Γράφει ο Δημήτρης Ράπτης
Τα νερά στο Βόσπορο ήταν ιδιαίτερα μαγευτικά εκείνη τη μέρα. Ο ήλιος λαμπύριζε πάνω τους, ούτε ένα σύννεφο δε φαινόταν στον ορίζοντα. Από τη θέση του στον πάσσαλο στη μέση της πλατείας έβλεπε μέχρι τα βουνά στην αντίπερα ακτή, κι ήξερε πως πίσω του ήταν το παλάτι του βασιλέα. Ταιριαστό, σκέφτηκε, γιατί προτιμούσε αυτή τη στιγμή να βλέπει τα βουνά από το παλάτι. Τον στένευαν τα σχοινιά και δε μπορούσε να γυρίσει ούτε για ένα τελευταίο βλέμμα. Τα είχαν δέσει σφιχτά γύρω από το στέρνο του, αφού δεν γινόταν στα χέρια του.
Χαμογελούσε. Σπάνια έβλεπε κανείς ετοιμοθάνατο να χαμογελά, ειδικά κάποιον στην κατάστασή του. Στο πλήθος δεν άρεσε αυτό, περίμεναν να δουν οδύνη και κλαυθμό, ο στωικισμός δεν τους προσέφερε το θέαμα που περιμένανε. Γι’αυτό μαζεύανε ακαθαρσίες από το δρόμο και του πετούσανε, για να διασκεδάσουν την ώρα τους.
Στο μυαλό του συζητούσε με το Βόσπορο, κι αγνοούσε τους ανόητους Πολίτες· τι ξέρουν αυτοί; Αυτοί πιστεύαν πως η γη κυβερνάται με σπαθί, με στρατό και με χρυσόβουλα, πως ό,τι θέλει ο άνθρωπος μπορεί να τη βάλει να το κάνει, έτσι με τη φοβέρα. Αυτοί καλύπταν το χώμα με πωρόλιθο και μάρμαρο για να μη πατάν τα μυρωμένα πέδιλά τους και λερωθούν. Και μετά, όταν πεθυμούσαν άρωμα λουλουδιών, βάζαν χώμα πάνω από το μάρμαρο για να τα φυτεύσουν, και ζούσαν τα φυτά φυλακισμένα σε ένα γλαστράκι αντί νά’χουν όλη την πλάση. Όλα ανάποδα τα κάνανε. “Τις πέτρες,” του λέγαν τα βουνά, “τις πελεκάς και τις υψώνεις για να έχεις σκεπή πάνω από το κεφάλι σου, όχι για να μην πατάνε κάτω τα πόδια σου.” Το χώμα δεν σε υπηρετεί, το υπηρετείς εσύ, το σκάβεις, το βρέχεις με τον ιδρώτα και τα δάκρυά σου, και τότε σε ανταμοίβει – αν θέλει.
“Και τα σπαρτά που σου δίνει,” του έλεγε ο Βόσπορος, “είναι για σένα που τα φύτεψες, που το όργωνες και καθημερινά το αγαπούσες για να βγάλει τους καρπούς του, όχι για τους στρατιώτες που έρχονται και παίρνουν για να ταΐζουν τους πρωτοσπαθάριους και τους τουρμάρχες.”
Τότε ήταν η δεύτερη φορά που είδε την Πόλη. Την πρώτη ήταν μικρός, όταν πέρασε από εκεί για να πάει Βιθυνία να κάτσει. Τη δεύτερη τον φέρανε αλυσοδεμένο επειδή είχε προσπαθήσει να πάρει πίσω όσα έκλεψε ο δούκας. Του κόψανε τα χέρια τότε, και τον στείλαν πίσω, βέβαιοι πως ξεμπέρδεψαν με αυτόν. Χωρίς χέρια τι να κάνει κανείς;
Βρήκε κι άλλους όμως στο χωριό του στο Οψίκιο, άλλους πολλούς, κι αρκετοί που δεν τον είχαν βοηθήσει την πρώτη φορά το κάναν τώρα. Δεν είχαν ελπίδα και τους την έδωσε. Κι αυτοί του δώσαν τα χέρια που του λείπανε.
Με ένα χέρι από χαλκό που δε θα άφηνε ποτέ το σπαθί που κρατούσε, επιτέθηκε στην Πλατειά Πέτρα, ένας σακάτης και κάτι χωρικοί εναντίον του ρωμαίικου στρατού. Την επόμενη μέρα το κεφάλι του στρατηγού κοσμούσε τα καρφιά πάνω από την πύλη του οχυρού, ενώ ο ίδιος καθόταν στη μεγάλη σάλα του.
Και τώρα βρισκόταν στη μεγάλη σάλα της Πόλης, στην κεντρική πλατεία, κι έβλεπε πέρα την Ανατολία και τη θάλασσα, τις πεδιάδες και τα λιβάδια της.
Τα κόπρανα τον πέτυχαν στο κεφάλι αυτή τη φορά, και το πλήθος χειροκρότησε ενθουσιασμένο. Αυτή ήταν η τρίτη φορά που έβλεπε την Πόλη, και θα ήταν και η τελευταία. Δε θα του έλειπε. Ο Βόσπορος ήδη του υποσχόταν πως θα τον έπαιρνε στην αγκαλιά του, και τα βουνά, τα βουνά της Ανατολίας, τα καταπράσινα, τα εύφορα, η οικογένειά του η σωστή, ήταν έτοιμα να τον υποδεχτούν, έτοιμα να τον πάρουν στην αγκάλη τους όταν θα ανέβαινε με τον καπνό και θα άφηνε τον κόσμο πίσω του.
Άρχισε να μυρίζει το άχυρο που καιγόταν. Επιτέλους ανάψαν τη φωτιά. Το πλήθος ζητωκραύγαζε, σαν για να τη φουντώσει, κι ήδη του έγλυφε τα πόδια. Το χάλκινο χέρι που του ξαναδέσαν οι στρατιώτες είχε πυρώσει και του έκαιγε το μπράτσο. Τα μάτια του δάκρυσαν και θόλωσαν από τον καπνό, η θάλασσα και τα βουνά γίνανε ένα στο βλέμμα του, κι ήξερε πως σύντομα θα τα αντάμωνε, θα διασκορπιζόταν η στάχτη του και θα γονιμοποιούσε τα λιβάδια τους, ζωή απ’τη ζωή του. Ανυπομονούσε.
* Ο Βασίλειος o Χαλκόχειρ ήταν επαναστάτης του 10ου αιώνα υπέρ των αγροτών στη μεσαιωνική Βυζαντινή αυτοκρατορία. Συνελλήφθη δύο φορές, την πρώτη ακρωτηριάστηκε και τη δεύτερη καταδικάστηκε σε θάνατο. Πέθανε στην πυρά το 932 μ.Χ.
Στο Music Society Web RadiON πραγματοποιήθηκε σεμινάριο δημιουργικής γραφής με εισηγητή τον Μάρκο Φράγκο. Οι συμμετέχοντες γράφουν μικρές ιστορίες και στην 1η ενότητα το θέμα είναι «Ένας άνθρωπος κόντρα».