γράφει ο Σπύρος Καλετσάνος (Noir)

Α! στην Αμερική

Ελλάδα σαν αγριόχορτο

φύτρωσες και κει

America America η γη της ελπίδας, των ονείρων, τόπος μυθικός που όμως για το μεγαλύτερο κομμάτι των εμιγκρέδων απέβη μια κόλαση. Φτώχεια, ανεργία, ρατσισμός, σκλαβιά, πογκρόμ, δύσκολες συνθήκες. Κάποιοι λίγοι τα κατάφεραν κάνοντας πράξη το θρυλούμενο American dream, οι περισσότεροι από όσους στέριωσαν εκεί όμως, εργάστηκαν σκληρά χωρίς αντίκτυπο. Μια απ’ τα ίδια με όσα βίωσαν στον γενέθλιο τόπο τους, παρόλα αυτά προσπάθησαν να χτίσουν μια αξιοπρεπή ζωή, αρχικά μέσα από τις κοινότητες και αργότερα αλληλοεπιδρώντας με τους ντόπιους και τους άλλους μετανάστες. Η μουσική έπαιξε κύριο ρόλο σε όλο αυτό κρατώντας το ηθικό ακμαίο, τις θύμησες από την πατρίδα, πνίγοντας τα φαρμάκια και εν συνεχεία συμπράττοντας στα τοπικά ήθη και έθιμα.

Ρεμπέτικα, λαϊκά, δημοτικά ακούγονταν και ηχογραφούνταν σε μικρές ετικέτες Ελλήνων, σε ταβέρνες και σάλες, ώσπου μετά τον πόλεμο άρχισε η άνθιση της …eastern culture. Οι γιάνκηδες ονόμαζαν ανατολίτικη μουσική κάθε τι που βρεχόταν από τη Μεσόγειο και έφτανε ως τις …Ινδίες. Μαγκρέμπ, Ισραήλ, Μέση Ανατολή, Τουρκία, Αρμενία, Αφγανιστάν κ.ο.κ. Μουσικολόγοι άρχισαν να ανθολογούν σε συλλογές, βιβλία να γράφονται και διαμέσω της Jazz (φυσικά) άρχισαν οι επιμειξίες. Τα ταξίδια του Dizzy και η κλασσική νύχτα στην Τυνησία, το καραβάνι του Δούκα -και εκείνη η υπέροχη φωτογραφία του με τους ναργιλέδες που υπάρχει φόρα παρτίδα στη συλλογή Oriental Jazz Caravan- ο Satchmo και κατόπιν οι Yusef Lateef, Ahmed Abdul Malik, Herbie Mann, Fred Kaz, Horace Silver κ.α. μα πάνω απ’ όλους ο τρομερός πολυοργανίστας και τυμβωρύχος της Ανατολής Lloyd Miller. Όλοι αυτοί έδωσαν το στίγμα τους στα χρόνια που η Jazz γινόταν παγκόσμια, τρεφόμενη όχι μόνο από τις Αφρικάνικες …σάρκες της, αλλά και από τη Βραζιλία, την Κούβα, την Ευρώπη. Η Ανατολή διαθέτοντας δεκάδες μουσικούς που ζούσαν στις Η.Π.Α. ή έστω περιφέρονταν εκεί, όταν οι μεγάλες εταιρείες άνοιξαν δειλά δειλά τις αγκάλες τους εκείνοι έσπευσαν να (επί)μορφώσουν τους ντόπιους.

Οι παιχταράδες Charles Ganimian, Udi Hrant, George Mgrdichian, Dave Tarras, Artie Barsamian, Hakki Obadia, Fred Elias, υπήρξαν μερικοί από τους πρώτους που ηχογράφησαν σε γνωστά label, διευρύνοντας το ”πλαίσιο”. Ανάμεσα τους και ένα ”δικό” μας παιδί γόνος ενός ζευγαριού από τον Μαρμαρά της Μικράς Ασίας, οι γονείς του οποίου έκαναν το μεγάλο ταξίδι ως το μεγάλο μήλο στις αρχές του 20ου αιώνα. Εκεί στη Νέα Υόρκη γεννήθηκε το 1928 ο Αυγουστίνος Βαλής ή Gus Vali, ο οποίος έπιασε το κλαρινέτο στη δεκαετία του ’40 συμμετέχοντας σε Jazz ορχήστρες, ώσπου το 1958 στα 30 του να ηχογραφήσει τον πρώτο του προσωπικό δίσκο. Ήδη ο Οριενταλισμός έχει υπεισέλθει σε πιο pop φόρμες και ταυτόχρονα με την άνθιση της Exotica στα 50s οι Αμερικάνοι βουτάνε σε μέρη και ηχοτόπια …εξωτικά και ονειρεμένα. Κανείς όμως δεν ήξερε καλύτερα την Μεσογειακή και Μεσανατολική “κουλτούρα” από τους ίδιους τους κατοίκους των. Έτσι όσοι ήταν μετανάστες δεύτερης γενιάς, μαζί με μουσικούς που κατέφθαναν για live, άρχισαν να μεγαλώνουν το ενδιαφέρον του κοινού για την …ανατολή. Ο Vali έπεσε στην περίοδο που είχε ήδη κάνει “θόρυβο” ο Νίκος Γούναρης κάτι που συνέχισαν άλλοι πιο υπόγεια, αλλά και παγκοσμίου βεληνεκούς ταινίες (Ποτέ την Κυριακή, Κανόνια του Ναβαρόνε, Φαίδρα, America America, Ζορμπάς). Φυσικά μαζί τους και τα τραγούδια, Τα Παιδιά του Πειραιά, μα κυρίως η Μισιρλού που ενώ ήδη είχε αρκετές διασκευές στην πλάτη, η εκδοχή του Dick Dale την απογείωσε.

Ήταν 1962, ήδη στις Η.Π.Α οι Nick Venet, Ted Alevizos, Slim Gailard, Jim Economides, Byron Lord Linardos, Jacques Menahem έχουν αφήσει το στίγμα τους, ο καθείς στο …πόστο του, αλλά όλοι ως κομμάτι της Αμερικάνικης μουσικής βιομηχανίας. Εκείνη τη χρονιά λοιπόν ήδη ο Vali έχει 4 -τουλάχιστον- προσωπικούς δίσκους, με εναρκτήριο τον The Greeks Had A Song For It (1958 United Artists). Στην 8η λεωφόρο στο μεγάλο μήλο ζει και αναπνέει η …Greek town, η μυθική Σπηλιά και τα υπόλοιπα ελληνικά κέντρα που φιλοξενούν τον Τάσο Χαλκιά -που ενθυμάται πολλά στο βιβλίο Θύμησες και Σημειώσεις Τάσου Χαλκιά του Αντρέα Χρονόπουλου που είχε εκδώσει στα 80s η Απόπειρα-, τον Χιώτη, τον Ιορδάνη Τσομίδη και φυσικά τον Γούναρη. Ο Αντρέας Καραντώνης στο βιβλίο Θυμάμαι την Αμερική (εκδόθηκε το 1963) έγραφε ανάμεσα σε άλλα και πως ο Ζαγοριανός τροβαδούρος μάγευε τα πλήθη, κάτι που έπραξε και με τον Vali, ο οποίος εμπνεόμενος από τα τραγούδια του -Γούναρη- τα διασκεύαζε επί σκηνής, αλλά και σε βινύλιο. Ότι έπραξαν και οι Four Coins στο album τους Greek Songs (MGM 1961) και ευτυχώς που η Άνοδος μάζεψε εκείνες τις ηχογραφήσεις και τις πρόσφερε στο …ανίδεο Ελληνικό κοινό του 1997. My Greece με διασκευές αλλά και ηχογραφήσεις του ίδιου του Γούναρη συν το Mr. Clarinet Man, συλλογή που παραμένει η μοναδική Ελληνική κυκλοφορία δίσκου του Gus Vali. Εκείνη τη χρονιά ο Vali επισκέφτηκε τα μέρη μας και με αργά βήματα άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι της πορείας και δισκογραφίας του, που ακόμα θαρρώ πως δεν έχει εξυφανθεί τελείως.

Είναι μια ιστορία που μας δίδεται σε …δόσεις και αρχινάει με τα 2 CD που έβγαλε το περιοδικό Jazz & Τζαζ, στα χρόνια της …ευμάρειας. Τον Οκτώβρη του 1997 το τεύχος 55 του περιοδικού είχε συνέντευξη του Gus, συν το πρώτο CD Jazz & Χιτζαζ, όπου παρουσιάζεται ένα κομμάτι εκείνης της “σκηνής” και ακολουθείται 5 τεύχη αργότερα με το δεύτερο μέρος. Σαν βγεις στον πηγαιμό για τη Μέκκα φτάνεις μέσω του δρόμου Χιτζαζ, μια μεγάλη διαδρομή που “χρωματίζει” όλη αυτή η κλίμακα, που ενυπάρχει στα 2 προαναφερθέντα CD. Εβραίοι, Αρμένιοι, Τούρκοι, Λιβανέζοι, Άραβες, Έλληνες, Αιγύπτιοι κ.ο.κ. σύμπραξαν με Αμερικάνους μουσικούς σε αναζήτηση μιας μουσικής πλεύσης που ένωνε Ανατολή και Δύση. Στα χρόνια που το ψυχεδελικό ροκ ήταν στα πάνω του, πολλές μπάντες δοκίμασαν τέτοιες συνευρέσεις (Kaleidoscope οι Καλιφορνέζοι, Orient Express, Devil’s Anvil, Forum Quorum, ο μεγάλος John Berberian φυσικά και άλλοι με πιο …υπόγειο τρόπο, σαν τους Paul Butterfield Blues Band με το χορταστικό East West). Εδώ όμως δεν έχουμε να κάνουμε με ροκ, αλλά με κάτι που αργότερα προσομοιάστηκε με το ethnic, πριν αυτό γίνει μόδα. Και ίσως εκείνη η Αμερικάνικη εμπειρία ένεκα και μιας …τουριστικής εσάνς, δεν τράβηξε πολλά βλέμματα. Για όσους όμως ξεπέρασαν το περιτύλιγμα, το περιεχόμενο παραφύλαγε ενίοτε διαμάντια και δε χρειάζεται να μακρηγορούμε, μόνο το album του Vali Chimera ν’ ακούσει κανείς αρκεί. Αυτό όμως βγήκε όταν ήδη όλα αυτά είχαν χαθεί στη λήθη του χρόνου, το 1974, για να δούμε τι συνέβη την προηγούμενη 15ετια.

Ο Gus ανέφερα πιο πάνω πως εμπνεόμενος από τον Γούναρη ηχογράφησε τραγούδια του -θα βρείτε μερικά στη συλλογή My Greece (Άνοδος, 1997)- όπως και δεκάδες ακόμα ελληνικά, μα όχι μόνο, μιας και τα 60s ξεκινούσαν γι’ αυτόν με το LP All Points East. Είπαμε πως ο μεν Βαλής προερχόταν από τη Μικρά Ασία, ενώ οι δε Αμερικάνοι ”στοίβαζαν” κάπως όλη την περιοχή κάτω από ετικέτες τύπου Eastern, Bellydance, Arabic. Θα ακολουθήσουν τα LP’s Greek Way, A Greek In Dixieland, Oloi Mazi -το χα βρει σε βινύλιο μ’ ένα τάλαρο μόνο σε δισκοπωλείο των Εξαρχείων- ένα single με την δική του εκδοχή στη Φαίδρα του Μίκη, Greek Fire (με ψευδώνυμο, ως Chris Vardakis). Ταυτόχρονα ηχογράφησε και με Έλληνες μουσικούς, όπως με το γνωστό Τρίο Μπελκάντο και νωρίτερα στο πρώτο προσωπικό album της Φλέρυς Νταντωνάκη Isles Of Greece, που το έβγαλε η Vanguard το 1965. Όμως νομίζω πως και η αγάπη του για τη Jazz τον έκανε πιο πολύπλευρο μουσικό με επιστέγασμα το Chimera. Νωρίτερα στο δεύτερο μισό των 60s -και νωρίτερα, από το ’63- έκανε ένα πέρασμα από τους χορούς της κοιλιάς. Η εν λόγω …διασκέδαση ήταν δημοφιλής στα ελληνικά κέντρα της 8ης Λεωφόρου και όχι μόνο σε αυτά. Κάποτε ειπώθηκε για τον μπουζουκτσή Ιορδάνη Τσομίδη -γνωστό ως Jordan στο America, ο οποίος ηχογράφησε και μαζί με τον Vali- πως έπαιζε μεγάλα ταξίμια γιατί εκεί που εμφανιζόταν υπήρχαν χορεύτριες. Ο Τσομίδης βέβαια έφτασε ως την συμμετοχή του στην ηχογράφηση Greek Cooking του μεγάλου σαξοφωνίστα Phil Woods (1967 – Impulse) που ξεκινούσε με τον Ζορμπά του Θεοδωράκη. Στο οπισθόφυλλο του LP ο μουσικογράφος, συγγραφέας, παραγωγός και ιστορικός Nat Hentoff έγραφε στις σημειώσεις για τους Έλληνες, ενθυμούμενος τη γενέτηρά του Βοστώνη: «Όπως ο Ted Alevizos, ένας επιδέξιος ερμηνευτής ελληνικών λαϊκών τραγουδιών, το είχε θέσει: Ταλαιπωρημένοι από τους πολέμους, τη φτώχεια και την καταπίεση, οι Έλληνες διατήρησαν το πνεύμα να εκφράσουν τον εαυτό τους μέσα από το τραγούδι και την ποίηση. Ήταν μια έκφραση ανθρώπων ερωτευμένων με τη ζωή, τη φύση και τον ίδιο τον έρωτα». Πιθανώς, μιας και ο Hentoff γεννήθηκε και ζούσε τότε στη Βοστόνη (και όπως σημειώνει πήγαινε σε Ελληνικά μαγαζιά), να είχε γνωρίσει τον Alevizos, τα λόγια του οποίου αλίευσε από το οπισθόφυλλο του Songs Of Greece (1960 – Tradition). Ο Alevizos ο οποίος έζησε μια πολύ γεμάτη και δημιουργική ζωή –εδώ είχαμε γράψει παλαιότερα την ιστορία του– έδωσε τα φώτα της Ελληνικής μουσικής σε πολλούς.

Στην ανατολική ακτή των Η.Π.Α., νοτιότερα στη Νέα Υόρκη το ίδιο έπραξε μέσω των δίσκων του και ο Vali, ο οποίος έφτασε στα 1970 ανάμεσα σε μια σειρά Bellydances δίσκους, να βγάλει το εξαιρετικό Greek Soul με μια υπέροχη εκδοχή της Βατικιώτισσας του Γούναρη. Έτσι φτάνουμε στο magnus opus του Chimera (1974 – Peters International, όπου συγκεντρώνει μια all star σύνθεση (Charlie Palmieri, Joe Farrell, Joe Beck κ.α.) βουτώντας στους …ωκεανούς του ήχου. Funky, Fusion, Oriental, ηλεκτρισμός, Jazz, παράδοση, μια οργιαστική ατμόσφαιρα και έπειτα …σιωπή. Μερικά ακόμα album και από τα late 70s χάνεται από τη δισκογραφία. Παρότι στα 80s κάνουν την εμφάνιση τους σχήματα σαν τους Annabouboula, 3 Mustaphas 3, Dissidenten ή και νωρίτερα οι Istanbul Express, Oriental Wind, Sevda, Balkan, Bazaar στη Σκανδιναβία μαζί με όλη εκείνη η φοβερή σκηνή του Τούρκικου rock των 70s, ο Vali δεν απέκτησε ποτέ δημοτικότητα πέραν της Νέας Υόρκης. Να σκεφτεί κανείς πως ακόμα, 50 χρόνια σχεδόν μετά, το Chimera δεν έχει επανεκδοθεί, ευτυχώς δηλαδή που κάποιες συλλογές έκαναν τη δουλειά τους καλά και σήμερα έχουμε αποκτήσει μια εικόνα. Οι συλλογές συμπληρώνονται από κείμενα σε περιοδικά και βιβλία, επ’ ουδενί φυσικά από ελληνικές πένες, αυτό συνέβαινε κάποτε και σε πιο ειδικές κατευθύνσεις. Πριν από 3 χρόνια εκδόθηκε η μελέτη της Tina Bucuvalas Greek Music In America, που αποτελεί κομμάτι μιας συνολικής προσπάθειας για τη δημιουργία ενός μεγάλου αρχείου της Ελληνικής μουσικής στις Η.Π.Α. (εδώ το άρθρο παραθέτει περισσότερες πληροφορίες).

Ο Αυγουστίνος Βαλής αποτελεί μεγάλο κεφάλαιο αυτής της ”σκηνής” όχι μόνο λόγω ποιότητας και πολλών δίσκων, αλλά κυρίως λόγω της πολυσυλλεκτικότητας του και του μπολιάσματος φαινομενικά αταίριαστων ήχων. Φυσικά διαμέσω της Αμερικάνικης αντίληψης για μια ”κοινή” Ανατολίτικη μουσική, πολλοί άλλοι λαοί της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής θα μπορούσαν να θεωρούν τις μουσικές του Gus ως “δικές” του. Ένα παράδειγμα αυτής της πολυφυλετικότητας είναι και η Misirlou που παρότι αποδίδεται στο Νίκο Ρουμπάνη, πάραυτα λογίζεται ως μεσανατολική μελωδία, μια σωστή κατ’ εμέ αντίληψη (εδώ μπορείτε να ξεκοκαλίσετε καμιά 300αριά εκδοχές της). Η μουσική άλλωστε ενώνει (ντάξει δεν είμαι τόσο χίπης όσο ακούγομαι!), τους λαούς, ειδικά όσους ζούσαν για αιώνες παρέα, στα ίδια χώματα. Ο Vali δεν είχε στεγανά και παρότι πολλοί ακροατές έχουν ακόμα μαύρα μεσάνυχτα, όσοι άκουσαν τις μουσικές του, έχουν πιάσει την ουσία. Στις 31 Μάρτη του 2021 ο Vali αποχαιρέτησε τα εγκόσμια στα 92 του χρόνια, μα στην Ελλάδα άκρα του τάφου σιωπή, πέραν του συνήθη υπόπτου ΔΙΣΚΟΡΥΧΕΙΟΥ. Ελπίζω πως δε θα κυνηγάμε …χίμαιρες για πάντα, και κάποτε θα έρθει η αναγνώριση για αυτόν τον σπουδαίο μουσικό.


More Posts for Show: Noir