Παραδέχομαι ότι είμαι και εγώ μία από αυτούς που περιπλανώνται στο Σύνταγμα. Κατεβαίνω στην πλατεία, όχι με μεγάλη συχνότητα, και παρατηρώ. Μ’ αρέσει να ακούω, να μυρίζω και να παρατηρώ. Πολλές φορές μπλέκομαι στις παρέες και τους ακούω να συζητούν. Στέκομαι και ακούω τα αιτήματα όλων όσοι συναντώ. Μάλιστα έχω τύχει και μερικές φορές σε διενέξεις πολιτών και αστυνομικών, οι οποίοι προσπαθούν να εφαρμόσουν εντολές χωρίς νόημα που τους έχουν δοθεί, όπως για παράδειγμα ότι οι ποδηλάτες μπορούν μόνο να κατεβαίνουν τη Βασιλίσσης Σοφίας και όχι να την ανεβαίνουν. Δεν είμαι περίεργη, απλώς προσπαθώ να νιώσω τους ρυθμούς της πόλης. Να καταλάβω τι ακριβώς συμβαίνει.

Οι αγανακτισμένοι των Αθηνών άλλαξαν την πόλη. Της έδωσαν καινούριες μυρωδιές, άλλα χρώματα, νέους ήχους και αυτό μ’ αρέσει πολύ. Παράλληλα όμως με φοβίζει. Η δύναμη των ανθρώπων είναι μεγάλη, η δύναμη της μάζας όμως ακόμα μεγαλύτερη. Ναι, ξεκάθαρα, φοβάμαι τη μάζα, όπως και τη στιγμή που η αγανάκτηση θα γίνει οργή. “Να σας πω μια ιστορία;”

Ήταν μια φορά ένας ξυλοκόπος που πήγε να δουλέψει σ’ ένα ξυλουργείο. Ο μισθός ήταν καλός και οι συνθήκες δουλειάς ακόμα καλύτερες. Έτσι, ο ξυλοκόπος αποφάσισε να δώσει τον καλύτερο εαυτό του.

Την πρώτη μέρα πήγε στον εργοδηγό και αυτός του έδωσε ένα τσεκούρι και του έδειξε μια περιοχή στο δάσος.

Ο ξυλοκόπος, ενθουσιασμένος, έφυγε για να κόψει δέντρα.

Σε μία μόνο μέρα έκοψε δεκαοχτώ δέντρα.

Τα συγχαρητήριά μου” του είπε ο εργοδηγός. “Συνέχισε έτσι.”

Ενθαρρυμένος από τα λόγια του εργοδηγού, ο ξυλοκόπος αποφάσισε να βελτιωθεί την επόμενη μέρα. Έτσι, το βράδυ εκείνο πλάγιασε νωρίς.

Το επόμενο πρωί σηκώθηκε πρώτος απ’ όλους και πήγε στο δάσος.

Παρόλη την προσπάθεια του δεν κατάφερε να κόψει πάνω από δεκαπέντε δέντρα.

«Μάλλον είμαι κουρασμένος» σκέφτηκε. Και αποφάσισε να πέσει για ύπνο με τη δύση του ήλιου.

Το ξημέρωμα σηκώθηκε αποφασισμένος να κόψει περισσότερα από δέκα οχτώ δέντρα. Ωστόσο, εκείνη τη μέρα δεν έφτασε ούτε τα μισά.

Την επόμενη μέρα έκοψε εφτά, ύστερα πέντε και την τελευταία μέρα πάσχιζε όλο το απόγευμα να κόψει το δεύτερο δέντρο.

Ανησυχούσε τι θα πει ο εργοδηγός και πήγε να του εξηγήσει τι συνέβαινε. Του ορκίστηκε ότι είχε δώσει όλες τις δυνάμεις του μέχρι εξάντλησης.

Ο εργοδηγός τον ρώτησε:

«Πότε ακόνισες το τσεκούρι σου για τελευταία φορά;»

«Να το ακονίσω; Δεν πρόλαβα να το ακονίσω καθόλου.

Ήμουν πολύ απασχολημένος προσπαθώντας να κόψω δέντρα.»

(“Να Σου Πω Μια Ιστορία, Χόρχε Μπουκάι”)



Pop-pen