Είθε η περιπλάνηση να μην τελειώσει ποτέ
γράφει ο Σπύρος Καλετσάνος (Noir)
Ήταν τελευταίες μέρες του 2017, μόλις είχα ολοκληρώσει μια εκπομπή για τα 60χρονα του Shane MacGowan μαζί μ’ ένα κειμενάκι για την πρώτη φορά που είδα αυτή την …αξέχαστη μούρη. Είναι νύχτα, μόλις η μέρα κλείνει τον κύκλο της και ένας γνωστός παίζει μουσική στον Ξένο και στη μπάρα τα πίνουμε μαζί μ’ έναν συμπαραγωγό. Το πρωί θα φύγω με το λεωφορείο για Πάτρα και από εκεί με το βαπόρι (sic) για Ιταλία. Στην Ανκόνα θα πάρω το τρένο, θα αλλάξω στο Μιλάνο με τελικό προορισμό τη Γένοβα. Από την 29η Δεκέμβρη το πρωί θα φτάσω στον προορισμό μου την 30η το βράδυ! Αυτή την οδύσσεια -αν και για μένα ήταν ευλογία- σκεφτόμουν κοιτώντας τον πάτο των μπουκαλιών που άδειαζαν συνεχώς, και το τασάκι που όλο και γέμιζε. Πίσω μου η Χαριλάου Τρικούπη αδειανή και …εμπρός μου η θάλασσα
The island it is silent now
But the ghosts still haunt the waves
…τραγουδάει ο Shane
Όχι δε σκέφτομαι το θάνατο, πως να το κάνω άλλωστε, αν υπήρχε μία μπάντα που τον αψηφούσε χαρακτηριστικά αυτή ήταν οι Pogues. Διψασμένοι για ζωή, κέφι (και όχι μόνο βέβαια, χικ), λαϊκά παιδιά γαρ, με το Κέλτικο αίμα να τους ζεσταίνει, έξω καρδιά (και τι δε θα δινα να τους είχα δει έστω μία φορά ζωντανούς στη σκηνή).
Το πρωί, μετά από 3-4 ώρες ύπνου, ήρθε, ετοιμάστηκα και αφού ανέβασα την εκπομπή, του έριξα μια τελευταία ματιά. Στεκόταν και με κοιτούσε με ύφος, κρατώντας το πρώτο τεύχος του fanzine Bondage. Καθώς ξεκίνησα σταμάτησα ακαριαία και λέω δε γαμιέται ας το πάρω μαζί μου και ας το ξαναδιαβάσω, και τελικά το πήρα το έβαλα στην τσάντα και κλείνοντας την πόρτα πίσω μου άρχισα να περπατάω. Καθώς μου είχε κολλήσει στο νου το Thousands Are Sailing, άρχισα να ξετυλίγω το story, εκεί όπου πολλές ιστορίες καταλήγουν εν τέλει στην ίδια φαρέτρα σαν ένα αστυνομικό μυθιστόρημα. Πάντα αναρωτιόμουν πως επιλέχτηκε αυτό το εξώφυλλο, και για να μη σας κρατάω στο σκοτάδι, ας πω πως το βιβλίο Η Λέσχη των Τιποτένιων του Jonathan Coe γραμμένο το 2001 ως Rotters Club, εκδόθηκε αμέσως στα Ελληνικά (εκδ. Πόλις). Είχα ήδη διαβάσει το αριστούργημα του Coe, Τι Ωραίο Πλιάτσικο, μια τοιχογραφία της Θατσερικής δεκαετίας του ’80 στην Αγγλία, οπότε η δεκαετία του ’70 ήταν εκ των ων ουκ άνευ. Ήδη το βιβλίο ξεκινούσε με γκολ απ’ τα αποδυτήρια, καθώς ο τίτλος του προέρχεται αυτούσιος από ένα μουσικό έργο -ίσως αυτόν τον όρο θα χρησιμοποιούσε και ο συγγραφέας, ερασιτέχνης μουσικός και ο ίδιος- του 1975. Οι Hatfield and The North παιδιά του ήχου του Canterbury θαρρείς και άθελα τους έδιναν έναν τίτλο που -θα- χαρακτήριζε εύστοχα όλη τη δεκαετία του ’70, ειδικά στο νησί.
Βέβαια σκεφτόμουνα -άλλωστε όταν περπατάς ή και ταξιδεύεις οι σκέψεις σε (με) κατακλύζουν- πως ηχητικά απείχαν παρασάγγας από την έναρξη(?) του χάους ένα χρόνο αργότερα, αλλά αυτό είναι μια λεπτομέρεια πιο σύνθετη που εδώ δεν μπορεί να αναπτυχτεί ικανοποιητικά. Στο προκείμενο όμως, αυτή η ”σύνδεση” μεταξύ εξωφύλλου, τίτλου και υπόθεσης του βιβλίου, αρκετά χρόνια αργότερα ανακάλυψα πως προέκυπτε και με άλλους όρους, ακούγοντας το τραγούδι των Pogues Streets Of Sorrow/Birmingham Six. Αναφορά στον αγώνα των Ιρλανδών και τον πόνο που βίωσαν στο πετσί τους από τη μία και η ιστορία μίας βόμβας στην καρδιά της … Βαβυλώνας και όσα επακολούθησαν από την άλλη. Ο Shane κατείχε όχι μόνο Irish Blood, αλλά σε αντίθεση με τον …συμπατριώτη του Morrissey -κυρίως- Irish Heart, έτσι γνωρίζοντας να αφηγείται και να γράφει ιστορίες, και χωρίς να μασάει από απαγορεύσεις και έκτακτους νόμους, έγραψε και τραγούδησε ένα πολύ ιδιαίτερο άσμα. Πίσω στο βιβλίο το πρώτο από τα τρία κεφάλαια υπό τον τίτλο Η γκόμενα και ο μαλλιάς, διαδραματίζεται εκεί που μεγάλωσε ο συγγραφέας (Birmingham), μεταξύ 15-21 Νοέμβρη 1974 και καταλήγει στα συντρίμμια της μίας εκ των δύο pub (Η Ταβέρνα Στην Πόλη) που βομβαρδίστηκαν την 21η Νοέμβρη. Χωρίς να αναλάβει κανείς την ενέργεια, ξεκίνησε ένα ”τυφλό” πογκρόμ του κράτους που προσωποποιήθηκε σε 6 συμπαθούντες στον IRA, οι οποίοι βασανίστηκαν και καταδικάστηκαν χωρίς στοιχεία, κάτι που συνέβη και σε μια αντίστοιχη περίπτωση νωρίτερα μέσα στην ίδια χρονιά, αυτής των 4 του Guilford (η υπόθεση τους έγινε ταινία In The Name Of The Father).
14 χρόνια αργότερα οι “ένοχοι” σαπίζουν ακόμα στα κελιά της Αγγλικής δημοκρατίας του Θατσερισμού, όταν οι Pogues βγάζουν ένα τραγούδι (και) για πάρτι τους. Σε μια “συγκυρία” όπου επικρατεί απόλυτη σιωπή -λέγε με λογοκρισία- οποιασδήποτε αντίθετης άποψης, 8 μαντραχαλέοι δίχως να το φωνάζουν, δηλώνουν όμως ξεκάθαρα μια άλλη άποψη, μια διαφορετική προσέγγιση και δη στα “σκληρά” χρόνια του νεοφιλευθερισμού. Το Streets Of Sorrow/Birmingham Six παρότι απαγορεύτηκε, ακούστηκε αρκετά μιας και συμπεριλήφθηκε στο πιο πετυχημένο εμπορικά album τους If I Should Fall From Grace With God. Και εν τέλη συνέτεινε στο αυξανόμενο κύμα αντιδράσεων για μια δίκαιη δίκη και εν μέσω του τέλους(?) του Θατσερισμού και της αντίστοιχης αθώωσης των 4 του Guilford, οι 6 είδαν το φως της ελευθερίας το 1991.
Μπορεί να μην ήταν εμφανές σε πρώτο επίπεδο αλλά η παρέα του Shane υπήρξε υπέρ το δέον πολιτικοποιημένη και κοινωνικά συνειδητοποιημένη με πλείστα θέματα στα τραγούδια τους (μετανάστευση, πόλεμος, βία, μοναξιά, φτώχεια, ιδιοκτησία, μπατσοκρατία, φυλακές και πάνω απ’ όλα το ζήτημα της Ιρλανδίας). Βέβαια δεν ήταν ”στρατευμένοι” και αυτή η μίξη παράδοσης και punk που σε τραβάει απ’ το μανίκι να χορέψεις και να πιείς μέχρι λιποθυμίας, ίσως δημιουργεί μια διαφορετική εικόνα, σα να βρίσκεσαι στη … Sunnyside of the Street. Όμως τα παραδείγματα είναι πολλά για να λησμονούμε αυτή την πλευρά των Pogues και του MacGowan, ο οποίος δήλωνε κάποτε πως δεν είχε τα κότσια να μπει στον IRA και νιώθοντας ”ένοχος” αποφάσισε να πράξει τη δική του αντίσταση, μέσα από τα τραγούδια και τις μικρές ιστορίες του. Ήδη από μικρός διάβαζε Ιρλανδούς Joyce, Brendan Behan, Sean O’ Casey, αλλά και Lorca, Dostoevsky, Genet, Steinbeck και παράλληλα έγραφε ιστορίες, στα 13 του μάλιστα κέρδισε βραβείο με το διήγημα Mac A Bus που συμπεριελήφθη στον τόμο Children As Writers. Αργότερα το ταλέντο του να τις αφηγείται -που το πήρε πρέφα μέχρι και η αυτού μεγαλειότης Tom Waits- έδεσε το γλυκό. Πέραν του βιβλίου του Crash Course To Oblivion, όπως προανέφερα εξέδωσε ένα και μοναδικό τεύχος του fanzine Bondage τον Δεκέμβρη του ’76, περί του οποίου μπορείτε να δείτε εδώ. Τότε ήταν χωμένος ως τα μπούνια στο punk ως … Shane o’ Hooligan, έστησε μια μπάντα τους Nipple Erectors (αργότερα Nips) που μετεξελίχθησαν μετά από διάφορα ονόματα και προσεγγίσεις στους Pogue Mahone a.k.a. The Pogues.
Ήταν η δεκαετία του ’80 και δη η Θατσερική περίοδος, όπου οι μετά-πανκ δρόμοι είναι πολλοί. Οι Ιρλανδοί εμιγκρέδες προσέγγισαν αυτό που ονομάστηκε folk-punk με αρκετά εμφανές το Κέλτικο στοιχείο, βάζοντας προσωπικές πινελιές των μελών τους αλλά και των επιρροών τους. Το χιούμορ, οι διττές ερμηνείες τύπου I’m a drinker with writing problem, η αφήγηση εν είδη βιβλίου και πολλά ακόμα υπήρξαν “προσφορά” του MacGowan. Φυσικά το αλκοόλ και η punk αίσθηση που έβγαζαν υπήρξαν στοιχεία των Pogues, μα μέσα στον καμβά τους βρίσκουμε πάρα πολλά άλλα. Για μένα η χρήση της γλώσσας αποτελεί ολόκληρο κεφάλαιο στην ιστοριογραφία τους και θαρρώ πως το παρακάτω κείμενο δίνει πολλές απαντήσεις.
Καθώς οι ώρες πέρασαν και βρισκόμουν στη θάλασσα πια, η παλαιά λαϊκή παράδοση των Sea Shanties της περιπέτειας και των ταξιδιών με αγ(κ)αλιάζει
I wish to God I was back on the sea again
…τραγουδάει ο Shane στο δικό του Sea Shanty και το ακορντεόν του James Fearnley κρατάει το ρυθμό. 7 χρόνια αργότερα θα εγκαταλείψει το πλοίο των Pogues, μα δε θα σταματήσει να γράφει και να τραγουδάει. Το Paddy Public Enemy No1 με τους Popes είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση αναφοράς στον IRA διαμέσω (και) της παράδοσης, όπως και το -αμέσως επόμενο στο album The Crock Of Gold- ξεσηκωτικό Rock N Roll Paddy. Και ανάμεσα στην πολιτική και τον χορό ταιριάζει απόλυτα κατ’ εμέ η συγκινητική εκτέλεση του Haunted όπου οι 2 Ιρλανδοί -μακαρίτες πια- Shane και Sinead O’Connor τραγουδούν μαζί
I want to be haunted by the ghost
Of your precious love
Και μιλώντας για φαντάσματα
Just the ghost, the ghost of a smile
αυτό το χαμόγελο (θα) είναι πάντα η πρώτη αντίδραση στη θύμηση του και στα τραγούδια του(ς).
Εις τους αιώνες των αιώνων, Shane δε θα σε ξεχάσουμε ποτέ.