του Σπύρου Καλετσάνου (Noir)
Η πρώτη μου επαφή με την ποίηση ήταν 2 συλλογές του Καββαδία που μου δώρισε κάποιος συγγενής. Τα 2 βιβλιαράκια στοιβάχτηκαν στη ντουλάπα και ποτέ δεν ανοίχτηκαν. Τότε δε μου έκανε καμία αίσθηση να διαβάσω ποίηση, ήθελα κάτι διαφορετικό. Η τύχη των βιβλίων εκείνων αγνοείται. Ευτυχώς ήρθε η μουσική να μου προσφέρει την ποίηση στο …πιάτο, ίσως πιο πιασάρικα, αλλά και πιο άμεσα, πιο ”ζωντανά”. Από τους πολυδαίδαλους κόσμους του Jim Morrison 20+ χρόνια αργότερα εξακολουθώ να διατηρώ την ίδια αντίληψη. Μπροστά σ’ ένα ”άδειο” βιβλίο ή σε μια ”γυμνή” απαγγελία προτιμώ τον συνδυασμό λέξεων και ήχου, ή έστω λέξεων και εικόνας. Έτσι μου αρέσουν σχήματα που όμως παιδεύουν το νου τους για να φτιάξουν μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, μελοποιώντας ποιήματα, κομμάτια βιβλίων, αποφθέγματα. Και όσο να ναι, μιας και τις λέξεις τις κατανοούμε περισσότερο στη μητρική μας γλώσσα, άλλωστε η ποίηση δε μεταφράζεται κατά το …νοσταλγό Ταρκόφσκι και επειδή εδώ στα μέρη μας από λέξεις άλλο τίποτα, ε κάπως ταυτίζομαι περισσότερο με ντόπια σχήματα. Όχι όποια και όποια βέβαια, αλλά να τηρούν προϋποθέσεις, προάγοντας μια πιο ιδιαίτερη οπτική από την …καθεστηκυία . Όπως οι Regressverbot, ο Socos, ο Σιγανίδης, ο Χριστιανάκης, όπως το έκανε η Μαρίζα Κωχ μαζί με τον Μικρούτσικο στους Δον Κιχώτες του Καρυωτάκη, οι Ξέμπαρκοι μελοποιώντας Καββαδία ή οι Sigmatropic ”εξερευνώντας” τον Σεφέρη μέσω χαικού. Και άλλοι φυσικά, μα για μένα η κορυφή ανήκει στα …χαμένα κορμιά, που μεταχειρίζονται την τέχνη ως κάτι μη όσιο και μη ιερό, ως κάτι άμεσο, αλλά και διαχρονικό, ως κάτι που αξίζει να το εξερευνήσεις, να το αγγίξεις με την ψυχή σου και τα χέρια σου και κυρίως να το ζήσεις.
Lost Bodies λοιπόν, εδώ και 30+ χρόνια γεμάτοι επιρροές και αναζητήσεις στις τέχνες, εκείνες που κατά τον Έσσε είναι η συγχώνευση του κόσμου του πνεύματος και του αίματος. Ριζωμένη στις πιο πρωτόγονες αισθήσεις, μπορεί να μεγαλώνει και να φτάνει στις πιο καθαρές αφηρημένες σκέψεις ή ν’ αντλεί τους χυμούς της απ’ το πιο σπάνιο, άυλο κόσμο της νόησης, και να καταλήγει σε στερεές μορφές από σάρκα και αίμα. Ο Θάνος Κόης μελετηρό παιδί -εξου και ανεβάζει τέτοια αποφθέγματα- αλλά όχι κλεισμένο στην ”ασφάλεια” των βιβλίων, βγαίνει, ζει, αφουγκράζεται, κριτικάρει, αλληλεπιδρά και έτσι με μια ελευθεριακή βλασθήμια ”ποιεί” μεταξύ λόγου και ήχων. Το αποτέλεσμα στα αυτιά μου και τα πιο εσωτερικά μου όργανα ακούγεται υπέροχα μελαγχολικό, οργισμένο, χιουμοριστικό, ταξιδιάρικο, πολιτικοποιημένο αλλά όχι στρατευμένο, πολύπλευρο. Πότε με μια σοβαρή και σταθερή απαγγελία, άλλοτε ουρλιάζοντας, πότε παιχνιδίζοντας με χιούμορ ή άλλοτε με επιθετικό ύφος. Όλα με μια αντίστοιχη μουσική πανδαισία από πίσω, ταιριαστή, αιθέρια, θορυβώδη, γκρουβάτη, ηλεκτρονική, και στο ηχητικό κομμάτι άλλωστε η μπάντα είναι ορθάνοιχτη σε επιρροές, διαβασμένη και πολυεπίπεδη.
Έτσι ακούς τον Θάνο να απαγγέλλει το Φρόντισε, ποίημα του Άρη Αλεξάνδρου:
Φρόντισε οι στίχοι σου να σπονδυλωθούν
με τις αρθρώσεις των σκληρών των συγκεκριμένων λέξεων.
Πάσχισε να ναι προεκτάσεις της πραγματικότητας
όπως κάθε δάχτυλο είναι μια προέκταση στο δεξί σου χέρι.
Έτσι μονάχα θα μπορέσουν σαν την παλάμη του γιατρού
να συνεφέρουν με χαστούκια
όσους λιποθύμησαν
μπροστά στο άδειο πρόσωπό τους.
και από πίσω παίζουν βιόλες, τύμπανα, θόρυβοι, λούπες.
Καβάφης, Κώστας Ευαγγέλου Ρόκος, Μπαμπασάκης, Σαχτούρης, Τάσος Φαληρέας μελοποιούνται επίσης υπέροχα και ενίοτε …ιερόσυλα, κατ’ αυτούς που βάζουν την ποίηση σε καλούπια και δικλείδες προστασίας. Οι Lost Bodies ποιούν κυριολεκτικά και οι ίδιοι, άλλωστε ο Θάνος έχει γράψει και το Μια μέρα Θεού Χαρά (εκδ. Τυφλόμυγα). Παρ όλη την ποιότητα τους ελάχιστοι ασχολούνται μαζί τους, αν βγάλουμε τους Σωλήνες και 2-3 ακόμα άσματα. Τι να γίνει, ίσως εκείνη η φράση του Πέρση Τζελαλαντίν Αλ Ρουμί πως ο πραγματικά σοφός άνθρωπος μένει απαρατήρητος, να είναι σήμα κατατεθέν τους. Άνθρωποι που κινούνται αθόρυβα, υπόγεια, μακριά από τη δημοσιότητα εδώ και χρόνια, όχι όμως βυθισμένοι στον ”κόσμο” τους.
Στο βιβλίο Τα Πλούτη Μας (Kaouther Adimi) που αφηγείται την ιστορία του βιβλιοπωλείου Τα Αληθινά Πλούτη στο Αλγέρι, αναφέρεται η επιγραφή που υπήρχε δίπλα στη μαρκίζα: Ένας άνθρωπος που διαβάζει αξίζει για δύο. Προσπερνάμε το ολίγον τι σοβινιστικό του πράγματος και πάμε στην ουσία. Αντιστρόφως και σε πρώτη ανάγνωση το μισώ τους τεμπέληδες που διαβάζουν του Νίτσε, προκαλεί ίσως μια αποστροφή, αλλά αν χωθείς ποιο βαθιά στον Ζαρατούστρα θα δεις πως η ουσία βρίσκεται παρακάτω: όποιος γράφει με αίμα δε θέλει να τον διαβάζουν, αλλά να τον μαθαίνουν από στήθος. Το αίμα είναι πνεύμα, βγες έξω και ζήσε, δημιούργησε τη γνώση σου, σε συνάρτηση με τη γνώση άλλων. Του Paul Eluard, του Ivan Gohl, του Quignard, του Tarkovsky και άλλων πολλών σπουδαίων. Υπάρχει μια μεγάλη λίστα ανθρώπων και λόγων τους, που μας ”προσφέρουν” οι Lost Bodies. Όχι μόνο ποιητές, φιλοσόφους ή συγγραφείς, αλλά και πιο ”περίεργους” τύπους.
Δεν ξέρω πως ακούει κανείς μουσική, πως βιώνει την εμπειρία, με κλειστά τα μάτια, με ανοιχτά, καθιστός, όρθιος, χορεύοντας, ξαπλωμένος, κολλημένος στο ηχείο, κάνοντας και κάτι άλλο. Αν μιλάμε για κάτι πιο εσωτερικό, για κάτι που θέλει χρόνο και σκέψη η απάντηση είναι προφανής, αλλά όταν έχεις πολλαπλούς μουσικούς εαυτούς μπροστά σου τι γίνεται. Οι Lost Bodies είναι αυτό ακριβώς, οπότε η ακρόαση παίρνει τη μορφή καρδιογραφήματος. Πότε χορεύεις, πότε ξεσπάς, πότε αναπολείς, πότε χαμογελάς. Μου αρέσει η πολλαπλή ακρόαση, παράλληλα με το ψάξιμο, την αποκρυπτογράφηση λέξεων, φράσεων, συμβόλων. Η καλύτερη μου ήταν πάντα το Desolation Row του Dylan, τι τραγούδι τι πεδίο απύθμενο για εξερεύνηση. Χωρίς να συγκρίνω φυσικά, αντίστοιχα αισθάνομαι ένα χέρι να με τραβάει και να μου λέει ξεστραβώσου ρε, ξέρεις ποιος ας πούμε είναι ο συγγραφέας του Κόμποι. Και βαδίζω προς τη γνώση μέσω της μουσικής που ρέει παράλληλα. R.D. Laing Σκωτσέζος ψυχίατρος και συγγραφέας, έγραψε το 1970 το βιβλίο που έγινε τραγούδι 30 χρόνια μετά (Κόμποι, στο Γεννετικά Καθαροί). Καθώς ακούω τον Θάνο να απαγγέλλει, διαβάζω για το μυστικιστικό δρόμο που πήρε ο Laing, τον πειραματισμό του με ψυχοδηλωτικά ναρκωτικά, τη σχέση του με την αντικουλτούρα, έβγαλε και spoken δίσκο μάλιστα. Όλα αυτά από έναν παλιό ”γνώριμο” τον Βλάσση Ρασσιά, που ασχολήθηκε νέος στα late 70s με fanzines, το rock και την ποίηση τη δική του αλλά και του Jim Morrison. Εξέδωσε την πρωτοποριακή Ανοιχτή Πόλη, αργότερα το υπέροχο βιβλίο Underground Press και μετά βούτηξε σε αρχαίο-παγανιστικά νερά. Για τον Laing είχε γράψει ένα κείμενο στο fanzine του Speak Out το ’79. Εκείνο το κείμενο έκλεινε: Και έτσι πάει κορδόνι. Σφίγγοντας όλο και περισσότερο τον… κόμπο. Τον κόμπο των παραισθήσεων.
Και το πράγμα συνεχίζει στο δικό τους γήπεδο, μιας και οι ίδιοι πειραματίζονται όχι μόνο με cut up και ”κουλές” ηχογραφήσεις σαν του Υπνωτιστή, αλλά και με το γράψιμο, Μια Στροφή, Μαύρο Βελούδο, Πάτερ Ζωσιμάς, Ιλισός, Μες Του Αιγαίου Τις Καταθλίψεις, συν φυσικά το υπέροχο album Specific Ocean, με μουσικές τους για το θέατρο. Δυνατά λόγια, δυνατοί ήχοι, ωραία ατμόσφαιρα, που γίνεται ακόμα πιο όμορφη στο πάλκο, ζωντανά. Εκεί που οι εξαιρετικοί μουσικοί παίζουν τις …κάλτσες τους, ο Θάνος κάνει τα δικά του και η μουσική των Lost Bodies ρέει σαν καταρράκτης. Και όσο σκέφτομαι πως δεν τους είδα πριν από έναν χρόνο (Δεκέμβρη του 2019 στο Ρομάντζο) κάτι με τρώει. Ποιος ξέρει πότε θα τους ξαναδώ -όχι μόνο αυτούς δηλαδή. Πότε θα ακούσω τη φωνή του Θάνου να απαγγέλλει το υπέροχο Άγγελοι της Αγνότητας του Μπαμπασάκη, κατ’ εμε κορυφαία τους στιγμή. Ένα ποίημα σα να γράφτηκε κατά παραγγελία τους και που τόσο ταιριαστά ντύνουν ηχητικά.
Εκκωφαντικοί ακαριαίοι εμπρηστικοί
Να εκπορθούμε ότι για απρόσβλητο περνιόταν
More Posts for Show: Noir