα δίσκο με τραγούδια του τόπου του, το Songs of the Guiana Jungle ως Ramjohn Holda. Άφησε τη Νέα Υόρκη και τα folk club της για τα μάτια του Λονδίνου και των πιο “δεμένων” Γουιανών -και λοιπών Καραϊβικάνικων- κοινοτήτων το 1962. Εργάστηκε σ’ ένα θεατρικό εργαστήρι ως μουσικός και ηθοποιός. Το ζεύγος Connor που έτρεχε το project και λειτουργούσε ως ευρετήριο εργασίας για τους μαύρους ηθοποιούς, πέρασε από διάφορα πόστα. Πιονέροι και οι 2 ο μεν Edric στη μουσική και τον κινηματογράφο, η δε Pearl στο ραδιόφωνο και το θέατρο, έδωσαν παράλληλα ώθηση σε καλλιτέχνες. Ο Holder ήταν ένας από αυτούς, ξεκινώντας με τον solo δίσκο -ως Ram- Blues + Gospel + Soul, περνώντας για ένα φεγγάρι από τους Ram Jam Band του Geno Washington, ηχογραφώντας μερικά singles ώσπου να φτάσει στο magnus opus του, το Black London Blues. 

Το ’69 όταν το εστιατόριο Mangrove γίνεται στόχος των μπάτσων, εμφανίζονται οι πρώτοι skinheads, ενώ οι …hooligans και η Reggae ήδη έχουν μπει στη ζωή των νέων. Μαζί με μια σειρά από label (Trojan, Pama, Attack, Bamboo) που βγάζουν …τόνους διαμαντιών σε 33 και 45 στροφές, ντεμπουτάρει και μια μικρή ετικέτα που στήνει ο εκ Αντίγκουας Milton Samuel. Εκεί εμφανίζονται κατά βάση Soul singlάκια αγνώστων καλλιτεχνών, με 2-3 εξαιρέσεις: τους U.F.O.(ναι αυτούς που καταλάβατε, στο ξεκίνημά τους), τους Αφροαμερικάνους εκ Philadelphia Showstoppers συν το 45άρι φωτιά Let’s Copp A Groove του συντοπίτη των Shostoppers, Bobby Wells. Εκεί λοιπόν υπογράφει ο Ram John Holder και βρίσκει ένα υπέροχο group τους πρώην (Coloured) Raisins που ονομάζονται πια Black Velvet. Μαζί έβγαλαν ένα single (Goodwill To All Mankind), μα κυρίως ο καθείς ξεχωριστά ηχογράφησε το αριστούργημα του. Οι Velvet το African Velvet και ο Holder το Black London Blues. 10 τραγούδια, ένα ασπρόμαυρο εξώφυλλο και τα Blues ξεχύνονται από τα ηχεία, αποτυπώνοντας μοναδικά την εμπειρία ενός μαύρου μετανάστη στο Λονδίνο. Από το νότιο Brixton, ως το βόρειο Hampstead, η διαδρομή είναι εξιλεωτική. Το διαμάντι αυτό χώθηκε βαθιά στη λήθη -παρά τις φωνές του περιοδικού Wire (στους 100+30 δίσκους που …φώτισαν τον κόσμο), άργησε να επανεκδοθεί, μόλις το 2011 σε cd. Ένα βαθιά πολιτικό album χωρίς κραυγές, χαμηλότονο και εσωτερικό, ήρθε και απήλθε αθόρυβα, έτσι ο Holder το έριξε στον κινηματογράφο. Στο Two Gentlemen Sharing μια προσέγγιση των σχέσεων λευκών-μαύρων του ’69 και στο Leo the Last του John Boorman, του 1970, όπου παρομοίως ”εξερευνούνται οι διαφυλετικές σχέσεις, παράλληλα με μια χιουμοριστική κριτική που τσακίζει κόκαλα. Εδώ όπου πρωταγωνιστεί ο Marcello Mastroianni, ο Holder παίζει τον ρόλο του παπά -ήξερε το ρόλο μιας και ο πατέρας του ήταν στην πραγματικότητα- ενώ τραγουδάει κιόλας. Όπως και στο προηγούμενο film, που συνέγραψε μαζί με τον Stanley Myers το Wait A Minute Baby (το τραγουδούσε η Madeline Bell), έτσι και δω βάζει το χέρι του στο soundtrack, αυτή τη φορά τραγουδώντας το βασικό θέμα του Fred Myrow, Where The Dreams Go. Τα όνειρα του Ram βρίσκονται στο θέατρο, στην τηλεόραση, εμφανίζεται σε σειρές και στο σινεμά όπου το ’74 ξαναπαίζει τον παπά (αν και ιεροκήρυκας είναι το σωστότερο και πιο ταυτισμένο με τη μαύρη κουλτούρα) στο film The Education of Sonny Carson. Ήδη έχει μπει στο studio ηχογραφώντας τραγούδια της ταινίας Take A Girl Like You (1970) συν το επόμενο προσωπικό LP του Bootleg Blues, όπου ”φεύγει” με σανίδα του τα Blues προς την Ευρώπη, υπό τη συνοδεία μιας εξαιρετικής μπάντας. Εκδόθηκε το ’71 και αυτό από τη Beacon records και έκτοτε ο Holder άρχισε να πλέει σε πιο afro-funky κύματα. Πρώτα συνδεόμενος με τους Κενυάτες Matata, ηχογραφώντας ως παραγωγός -μαζί με τον Joe Mogotsi- τα 2 LP και 5 single στην President records (εκεί ηχογραφούσαν και οι Equals). Και ολοκλήρωσε με το τελευταίο του album You Simply Are -πιο funk, άλλωστε ήδη μια γερή τοπική σκηνή αναδυόταν (από τους Demon Fuzz, Foundations, Black Velvet, στους Real Thing, Cymande, FBI, Gonzalez). Αυτό συνέβει το ’75, χρονιά κατά την οποία συμμετέχει στα γυρίσματα του Pressure της ταινίας του Ove, σταθμού στην ιστορία της μαύρης κουλτούρας στο νησί. Παίζει ξανά τον ιεροκήρυκα.

Η συνέχεια έχει μόνο την υποκριτική, η μουσική χάνεται και βρίσκεται αραιά και που, στο musical Destry Rides Again, όπως αυτό παίχτηκε στο Λονδίνο (η μουσική ηχογραφήθηκε σε κασέτα), στο film Song For Marion και σε μερικές σειρές που εμφανίζεται να τραγουδάει. Πιο γνωστά του περάσματα στις ταινίες Lucky Break, The Calcium Kid, συν νωρίτερα από το My Beatiful Laundrette. Στην ταινία του Frears, βασισμένη σε σενάριο του εξαιρετικά διεισδυτικού, χιουμοριστικού και …εριστικού Hanif Kureishi, Πακιστανικής καταγωγής ο οποίος μεγαλούργησε στο Λονδίνο. Σε αυτή την υπέροχη τοιχογραφία των θατσερικών μαύρων χρόνων, όπου μπλέκουν η νεολαία, η ομοφυλοφιλία, ο ρατσισμός, οι πατριαρχικές αντιλήψεις, μέσα από μια φρέσκια οπτική, ο Holder σκάει σε μια σκηνή ως ποιητής που του κάνει έξωση ο Πακιστανός ιδιοκτήτης, για να βάλει έναν Άγγλο στη θέση του. Η ατάκα: “Δεν τίθεται φυλετικό θέμα στη νέα επιχειρηματική κουλτούρα” θεωρώ πως είναι υπέρ το δέον χαρακτηριστική της εποχής του νεοφιλελευθερισμού.

Είπαμε πως το ’75 σταματάει να ηχογραφεί δίσκους, είναι η περίοδος που στο μαύρο Λονδίνο αναδύεται υπογείως το Lovers Rock, ένα ιδίωμα από την ατελείωτη φαρέτρα της Reggae, που θα σύρει τους νέους στις πίστες και στα πάρτι, να ονειρευτούν, να ερωτευτούν, να καλοπεράσουν. Το Lovers αποτελεί τη 2η τηλεταινία της ανθολογίας Small Axe και κατά γενική ομολογία την καλύτερη, με υπέροχο soundtrack και μια εκπληκτική σύνδεση κοινότητας και μουσικής.

You must treat your lover girl right

If you wanna make lover’s rock

You must know a place you can kiss

To make lover’s rock

τραγουδούσαν οι Clash λίγες μέρες πριν τα 70s αποτελέσουν παρελθόν. Δυστυχώς όσοι ήλπιζαν σε καλύτερες μέρες, πλανιόνταν, αν και οι εξεγέρσεις των ghetto και η ηχητική επιστροφή στις “ρίζες” του Dancehall φάνηκαν σαν ηλιαχτίδα αρχικά.

Τελικά έμεινε μόνο μια ασπρόμαυρη ανάμνηση των μαύρων Λονδρέζικων Blues-από κείνες τις υπέροχες φωτογραφίες του Roger Mayne- και ο γυμνός ήχος τους, από τις επιθέσεις των Teddy Boys στους μετανάστες to ’58, τον Ραχμανισμό (την πολιτική εκμετάλλευσης των μεταναστών-ενοίκων), ως τις εισβολές των μπάτσων στο Mangrove. Στο πολυφυλετικό Notting Hill ο Holder τραγουδούσε, υπό τη συνοδεία της τρεμουλιαστής κιθάρας:

I’m off to work in the morning.

Back home late at night. 

The landlord gets his money.

 But the children hardly a bite ..

(Notting Hill Eviction Blues)

Εκείνο το τραγούδι έκλεινε με το διττό everybody wake up. Η αφύπνιση ήρθε λοιπόν, ποτίζοντας τα 70s με τη φράση του Darcus Howe στη δίκη των 9, κατά τη διάρκεια της συγκινητικής ομιλίας του: “That sense of community, born out of struggle in Notting Hill” και εκείνο το αίσθημα μεγάλωνε και μεγάλωνε, μέσα στις κοινότητες. Black music (συν το εξαίρετο ομώνυμο περιοδικό που εκδιδόταν από το 1973 ως το 1984), black cinema, black riot(s). Εις τους αιώνες των αιώνων.

Εκτός της σειράς Small Axe, μπορείτε να διαβάζετε- ξεφυλλίσετε (ηλεκτρονικά φυσικά, για να τηρούμε και τη νέα τάξη!) ένα χορταστικό αφιέρωμα του BBC.


More Posts for Show: Noir