Καλωσήρθατε!
Αισίως ή αστεί-ω-ς το πέμπτο editorial που γράφω.
Μονός αριθμός.
Και τι να γράψω?
Ποια δύσκολη πραγματικότητα να βάλω στο χαρτί ή να κοιτάξω από μακριά ή να υποτάξω ή να με νικήσει?
Μπερδεύτηκα.
Επιτρέψατέ μου,
Ένα θαλασσινό.
ΕΠΤΑ ΚΑΙ ΒΙΡΑ!
Τους έχεις δει!
Να ξεπροβάλλουν ανάμεσα στις φυλλωσιές, να ξαπλώνουν στο γρασίδι και να φυλλάνε την εξώπορτα.
Έχουν παιδικό ανάστημα και παιδικό πρόσωπο, αλλά έχουν και ρυτίδες.
Ο GNOME με τρομάζει ακόμα. Η ουλή στο δεξί του μάγουλο δεν λέει να φύγει, λες και την ράψανε με καραβίσια βελόνα και τρισίλιο.
ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΖΟΥΝΕ ΜΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ, ΘΥΜΑΣΑΙ?
Η γειτόνισσα συνεχίζει να μουρμουρίζει για το φτωχό μου γούστο στον κήπο.
«Γιατί δεν παίρνεις έναν ακόμα? Θα είσαι μια Χιονάτη.».
Τι να απαντήσω?
Δεν βλέπει ότι από το αλάτι και τον ήλιο μόνο Λευκή του Χιονιού δεν είμαι.
Άσχετη! Πάμε παρακάτω.
Της απαντώ το βράδυ στον καθρέφτη, όπως στα “Παιδικά και Σπιτικά Παραμύθια”.
“Spieglein, Spieglein an der Wand, Wer ist die Schönste im ganzen Land?
Πέρασαν τα εφτά χρόνια. Και άλλα πολλαπλάσια του εφτά.
Και ‘συ καθρέφτη μου είσαι ωραίος και ειλικρινής τύπος.
Και δεν φοβάσαι να ματώσεις.
Οι ρυτίδες μου βαθιές.
Και από τις πανοπλίες μου, μόνο τα νύχια ν’απομένουν.
Αγκαλιάζω το σώμα μου.
Δεξί χέρι σε αριστερή μασχάλη, αριστερό σε δεξιά.
Χαζεύω το άξαφνα μεγαλωμένο βλέμμα .
ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ ΖΟΥΝΕ ΜΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ, ΘΥΜΑΣΑΙ?
Ο DRALIN σκάβει χειμώνες τώρα.
Νερό να βρεί.
Ο ALVIS κρύβεται την μέρα. Φοβάται το φώς μην τον μεταμορφώσει σε πέτρα.
Καθαρόαιμος Σκανδιναβικός.
Τις νύχτες διαβάζει μυθολογία και φωνάζει δυνατά.
«Δεν θέλω να γίνω πέτρα! Δεν θέλω να γίνω πέτρα!
Μόνο αν γίνω ΄ύφαλος’.
Αλλά μετά?
Θα την ζηλέυω.
Αυτή θα γλύφει τα κοράλια μου και θα με περιτρυγιρίζει δαιμονισμένα και εγώ ακίνητος.»
Τις Κυριακές τα πρωινά, μαθαίνω στον REGIN καντηλίτσα.
Ξέρεις. Με το παραμύθι.
«Πάει το βατραχάκι, μέσα από την λιμνούλα, κάτω από το δεντράκι….»
Και με δάκρυα του λέω ότι τα βατράχια μου προκαλούν γέλια μέχρι δακρύων.
Και θυμάμαι τους κάλλους στα χέρια σου.
Και τις αλήθειες σου στις λέξεις.
«Αγαπημένη μικρή μου Ειρήνη, ακρόπρωρο.»
Ο ΘΑΛΗΣ τις μιλά καλά τις γλώσσες.
Και τις προσευχές.
«…και επιτιμήσας τη λαίλαπι των ανέμων, και της θάλασσας γαλήνιαν τα κύμματα κελεύσας..»
Ο ΧΙΛΩΝ. Δεν είναι εδώ.
Πάει κατά τον δίαυλο να σπείρει ανέμους και να κερδίσει θύελλες.
Σταβέντο οι μνήμες.
Έρχεται η μάνα.
Μουρμουρίζει.
«Δύσκολοι καιροί κόρη μου. Και καλά εμείς, έχουμε περάσει κατοχή, ξέρουμε. Στα παράθυρα χαρτιά για να μην φαίνεται το φώς του λύχνου.
Εσείς?
Αχ! Οι θάλασσες τουλάχιστον έχουν ελευθερία και ψάρια.
Κρύο κάνει. Θές κουβέρτα?»
«Μην λες τέτοιες λέξεις μάνα. Να πατήσω και με τα δυο μου πόδια επίμονα σαν το μουλάρι πάνω στην ‘κουβέρτα’ θέλω. Και να δέσω εκεί.
Καταλαβαίνεις?»
Ξαπλώνω. Περίσσευμα ο ύπνος.
Στα όνειρα η ίσαλος γραμμή και σχήματα με γωνίες.
Το Τρίγωνο των Βερμούδων και όλες οι περιπέτειες του Οδυσσέα, χωρίς την Ιθάκη.
Πιάνω συζήτηση στο λιμάνι.
Που με βρίσκεις, που με χάνεις.
«Νομίζεις πως είσαι ακόμα παλικάρι, και σκαρφαλώνεις στην ανεμόσκαλα…
να κρεμαστείς, να σου αφήσει σημάδι στα οστά, για να θυμάσαι πότε αλλάζει ο καιρός, γεροκαπετάνιε,..
σε αγαπώ.»
26 Σεπτεμβρίου 2011
Ξένες μοιάζουν οι στεριές.
Και η ψυχή μου σαν σεντίνα.
ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ ΖΟΥΝΕ ΜΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ, ΘΥΜΑΜΑΙ.
Μισοί μείναμε. οι νάνοι και εγώ.
http://www.youtube.com/watch?v=OKqp_UvvbvM
Ειρήνη Β. Μ.