Oh, to capture just one drop of all the ecstasy that swept that afternoon
To paint that love upon a white balloon
And fly it from the toppest top of all the tops
That man has pushed beyond his brain
Satori must be something just the same
(Memory Of A Free Festival – David Bowie 1970)
Ξεκινώντας να γράφω τούτο το κείμενο είχα κατά νου πως υπάρχουν αρκετά κοινά μεταξύ των μεγάλων μουσικών festival και της μεγαλύτερης ποδοσφαιρικής διεθνούς διοργάνωσης, που ξεκινάει αυτές τις μέρες. Το μεγαλύτερο κοινό από αυτά βέβαια πηγαίνει πίσω στη χρονιά που όλα ξεκίνησαν, ή μήπως όλα τελείωσαν διαλέγετε και παίρνετε, το 1966. 4 χρόνια μετά τη Χιλή και ενώ η τηλεόραση προσπαθεί δειλά δειλά να μπει σε όλο και περισσότερα σπίτια και παράλληλα να καλύψει τις ανάγκες μια μεγάλης διοργάνωσης, η …αγαπητή FIFA πουλάει στην EBU (European Broadcasting Union) τα δικαιώματα του World Cup της Αγγλίας για 800.000 δολάρια. Το ’62 για να καταλάβει κανείς την ασύλληπτη διαφορά, το έδωσε με 75.000. Μέχρι και η Ελλάδα είδε -για πρώτη φορά- κάποια ματς με τον Γιάννη Διακογιάννη να μεταφέρει τα όσα γινόντουσαν στα Αγγλικά γήπεδα. Την επόμενη τετραετία εν μέσω χούντας πολλοί περισσότεροι έσπευσαν να προμηθευτούν το κουτί που θα τους έσπρωχνε στη μαγεία του ποδοσφαίρου, αν θυμάστε υπάρχει μια τέτοια σκηνή στο Τέλος Εποχής του Αντώνη Κόκκινου.
Από τότε πέρασαν δεκαετίες ώστε σήμερα να μην υπάρχει κανείς χωρίς δέκτη -και όχι μόνο τηλεοπτικό- και φυσικά πια το παγκόσμιο κύπελλο είναι μια ως επί το πλείστων τηλεοπτική πανδαισία, αλλά και καθοριστικός παράγοντας λήψης αποφάσεων. Τα έλεγε ο Maradona απ’ το ’86, όταν οι ποδοσφαιριστές αναγκάζονταν να παίζουν ντάλα μεσημέρι στο Μεξικάνικο καμίνι, για να μπορούν να βλέπουν οι Ευρωπαίοι τηλεθεατές σε prime time. Επιστρέφουμε στο ’66 όταν ακόμα δεν είχε ξεφύγει η κατάσταση και η μόνη “τρέλα” υπήρχε στη χώρα διεξαγωγής που έπρεπε να αποδείξει την πατρότητα του αθλήματος και φυσικά την υπεροχή της. Η χρονιά που ξεκίνησε με ζόρια για τους Άγγλους -ένεκα της κλοπής του τροπαίου- είχε πολύ ψωμί, μιλάμε για ένα διάστημα που ο Dylan κατηγορείται ως …Ιούδας από το κοινό του Manchester και οι Beatles μας προσφέρουν το ανυπέρβλητο και μοναδικό Revolver. Τότε ήταν που έλαβε χώρα και το πρώτο μεν αλλά άτυπο rock Festival της ιστορίας. Ε και γιατί άτυπο θα μου πείτε, να διότι πουθενά δεν αναγραφόταν η λέξη rock, παρόλα αυτά βέβαια η ουσία παραμένει ότι το Lincoln Pop Festival μπορεί να θεωρείται ότι πιο κοντινό σε όσα ξεκίνησαν να συμβαίνουν στην Αμερική την επόμενη χρονιά. Και για μένα δεν είναι τυχαίο πως διεξήχθη στο Sincil Bank έδρα της Lincoln City F.C., μιας και οι αθλητικές εγκαταστάσεις ήταν η πρώτη επιλογή των rock festivals μέσα στα επόμενα χρόνια.
Στο νησί ήδη το National Jazz Festival λάμβανε χώρα στο Athletic Ground του Richmond. Ανά μερικά χρόνια πρόσθετε στον τίτλο τις λεξούλες Blues και Pop ώσπου μετονομάστηκε και μετακόμισε σε αυτό που όλοι γνωρίζουν πια ως Reading το ’71. Το 1966 όταν θα μεταφερθεί στον ιππόδρομο του Windsor, θα αποφασιστεί να διεξαχθεί το τελευταίο τριήμερο του Ιούλη πέφτοντας πάνω στον τελικό του παγκοσμίου κυπέλλου. Εκείνη τη νύχτα που ένα έθνος γιόρταζε, υπό το βλέμμα 90.000 θεατών στο Wembley συν 400.000.000 σε παγκόσμια κλίμακα στις οθόνες τους, ένας άλλος κόσμος ευρισκόταν σε (δια)δράση περιμένοντας να απολαύσει τους Who και τους Yardbirds. Πολύ γρήγορα η κουλτούρα των festival εξαπλώθηκε με αιχμή του δόρατος -στο νησί- το Isle Of Wight (ένα νησί μες’ το νησί).
Ήδη στις Η.Π.Α. απ’ το San Francisco το Γενάρη του ’67 ξεκινούν τα πρώτα festival από τα κάτω, από κόσμο της αντικουλτούρας (Hippies, φρικιά, Diggers, ποιητές, καλλιτέχνες του δρόμου, με προσφορά μέρους των εσόδων σε ομάδες του underground). Human Be-In, Fantasy Faire & Magic Mountain ώσπου εμφανίζεται το …αδηφάγο TV Eye του ABC και προσφέρει 200.000 δολάρια για τα δικαιώματα του φρέσκου Monterey Pop Festival. Χορηγοί, media, πολυεθνικές, ασφάλεια, εκμετάλλευση, εισβάλουν βιαίως και μοιραία μαζί με την καθολική αύξηση του κοινού έρχεται και η βία. Απότοκο της έλλειψης σεβασμού, της αντιμετώπισης ως πελάτη στην καλύτερη και ως ”σκουπίδι” στη χειρότερη -μια εξομοίωση με τους οπαδούς, αρκετοί εκ των οποίων ειδικά στην Αγγλία ήταν παρόντες σε μουσικά festival. Υπεράριθμοι θεατές, ακριβό εισιτήριο, έλλειψη τουαλετών και ιατρικής περίθαλψης, κακός ήχος, πράγματα που ακόμα και σήμερα είναι ζητήματα προς επίλυση σε αρκετές περιπτώσεις. Και για να το επεκτείνουμε οι κύριοι πρωταγωνιστές -οι μουσικοί δηλαδή- κακοπληρωμένοι, αγόμενοι και φερόμενοι από το πρόγραμμα, τις καιρικές συνθήκες, τις προθέσεις των security και κάποιων παλαβών μέσα στο πλήθος.
Το Monterey Pop Festival λοιπόν τον Ιούνη του ’67 ήταν η πρώτη προσπάθεια εμπορευματοποίησης των festival, όσα ακολούθησαν όμως πολύ γρήγορα “ξέφυγαν”. Από το Newport και το Miami Pop Festival με 100.000 θεατές έκαστος, περάσαμε στους 200.000 και τους φράχτες. Έρχεται το Woodstock και ακόμα πολυπληθέστερα events -σαν αυτό της πίστας του Watkins Glenn όπου 600.000 άνθρωποι είδαν τους Allman Brothers, Band μα κυρίως τους …φεστιβαλομύστες Grateful Dead- ήδη όμως οι πρώτοι άνθρωποι που έβαλαν σε κίνηση το όλο πράγμα είχαν αποσυρθεί εν πολλοίς. Το όλο πράγμα “βρώμαγε” ψευδείς ιδέες και μηνύματα, η “μαγεία” είχε χαθεί και ένας δήθεν εναλλακτισμός κάλυπτε τα πάντα. Όλα θαρρείς και τελείωσαν όταν 300.000 άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στο raceway park του Altamont την 6η Δεκέμβρη του ’69. Το γεγονός ήταν free και μια ιδέα από τη μία των πιο σημαντικών σχημάτων της δυτικής ακτής και από την άλλη των Rolling Stones που μόλις είχαν τελειώσει μια μακρά και πολύ ακριβή περιοδεία.
Ο θάνατος θα έρθει και θα έχει τα μάτια σου μας έλεγε ο ποιητής, και όντως οι Stones προερχόμενοι από το χαμό του Brian Jones και το μεγάλο -επίσης free- live στο Hyde Park, έφτασαν στις Η.Π.Α. με το νέο τους LP να …στάζει αίμα. Let It Bleed, μα αυτή ήταν μια “τάση” της εποχής, η δολοφονία της Sharon Tate μεταξύ άλλων και η ανάδειξη του εντολέα-δολοφόνου Charles Manson σε ”σύμβολο” της αντικουλτούρας από ένα κομμάτι των “συντρόφων” νομίζω καταδεικνύει το πνεύμα. Στα Festival του Newport και του Denver έπεσε πολύ ξύλο μεταξύ κοινού και μπάτσων, όμως όλα επισκιάστηκαν από μια άνευ προηγουμένου απόφαση, να δοθεί στους Hell’s Angels η επιτήρηση του χώρου και του κοινού. Αποτέλεσμα μεθυσμένοι τραμπούκοι-μηχανόβιοι να πλακώνουν το κοινό αλλά και τους ίδιους τους μουσικούς και εν τέλη να επέλθει το μοιραίο, η δολοφονία του 18χρονου Αφροαμερικάνου Meredith Hunter, μετά από 5 μαχαιριές στο σώμα του. Εκείνη την ώρα στη σκηνή -μπροστά στην οποία συνέβη το μοιραίο- οι Stones διατείνονταν τη …συμπάθεια τους προς στον διάβολο.
Και ενώ και οι λίγοι εναπομείναντες “ρομαντικοί” προσπαθούσαν να κρυφτούν από τον εφιάλτη, τρέχοντας σε κοινόβια, στην αγκαλιά του -όποιου- θεού, στην Ινδία ή αλλάζοντας ρότα στη ζωή τους, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στις παρυφές των festivals ζούσε μια ομάδα ανθρώπων που δε τα παράτησε. Αντίθετα πάλεψε με το …θηρίο από μέσα, βλέπε τις μάχες στο Isle Of Wight το καλοκαίρι του 1970 ή την τέλεση free festivals από τα …κάτω.
Ας τα πάρουμε απ’ την αρχή όμως, είπαμε πως στην Αγγλία η φάση είχε ξεκινήσει δυναμικά, σε πιο τοπικό επίπεδο βέβαια, πιο οργανωμένα και με πολύ λιγότερο κόσμο από τα αντίστοιχα Αμερικάνικα. Το 1968 και ενώ τελούνται κάποια live στο Λονδίνο (Hyde Park, Camden) την έσχατη μέρα του καλοκαιριού έρχεται στη νήσο Wight ένα event που μαζεύει 10.000 κόσμου. Εκείνο το διήμερο με τους Jefferson Airplane headliners έδωσε την πρώτη γεύση, που 10πλασιάστηκε την επόμενη χρονιά. Αμέσως μετά το Woodstock και ενώ τα τελευταία ψήγματα αντίστασης γίνονται πράξη -με την ακύρωση του Wild West Festival στο Frisco, μέσα από μια αέναη συζήτηση περί κοινότητας, δημοκρατίας και εκμετάλλευσης, χωρίς συνέχεια όμως, στο νησί τα πράγματα είναι πιο οργανωμένα. Αρχικά διοργανώνονται τα πρώτα μικρά free festivals (Cambridge και Beckenham, απ’ όπου ο Bowie άντλησε τις εμπειρίες του γράφοντας το Memory Of A Free Festival), σε αντιδιαστολή όμως το 2ο Isle Of Wight festival μαζεύει 100+ χιλιάδες ανθρώπους, με μια πολύ γερή line up (το τριήμερο έκλεισε με τον Dylan στη σκηνή). Το τρίτο και …φαρμακερό του 1970 εξαπλασιάστηκε με μια λαοθάλασσα 650.000 ανθρώπων σιδερόφραχτων για ένα πενθήμερο. Τα ματάκια τους και κυρίως τ’ αυτάκια τους άκουσαν rock (Doors Taste, Jethro Tull, Leonard Cohen, Donovan), τον Hendrix -που αποτελεί μια κατηγορία μόνος του, σε μια από τις τελευταίες του εμφανίσεις- και ακόμα μορφές σαν εκείνες των Miles Davis, Caetano Veloso, Sly & The Family Stone, Voices Of East Harlem, Chicago. Υπέροχα, ε τότε τι θέλανε εκείνοι οι …μαλάκες έξω απ’ τον χώρο του festival και σκούζανε;
Αναζητούσαν την επικοινωνία, τη συντροφικότητα, μια “ενότητα” αλλά και την αυτοοργάνωση, όσα δηλαδή ήδη συνέβαιναν έμπρακτα στην “κοινότητα” του Ladbroke Grove. Εκείνοι οι τυπάδες, αναρχοφρικιά που ξεπήδησαν απ’ το δυτικό Λονδίνο, έβαλαν τη θεωρία σε πράξη το καλοκαίρι του ’70 με το festival του Phun City. Άνευ εισόδου και φρακτών, με τους Άγγλους Hell’s Angels -άλλη φάση από τους αντίστοιχους γιάνκηδες- να είναι εκεί για παν ενδεχόμενο και τον Mick Farren των Deviants ιθύνων νου. Κάποτε πορτιέρης στο θρυλικό UFO και παράλληλα ως leader των Deviants διαλαλούσε Let’s Loot The Supermarket και το κοινό συνέχιζε «όμως γιατί να σταματήσουμε εδώ;». Ο Farren παιδί της αντικουλτούρας και των καταλήψεων, αργότερα το έριξε στο γράψιμο στον τύπο (International Times, NME), ή σε βιβλία (μουσικά, επιστημονική φαντασία, αυτοβιογραφικά και κοινωνικοπολιτικά όπως το εξαιρετικά ενδιαφέρον Μαύρο Δερμάτινο Μπουφάν, το μοναδικό που μεταφράστηκε -με άπειρα λάθη- στα μέρη μας προ 37 ετών από τις εκδόσεις Στύγα). Σ’ εκείνο το festival λοιπόν κάλεσε -μεταξύ άλλων- τους “θαμμένους” μα όχι λησμονημένους …kick out the jams motherfuckers MC5. Και όσοι βρίσκονταν από κάτω κατανόησαν τι θα πει αγνό και κολασμένο rock n roll πασπαλισμένο με πολιτικά μηνύματα, σ’ ένα festival από και για τον κόσμο.
Δύο μήνες αργότερα επηρεασμένοι από τις εμπειρίες τους, οι οργανωτές του Phun City festival, μέλη του κόμματος των Λευκών Πανθήρων, συν μερικοί Γάλλοι γύρω απ’ τον ριζοσπάστη του happening Jean Jacques Lebel, βρέθηκαν στη νήσο Wight προσπαθώντας να διασπείρουν κάτι από το ελευθεριακό πνεύμα, στις λαοθάλασσες που βρίσκονταν περιφραγμένες και “ναρκωμένες” (αυτό μπαίνει και χωρίς εισαγωγικά!). Για εκείνους η “γιορτή” ήταν μια …death of a dream machine, ένα ξεπούλημα στο βωμό του κέρδους. Εκείνος ο αγώνας θυμίζει πολλούς ακόμα που ήταν καταδικασμένοι σε ήττα και όμως είχαν …κέρδος, αφυπνίζοντας κάποιο κόσμο και ωθώντας καταστάσεις. Η “κουλτούρα” των free festival μεγάλωσε και άνθισε εκείνη ακριβώς την περίοδο, ως και τα μέσα των 80s, όταν η Θατσερική λαίλαπα θα “σφίξει” γύρω απ’ τους rolling people -κατά τους Verve- ή κοινώς γνωστούς ως new age travellers. Stonehenge 1985, όπου οι μπάτσοι χτυπούν μέχρι και παιδιά και κατ’ επέκταση ο νόμος (public order act) του ’86 που καθιστούσε παράνομους τους …ταξιδευτές.
Η καταστολή βέβαια έχει πολλά πρόσωπα και το κυνήγι και η δολοφονία(;) του Wally Hope υπήρξε μια τέτοια περίπτωση. Για τον Hope -Phil Russell- πρωτοστάτη της όλης φάσης στην Αγγλία, υπάρχει το βιβλίο του συντρόφου και φίλου του Penny Rimbaud (ναι, των Crass) με τίτλο The Last Of The Hippies (έχει μεταφραστεί στα μέρη μας προ 20ετίας από την Αναρχο-Πανκ Κίνηση και επανεκδόθηκε φέτος από τις εκδόσεις συγχρονικότητα, όπου το βρείτε μη διστάσετε). Ακόμα και έτσι όμως, εκείνο το αναρχοχίπικο κομβόι δεν κώλωσε, εξού και στο Castlemorton το ’92 χάραξε τον δρόμο της επανάστασης (Forward the Revolution) όπως τραγουδούσαν και οι διοργανωτές Spiral Tribe. Ένας νέος όμως νόμος ο criminal justice and public order act 1994 του …διαδόχου Μέιτζορ, για τα free parties, προσπάθησε να κρατήσει την κοινωνία του ελέγχου σαν θηλιά γύρω απ’ το λαιμό τους. Κάθε τι ελεύθερο και μη ελεγχόμενο διώκεται ή έστω διαβρώνεται. Δείτε το πολύ ωραίο Σκωτσέζικο film του 2019 Beats του Brian Welsh περί αυτού.
Μα δε σταμάτησε τίποτα, αλλά ανακόπηκε ένα ορμητικό ρεύμα που πρέσβευε “αρχαίες” πεποιθήσεις από τα χρόνια των Levellers τον 17ο αιώνα: «η πραγματική ελευθερία έγκειται στην ελεύθερη χρήση της γης». Από τον Cromwell ως την Thatcher εκείνη η αντίληψη κυνηγήθηκε έμμεσα και άμεσα. Μα και εκτός Αγγλίας η κατάληψη και η οικειοποίηση του δρόμου πήρε μεγάλες διαστάσεις -ειδικά στα 60s/70s και ήταν τότε που έλαβαν χώρα τα 2 -κατά την γνώμη μου- σημαντικότερα festival στον πλανήτη. Τα οποία ήταν σε μη Αγγλοσαξωνικές χώρες και δεν ήταν free. Είχαν όμως άπλετη πολιτική και μια ασυναγώνιστη line up. Ειδικά εκείνο που διοργάνωσε το Γαλλικό περιοδικό Actuel και αναβλήθηκε στο Παρίσι λόγω κρατικο-μπατσικού φόβου μετά το Μάη του ’68. Μεταφέρθηκε τέλη Οκτώβρη του ’69 σε μια Βέλγικη κωμόπολη κοντά στα σύνορα (Amougies) και για 5 μέρες (24-28/10/1969) ο κόσμος απόλαυσε rock καλλιτέχνες (Alexis Korner, Frank Zappa, Cpt. Beefheart, Pink Floyd, Soft Machine, Gong) και jazz (Steve Lacy, Sonny Sharrock, Don Cherry, Art Ensemble Of Chicago, Pharoah Sanders) χωρίς όρια. Ο συνδιοργανωτής και συνιδρυτής της ετικέτας BYG ο “δικός” μας Jean Georgakarakos τόνιζε πως: «η πολιτική μου συμβολή στο Μάη του ’68, ήταν να προωθήσω τη μουσική της εξέγερσης» και νομίζω πως η ελευθεριακότητα της εποχής υπερτονίζεται στις ηχογραφήσεις της ετικέτας του εκείνα τα χρόνια. Η κορυφαία ever για μένα μουσική σύνθεση σε festival.
Το έτερο μεγάλο γεγονός συνέβη στα μέσα των 70s, Ιταλία στα χρόνια που το κίνημα της αυτονομίας βρίσκεται στο απόγειό του. Μιλάνο parco Lambro 26-29 Ιούνη 1976, 6ο φεστιβάλ του νεανικού προλεταριάτου. Ομάδες της άκρας αριστεράς (Lotta Continua κλπ) και το περιοδικό Re-Nudo (Γυμνός Βασιλιάς) ήταν οι διοργανωτές. Εδώ ας πούμε πως οι συναυλίες στην Ιταλία των 70s δεν ήταν μια απλή υπόθεση, κάτι ξέρουν και οι Van Der Graaf Generator, οι Santana και άλλοι πολλοί που βρέθηκαν να παίζουν live εν μέσω μαχών. Στο parco Lambro λοιπόν συγκεντρώθηκαν 100.000+ νέοι για να βρουν το “κοινό τους σπίτι”, κάνοντας πράξη το «μοναδικό ουσιαστικό συνέδριο της διάχυτης αυτονομίας» κατά τον Toni Negri, «μια καταιγίδα σε καθαρό ουρανό». Περί του festival διαβάστε το καταπληκτικό βιβλίο του Marcello Tari Ένα Πιάνο Στα Οδοφράγματα για μια ιστορία της Ιταλικής αυτονομίας (εκδ. Ελευθεριακή Κουλτούρα). Αυτό έκανα και γω προ πενταετίας ταξιδεύοντας στην γείτονα χώρα, με λεωφορείο, πλοίο, τρένο, αλλά τα μάτια στραμμένα στις σελίδες του βιβλίου. Έγιναν πολλά, «ένας γιγαντιαίος συλλογικός πειραματισμός» κατά τον συγγραφέα, κάτω και πάνω στη σκηνή, που ολοκληρώθηκε με τον Demetrio Stratos και τους Area να αποθεώνουν το …χάος, με το τραγούδι Caos (parte seconda) απ’ το τελευταίο -τότε- album τους Maledetti (maudits) και τον διεθνισμό, παίζοντας τη Διεθνή με μοναδικό τρόπο. Ακολούθησε τζαμάρισμα όπου «εορτάστηκε η δημιουργική δυναμική του χάους που καταργούσε την απόσταση μεταξύ κοινού και μουσικών».Εκείνο το 4ημερο αποτυπώθηκε και σε film, αλλά και σε δίσκο, περιγράφηκε από τις διάφορες ομάδες μέσω κειμένων και περιοδικών, μα και τους ίδιους τους μουσικούς (ένα γερό κείμενο του τραγουδοποιού Gianfranco Manfredi, υπάρχει και στο βιβλίο Ένα Πιάνο Στα Οδοφράγματα). Επίσης ένα κατατοπιστικό κείμενο βρίσκει κανείς στο βιβλίο Αυτο-διευθυνόμενα Κοινωνικά Κέντρα: νομαδισμοί, ριζώματα, επιθυμίες στο χώρο και το χρόνο της μητρόπολης (εκδ. αγριόγατα) του Primo Moroni. Ο πρόλογος του Paolo Pozzi υπάρχει και στο 4ο τεύχος του περιοδικού Traverso (1-2/2021) με τίτλο “Επικίνδυνος συνωστισμός”, που εμένα προσωπικά με συγκίνησε, μιας και έκλεινε με τα ίδια τα λόγια του Manfredi: «(Η εξέγερση) βρίσκεται μπροστά στα μάτια σου, στην άκρη των χειλιών σου, στο αναζωογονημένο σώμα, στο τέλος της αμαρτίας, στην καμπύλη της αγκαλιάς σου, στη ζεστασιά του στήθους σου, στην καταστροφή του κλουβιού…ποιος είπε ότι δεν υπάρχει, υπάρχει, υπάρχει!» (το εν λόγω άσμα ήταν το Ma Chi Ha Detto Che Non C’e?). Havin hard times in this crazy town, όπως διατεινόταν και ο (γ)κάβλαρος Baby Huey κάποτε. Ύστερα ήρθε η καταστολή με δεξιά και φυσικά αριστερή σφραγίδα, ο Demetrio χάθηκε, ενώ …«ένα πιάνο βγήκε έξω από ένα μπαρ και δίπλα σ’ ένα οδόφραγμα -στην Μπολόνια της 11ης Μάρτη 1977- ένας νεαρός πιανίστας με πολιομυελίτιδα κάθισε και άρχισε να παίζει το Chicago του Graham Nash μέσα σε σφαίρες, φωτιές και δακρυγόνα». Μπορούσαμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο (μας), αλλά και αν χάσαμε δε θα σταματήσουμε να αγωνιζόμαστε. Πάνε βέβαια δεκαετίες από τότε, σήμερα οι όποιοι αγώνες είναι πιο “μικροί” αλλά οι ελπίδες και τα όνειρα παραμένουν.
Τα όνειρα συνεχίστηκαν σε δρόμους, αποθήκες, την ύπαιθρο, festivals και ενώ παράλληλα τα grande events (Reading, Glastonbury κλπ) γιγαντώνονταν. Αντιφάσεις θα πεις, αν και μπορείς να το βιώσεις σαν έναν κύκλο που κάποτε θα ξαναβρεθεί σ’ ένα σημείο ένωσης, σαν την ιστορία που επαναλαμβάνεται.
Just what is it that you want to do?
We wanna be free
We wanna be free to do what we wanna do
And we wanna get loaded
And we wanna have a good time
That’s what we’re gonna do
(No way baby, let’s go!)
We’re gonna have a good time
We’re gonna have a party
…διατείνονταν οι Primal Scream, μέσω των 60s φυσικά (απ’ το film Wild Angels του ’66). Δεν αρκεί όμως η ελευθερία, η ευτυχία, να περνάμε καλά, η νομαδική ζωή…
Remember Mexico ’86?
“Dirty” Diego, the Saint and Greaves
All covering up the cracks of an economic crisis
What the cameras don’t show the viewers won’t notice
Earthquake victims still in shacks
And 5,000 steelworkers given the sack
The protestors demanding beans not goals
The reality hidden as the spectacle prevails
Create a diversion, hide the real poverty
With pockets full of money, with stomachs still empty
(We Want Beans Not Goals – Chumbawamba 1988)
Οι Chumbawamba τραγούδησαν συχνά για το ποδόσφαιρο και εν γένη τον αθλητισμό (στο album τους 101 Songs About Sports ως Sportchestra!) μέσα από μια πιο ριζοσπαστική ματιά. Το Mundial δεν αφέθηκε απ’ έξω, άλλωστε και όσα αγαπάμε επιδέχονται κριτική.
Αθλητικές εγκαταστάσεις, οπαδοί, καλοκαίρια, μουσικές και μπάλα, κοινές συνισταμένες πολλών από εμάς. Χωρίς να ξεχνάμε τις αντιφάσεις μας και άνευ απόλυτου ρομαντισμού, άλλωστε πολλάκις απολαύσαμε και μεγάλα και “ακριβά” festival, βρισκόμαστε πια σ’ ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Όσα αγαπάμε σιγά-σιγά σβήνουν, μεταμορφώνονται σε “θηρία” που στάζουν εκμετάλλευση, κέρδος, αίμα, θάνατο μεταφορικό αλλά και κυριολεκτικό, ένα festival του θανάτου κατά τους Residents, έτσι έκλεινε το LP τους Eskimo του 1979. Ένα τέτοιο αντίστοιχα ποδοσφαιρικό γεγονός ξεκινάει στο Κατάρ και πρέπει να μείνει στο δικό μας “γήπεδο”. Ας μην εκκενωθούν και οι (αθλητικοί) χώροι από τα όνειρα μας.
Boycott Qatar για όλους τους λόγους του κόσμου.
Σπύρος Καλετσάνος (Noir)
Ακούστε μια παλιά εκπομπή περί free festival
Και ένα ντόπιο κομμάτι περί …πανηγυριών (festival) από τον Ακρίτα του Σταύρακα του Λογαρίδη -ο οποίος μας “άφησε” πρόσφατα- εν έτει 1973.
Rolling People – Verve (όπου ο δρόμος δεν έχει τέλος)
More Posts for Show: Noir