(το κείμενο του Σπύρου Καλετσάνου όπως παρουσιάστηκε στο 45ο τεύχος του HUMBA! )

Αν χάσουμε τους σιδηρόδρομους… θα έχουμε αποδεχτεί ότι λησμονήσαμε πώς να ζούμε συλλογικά. Εάν αχρηστέψουμε τους σιδηροδρομικούς σταθμούς και τις σιδηροδρομικές γραμμές που οδηγούν σε αυτούς, θα είναι σαν να αχρηστεύουμε τη μνήμη…

Η Δόξα των Σιδηρόδρομων

Το τραίνο αποτελεί σημειολογικά ένα μυθικό αντικείμενο (του πόθου). Οι hobos, οι χρυσοθήρες που έφταναν με αυτό στη Δύση, οι μπλουζίστες που το προσημείωναν με τη harmonica τους, το Blue Train του John Col-Trane, τα Χθεσινά Τραίνα του Τάσου Φαληρέα, οι φουτουριστές που το οραματίστηκαν ως το μέσο που θα φέρει το αύριο, αλλά και το κίνημα no tav στην ίδια χώρα, 80 χρόνια μετά τους Marinetti, Russolo και σία, οι κομμουνιστές σε Κίνα και ΕΣΣΔ που το προσάρμοσαν ως φορέα πολιτισμού και φιλίας –αν και υπάρχουν και… αντίθετες απόψεις περί αυτού!–, εκείνος ο μυθικός και ατελείωτος Υπερσιβηρικός που σε ξεβράζει στον Ειρηνικό, το όχημα προς τον θάνατο των στρατοπέδων συγκέντρωσης, ταινίες σαν τη… σιδηροδρομική ελεγεία Σύντομη Συνάντηση του David Lean, δοκίμια και λογοτεχνικά έργα (Σιδηροδρομικώς) που το «αγκάλιασαν». Στην εν λόγω ανθολογία διαβάζει κανείς: «Υπέροχος ο σιδηρόδρομος! Θα του τα συγχωρούσα όλα μόνο και μόνο για τη διαδοχή των τοπίων πίσω από το παράθυρο» (Χ.Α. Μουνιόθ Ρόχας). Σε αυτή τη μεγαλειώδη και ατελείωτη ωδή στις ράγες, δεν θα μπορούσε να λείψει και ο άνθρωπος ο… Locomotive Man κατά τον Johnny Cash (1960) ή, πιο αναγνωρίσιμος στα μέρη μας –της γηραιάς ηπείρου–, κάποιος που παρομοιάστηκε με την ατμομηχανή και συστηνόταν στους συναθλητές του ως Emil Zatopek

Στην κεντρική Ευρώπη, το τραίνο αποτελεί εξίσου ένα μέσο μεταφοράς, αλλά και μια λογοτεχνική μεταφορά της ιστορίας, με φάρο εκείνο το μοναδικό διήγημα του Τσεχοσλοβάκου Bohumil Hrabal, «Τραίνα υπό αυστηρή παρακολούθηση» (1965). Το βιβλίο το ανέλαβε ο μάστορας σκηνοθέτης Jiri Menzel –και το… πετσόκοψαν οι ντόπιοι μετα(παρά)φραστές ως Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τραίνα να περνούν– και το εν λόγω film πήρε Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας το ’68. Τότε ακόμα, ο Emil ήταν εθνικός ήρωας για όλους και το τσεχοσλοβάκικο νέο κύμα προσέφερε διαμάντια στον παγκόσμιο κινηματογράφο. Βλέποντάς τα, κανείς –κάτι που ξαναείχαμε την ευκαιρία να κάνουμε αυτό το καλοκαίρι, δυστυχώς όχι στα θερινά της Αθήνας, αλλά στο Studio Art στην πλατεία Αμερικής– αντιλαμβάνεται το ελεύθερο πνεύμα των ανθρώπων, το «μαύρο» χιούμορ τους, τη βαθιά κουλτούρα τους και φυσικά τις ομορφιές του τόπου τους, με άκρο άωτον την Πράγα. Μια πόλη που υποδέχθηκε ολόκληρο Che (διάβασε το υπέροχο Η Ζωή Που Ονειρεύτηκε ο Ερνέστο Γκ. του Jean Michel Guenassia), αλλά και τον Allen Ginsberg εκείνα τα χρόνια, η οποία είχε στις τάξεις της συγγραφείς παγκοσμίου βεληνεκούς, μα ουδείς έχαιρε της απολύτου αναγνώρισης, όπως συνέβαινε με τον Zatopek.

Τον χαρακτήρισαν ως τον σπουδαιότερο δρομέα και όμως ουδέποτε ένιωσε τη… θρυλούμενη μοναξιά των μεγάλων αποστάσεων, όπως την εξέφρασε μοναδικά ο Alan Sillitoe το 1959. Ήδη εκείνη τη χρονιά προάγγελο των 60s, ο Εμίλ είναι βετεράνος εδώ και μια διετία, παντρεμένος με την ακοντίστρια Dana Ingrova και ζει τη ζωή του ως εθνικός ήρωας, συνταγματάρχης και διευθυντής αθλητισμού στο υπουργείο Άμυνας. Μια δεκαετία αργότερα, η αποσταλινοποίηση έχει πάει περίπατο, όπως και η μακρά άνοιξη της Πράγας που έχει θαφτεί στις ερπύστριες των σοβιετικών τανκς. Μαζί της έχει πάρει και τον Emil στην παραμεθόριο ως αποθηκάριο στα ορυχεία ουρανίου, ως σκουπιδιάρη στους δρόμους της Πράγας, ως γεωλόγο στη Βοημία. Ήταν η εποχή της παρακμής (των πάντων). Ο ίδιος ο δρομέας ζει στη σιωπή, όμως ουδείς τον έχει ξεχάσει και ούτε πρόκειται. Σήμερα, 100 χρόνια από τη γέννησή του (19.9.1922), μπορεί κανείς να τον βρει… παντού.

Στην Καλλιθέα, άνοιξε το cafe-βιβλιοπωλείο (νέα μόδα;) Zatopek, ενώ παράλληλα κυκλοφόρησε φέτος και ένα graphic novel –Ζάτοπεκ (εκδ. Καστανιώτης)– που επαναφέρει την ποιότητα, μα κυρίως το πνεύμα του Τσεχοσλοβάκου (πριν μερικά χρόνια είχε ανέβει μια παράσταση στην Τσεχία με αυτόν ακριβώς τον τίτλο: Το πνεύμα του Ζάτοπεκ). Πέρσι, κυκλοφόρησε και μια ταινία για τον Emil –επιτέλους– του David Ondricek, που προ δεκαετίας μάς είχε δώσει ένα ωραίο noir, το In The Shadow – που ακόμα δεν έχει βρει τον δρόμο για τις ελληνικές αίθουσες (πλην μιας ειδικής προβολής που έκανε η τσέχικη πρεσβεία). Πολλά χρόνια νωρίτερα, είχε γυριστεί ένα γερμανικό film, το Herr Lehmann, βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο που στα ελληνικά εκδόθηκε από την Άγρα (2007) με τον… πιασάρικο τίτλο Το μπλουζ του Βερολίνου. Συγγραφέας ο μουσικός Sven Regener, τότε –το 2001– ετών 40, leader των Element of Crime, νωρίτερα όμως, στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και αφού είχε αφήσει τη γενέτειρά του Βρέμη, θα δημιουργήσει το σχήμα των Zatopek. Το 1983, θα βγάλουν το μοναδικό –και ομότιτλο– album τους, μια γερμανική No Wave εκδοχή, με μπόλικη Funk και έπειτα θα χαθούν. Ένα ντοκιμαντέρ που είδαν για τον Τσεχοσλοβάκο τούς ώθησε να ονοματίσουν την μπάντα και για να το κάνουν πιο… αληθοφανές, φωτογραφήθηκαν για το εξώφυλλο –αλλά και το οπισθόφυλλο– του LP μέσα στον στίβο του Ολυμπιακού Σταδίου του Βερολίνου. Εκεί ήταν που εκτυλίχθηκε η δεύτερη διεθνής –και ίσως και η πιο καταλυτική– εμπειρία του Emil στα κουλουάρ. Λίγες μέρες μετά το πρώτο μεταπολεμικό Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στίβου στο Όσλο το 1946, ο μύθος λέει πως φτάνει στη Γερμανία με ποδήλατο από την Πράγα. Βέβαια, το καλύτερο βιβλίο για τον Zatopek, που γράφτηκε από τον Γάλλο Jean Echenoz πριν από 15 χρόνια (Ο δρόμος αντοχής, εκδ. Πόλις στα μέρη μας), αναφέρει μια πιο περιπετειώδη διαδρομή με τραίνα, οπότε εγώ επιλέγω τη μυθοπλαστική και ντοκυμαντερίστικη ποιητικότητα του Echenoz.

Εκείνη η κούρσα αποτελεί την πρώτη διεθνή αποθέωση από ένα γεμάτο Ολυμπιακό Στάδιο και καταλήγει 2!!! γύρους μπροστά απ’ τον δεύτερο, σ’ ένα βροχερό Βερολίνο. «Στιλ όντως αλλοπρόσαλλο», έγραφε ο Echenoz, «μακριά από ακαδημαϊκούς κανόνες και κάθε μέλημα κομψότητας ο Emil τρέχει βαριά, άχαρα, μαρτυρικά, εντελώς ακανόνιστα». Έξι χρόνια αργότερα, θα γίνει… αθάνατος, τρέχοντας στη χώρα, όχι μόνο των χιλίων+ λιμνών, αλλά και των ανυπέρβλητων δρομέων μεσαίων και μεγάλων αποστάσεων (Heino, Maki, Askola, Ritola και κυρίως Paavo Nurmi). Εκεί λοιπόν στη Φινλανδία, από το ’52 και έπειτα, «τιμάται» για τα κατορθώματά του, εξού και οι ντόπιοι Sielun Veljet (αδερφές ψυχές) έσκασαν το ’83 με ένα τραγούδι που έφερε τ’ όνομά του (πρώτο τους single) συν ένα live album ομότιτλο του group, που απεικόνιζε τον Emil στο εξώφυλλο, έστω και … μασκοφόρο. Πάλι όμως οι Γερμανοί συνέχισαν να ενθυμούνται τον Emil. Το έκαναν οι εκ Κολωνίας Blasorchester Dicke Luft το ’85, ο Ekkehard Jost το ’97 και ο Martin Gretschmann a.k.a. Console με το Emil Zatopek 52 το 2001. Η βόρεια Ευρώπη αποτελούσε το «σπίτι» του Emil: Λονδίνο, Παρίσι (στον ανώμαλο δρόμο της Humanite), μα κυρίως Ελσίνκι, εκεί στον τόπο των «ιπτάμενων», ξεπέρασε τα όρια του ανθρώπου. 5.000, 10.000 μέτρα και μαραθώνιος, 3 χρυσά μετάλλια σε ηλικία 30 ετών. Στις πλάτες όμως αυτής της ατμομηχανής παίζονται πολλά παιχνίδια, είμαστε άλλωστε στα ψυχροπολεμικά σπάργανα που θα κορυφωθούν τα προσεχή χρόνια, κατά τα οποία η φυσιολογική παρακμή θα έρθει για τον Zatopek, με την τελευταία παράστασή του στη Μελβούρνη το 1956. Την οικογένεια βέβαια εκπροσώπησε η σύζυγος του Dana Ingrova (Zatopkova), ακοντίστρια που έφτασε ως το 1960 στη Ρώμη (αργυρό μετάλλιο).

Οι δυο τους γνωρίστηκαν λίγο πριν τους Ολυμπιακούς του Λονδίνου, γεννημένοι την ίδια μέρα της ίδιας χρονιάς (19.9.1922) και έζησαν μαζί για πάντα. Δύο χρυσοί ολυμπιονίκες. Θα έλεγε κανείς –και έτσι καταγράφει η παράδοση από τα αρχαία χρόνια– πως θα βίωναν την καθολική αναγνώριση και αρχικώς έτσι ήταν. Μέσα σ’ ένα γενικό κλίμα… άνοιξης για πολλά χρόνια, και η Πράγα αλλά και το ζευγάρι έζησαν τις μέρες του κρασιού και των λουλουδιών, αυτά, όμως, μετά το πέρας του θέρους του ’68, παρήλθαν, ειδικά για τον Zatopek. Δύο τίτλοι βιβλίων του Ivan Klima –που σε αντίθεση με άλλους πολλούς καλλιτέχνες που αυτομόλησαν στη δύση, έμεινε στην Πράγα, κάτι που έπραξε και ο Zatopek– εκφράζουν απόλυτα το κλίμα: Περιμένοντας το σκοτάδι, Περιμένοντας το φως και Έρωτας και σκουπίδια. Στην περίπτωση του δεύτερου βιβλίου, σημειολογικά ο Emil –όπως και ο συγγραφέας– υπήρξε σκουπιδιάρης στους δρόμους της Πράγας στα 70s ως «τιμωρία» για τη στάση του το ’68, και αποθεωνόταν από το πλήθος σε κάθε του μέρα στη δουλειά, την οποία –όπως γράφει και ο Echenoz– ουδείς τον άφηνε να φέρει σε πέρας, παρά εκείνοι οι κάτοικοι της πόλης. Και αφού η… νομενκλατούρα δεν είχε και τόσο φαεινή ιδέα, άρον άρον τον έστειλε στην επαρχία να φυτεύει τηλεγραφόξυλα, ξανά μακριά από τη σύντροφό του. Η επιστροφή του χωρίς φιοριτούρες θα τον φέρει ως αρχειοφύλακα στα ζόρικα χρόνια μετά τη χάρτα του ’77.

Εκείνο το σκοτάδι και το φως που ανέμεναν όλοι δεν ξέρω αν ήρθε, στα περισσότερα ανατολικά κράτη πάντως σίγουρα επικράτησε το σκοτάδι ή, έστω, η αλλαγή που οραματίζονταν οι περισσότεροι δεν φάνηκε ποτέ. Αυτό πραγματεύεται και το βιβλίο του Klima. Ο ίδιος ο Zatopek αποκαταστάθηκε άμεσα, από έναν άνθρωπο (και) του θεάτρου (διέθετε πολλούς και καλούς η Τσεχοσλοβακία σαν τους εμιγκρέδες Tom Stopard και Jan Novak, τον Kundera, τον Zdenek Zverak –πρωταγωνιστή του υπέροχου film Kolya, αν θυμάστε– τον Pavel Kohout κ.ά.). Ο Vaclav Havel ήταν ο πρώτος Τσέχος πρόεδρος και υπήρξε –όπως και η πλειοψηφία των Τσεχοσλοβάκων– ακραιφνής οπαδός της Δύσης και του rock’n’roll. Έτσι, όταν οι έσχατες μέρες του κομμουνισμού τελείωσαν, οι διαδηλώσεις και συγκεντρώσεις του τελευταίου χρόνου ονομάστηκαν Βελούδινη Επανάσταση. Ο μύθος λέει πως αυτό συνέβη λόγω του ειρηνικού χαρακτήρα αυτής και της μη ύπαρξης θυμάτων, ο ίδιος ο πρόεδρος όμως διευκρίνιζε πως το όνομα ήταν δανεισμένο από την αγαπημένη του μπάντα. Και για να μην υπάρχουν αμφιβολίες περί τούτου, την κάλεσε να παίξει το καλοκαίρι του ’93. Οι Velvet Underground, 30 σχεδόν χρόνια μετά την ίδρυσή τους, ξαναβρέθηκαν στη σκηνή, αφού ήδη ο Lou Reed είχε επισκεφτεί την Πράγα και είχε παίξει live με την πιο γνωστή-άγνωστη μπάντα ever. Πάνω της στήθηκε όλη η δυτική προπαγάνδα, η οποία φυσικά έκλεινε τα μάτια σε αντίστοιχες περιπτώσεις σαν αυτές των MC5 ή των Out Of Focus που παρακολουθούνταν –και όχι μόνο– στενά από τις… δημοκρατικές μυστικές υπηρεσίες. Οι Plastic People Of The Universe –περί ων ο λόγος– υπήρξαν μια ειδική και ίσως μοναδική περίπτωση –που πολλοί μνημόνευσαν, μα ελάχιστοι άκουσαν– μέσα σε μια εξαιρετική σκηνή που περιελάβανε rock και jazz group στα 60s/70s (Blue Effect, Matadors, Fermata, Jazz Cellula, SHQ, Framus Five, Gustav Brom), την οποία ανέδειξε κυρίως η κρατική ετικέτα Supraphon. Οι τρόπον τινά επίγονοί τους Pulnoc εμφανίστηκαν παρέα με τον Lou στα χρόνια του ’90, όταν ο ίδιος είχε φτάσει στην Τσεχία για να επισκεφτεί τον Havel. Το καλοκαίρι του ’93, οι Velvets επανενώθηκαν και ξεκίνησαν ευρωπαϊκή περιοδεία, εμφανιζόμενοι και στην Πράγα, ενώ η φιλία του Lou με τον Havel συνεχίστηκε. Ο πάλαι ποτέ αντιφρονών δραματουργός, ως πρόεδρος πια αφού υπηρέτησε τη Δύση όπως του όρισαν οι «σύμμαχοι», βρήκε παρηγοριά στην αγκαλιά της… Μιμής Ντενίση (sic). Άλλωστε, υπήρχαν ισχυροί δεσμοί με την Ελλάδα –10 χρόνια από τον θάνατο του Havel, οι δημοκράτες-φιλελέδες του έστησαν και παγκάκι– από τα χρόνια που αριστεροί πρόσφυγες –πάνω από 10.000 άνθρωποι– εγκαταστάθηκαν στα εδάφη –κυρίως– της Μοράβιας. 

Από εκείνα τα μέρη, και δη το Μπρνο, ξεπήδησαν μερικοί καλλιτέχνες που άφησαν το στίγμα τους, οι αδερφές Ελευθεριάδου, οι επίσης αφοί Μιχαηλίδη (Asteria Beat), ο Μανώλης Σιδερίδης (Progress Organisation). Παρομοίως, φοίτησε στην κινηματογραφική σχολή της Πράγας ο σκηνοθέτης Γιώργος Σκαλενάκης (Ντάμα Σπαθί, Επιχείρηση Απόλλων), όπου εκεί, εν έτει 1963, θα γυρίσει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία. Το Prazske Blues παρουσίαζε τη σκηνή της τοπικής –μοντέρνας– Jazz: Jiri Stivin, Karel Velebny, Laco Deczi, Rudolf Dasek, Alan Vitus, φρέσκοι ήχοι και πρόσωπα, ανάγκη για διασκέδαση και ζωή από μια νεολαία που διψούσε. Εξού και αργότερα θα κυκλοφορήσει μια σειρά συλλογών ονόματι Night Club, με ήχους που χόρευαν οι νέοι και, για να καταδειχθεί ο ερωτισμός τους, μπορεί κανείς να δει το εξώφυλλο της συλλογής που βγήκε το ’67, τυχαίο ή όχι, τότε που εμφανίζεται ίσως το πιο ερωτικό film στην ιστορία του κινηματογράφου, χωρίς ίχνος γυμνού (με τα σημερινά δεδομένα): Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τραίνα να περνούν. Μαζί θα σκάσει και το Blues For Praha του Gustav Brom για να… δέσει το γλυκό.

Στην Πράγα του ’68 υπάρχουν κάποιες πολύ βασικές διαφορές με τον Μάη – τις καταδεικνύει και το βιβλίο που έβγαλε η Τυφλόμυγα προ τετραετίας το Άνοιξη Πράγας. Ίσως μια από τις βασικότερες ήταν η μεικτή ηλικιακά παρουσία και φυσικά το σύνθημα ορόσημο των Γάλλων: «Μην εμπιστεύεσαι κανέναν πάνω από τα 30» (το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ Να πεθαίνεις στα 30 του Romain Goupil, πάντως, είναι το… απαύγασμα του Μάη) δεν υπήρχε καν ως «αίτημα». Έτσι κάλεσαν, μεταξύ άλλων, και έναν συνταγματάρχη ετών 46 να πάρει μέρος στα οδοφράγματα και να μιλήσει στον κόσμο, το όνομά του Emil Zatopek. Εκείνη η επιλογή τού στοίχισε πολλά στον βίο του, αλλά του «χάρισε» ακόμα μεγαλύτερη δημοφιλία. Έτσι και αλλιώς «η εξουσία επιχειρεί να ταπεινώσει, αλλά η ταπεινότητα αντιστέκεται».

Οι Zatopeks εκ Μπέρμιγχαμ, το EP Zatopek της Emily Howard, αποτελούν κάποιες από τις πιο πρόσφατες μουσικές αναφορές στον μεγάλο Τσεχοσλοβάκο αθλητή. Βιβλιογραφικά, από τον Frantisek Kozik (The Marathon Victor, 1954) ως τον Richard Askwith (Today We Die A Little, 2016), αρκετά βιβλία έχουν εκδοθεί για τον Emil, με τελευταίο το κόμικ που ανέφερα παραπάνω. Στη Γαλλία, τρεις θεατρικές παραστάσεις βγήκαν τα τελευταία χρόνια με θέμα τους τον Emil, με τη μουσικοθεατρική παράσταση Courir (Τρέχω) να ξεχωρίζει. Αποκύημα της φαντασίας του Γαλλοελβετού μουσικού Thierry Romanens, αφού πρώτα διάβασε φυσικά το βιβλίο του Echenoz (στη γαλλική έκδοση είχε τον ίδιο τίτλο) και προσπαθώντας να νιώσει την ένταση του τρεξίματος, τις ανάσες, την αίσθηση ελευθερίας, το ιστορικοπολιτικό πλαίσιο, τον άνθρωπο-μύθο, έστησε ένα πολύ ενδιαφέρον έργο.

Ο Zatopek, για πολλούς λόγους, μου θυμίζει τον παππού μου. Φαλακροί και οι δύο, μειλίχιοι, ταπεινοί, μα και χιουμορίστες, συνομήλικοι, τσαγκάρηδες (ο Emil εργαζόταν σε εργοστάσιο υποδημάτων τη δεκαετία του ’40). Καμιά φορά –εκεί στις αρχές του 21ου αιώνα– του χτύπαγα την πόρτα να πω ένα γεια, «Έλα, πέρασε», μου έλεγε, «Κάτσε, έχει 3.000 μέτρα στιπλ», και καθόταν μπροστά στην τηλεόραση, άναβε έναν Άσσο σκέτο και αρχινούσε να μου μιλάει για τους δρομείς. Αναπολούσε εκείνους τους αθλητές της γενιάς του, τους ιπτάμενους Βορειοευρωπαίους, τους ακούραστους Κεντροευρωπαίους, τους ανεξάντλητους Αφρικανούς μαραθωνοδρόμους, τους δικούς μας (Σπύρο Λούη, Σπήλιο Ζαχαρόπουλο, Γιάννη Κούρο κ.ά.) και ’γω ξεχνούσα να φύγω. Εκείνη τη λάμψη στα μάτια του όταν μιλούσε για τον αθλητισμό δεν θα την ξεχάσω ποτέ.

  • Στις εικόνες και σκέψεις μιας άλλης εποχής που περιδιαβαίνουν το παραπάνω κείμενο, θεωρώ πως ταιριάζει η γραφή του –γνωστού πια– τρένου με αι. Περί αυτού θα συμφωνήσω απόλυτα με τον Γ.Ι. Μπαμπασάκη και το κείμενό του «Τα τραίνα που φύγαν», το οποίο δεν θα δυσκολευτείτε να βρείτε στο διαδίκτυο.
  • «Χτεσινά τραίνα / βρωμισμένες ρόδες / ιδρωμένες / σέρνονται μες στη βροχή / στρίβω, σου ξεφεύγω / από μακριά σε κόβω / Κυριακή / χαράματα στις τεσερσήμισι / Χτεσινά τραίνα / βρωμισμένες ρόδες / ιδρωμένες, χρόνια / σέρνονται μες στη βροχή (Τάσος Φαληρέας)

Σπύρος Καλετσάνος, Εκπομπή Noir


More Posts for Show: Noir