Γράφει η Ευγενία Δημητριάδη
Τα κίτρινα φώτα καθρεφτίζονταν στην ίριδα που όσο πλησίαζαν τόσο διαστελλόταν. Τα κορναρίσματα δυνάμωναν στα αυτιά του. Είχε ξεφύγει αρκετή ώρα στο αντίθετο ρεύμα της λεωφόρου, αλλά έδειχνε να μην τον νοιάζει. Οδηγούσε τη μηχανή του στο αντίθετο ρεύμα. Η αδρεναλίνη του ανέβαινε, αλλά όχι από τον κίνδυνο που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να νιώθει. Αλλά από την αίσθηση ότι απελευθερώνεται.
Ο τελευταίος καυγάς τους τον είχε αποτελειώσει. Ένα τηλεφώνημα που δεν έγινε στάθηκε αφορμή να φέρει τη σύντροφο του σε κατάσταση υστερίας. Ούρλιαζε πίσω του για ανευθυνότητα και συμφεροντολογία, πετούσε αντικείμενα. Και ένα τρομαγμένο βλέμμα ξεπρόβαλλε χαμηλά στο δοκάρι της κρεβατοκάμαρας. Χτύπησε δυνατά την πόρτα πίσω του, ανέβηκε στη μηχανή του και κατευθύνθηκε στο κοντινότερο μπαράκι. Το ένα ποτό μετά το άλλο θόλωνε ακόμα πιο πολύ το μυαλό του. Το ένα ποτό μετά το άλλο αντί να τον κάνει να ξεχαστεί, τού θύμιζε τη χαμένη παρτίδα με τον αυτοσεβασμό του και τη νίκη της δειλίας του. Πλήρωσε και βγήκε στην παγωμένη νύχτα. Βουτηγμένος στις σκέψεις του, οδηγούσε μηχανικά με κατεύθυνση έξω από την πόλη. Τα φώτα αντανακλούσαν πάνω στις κίτρινες γραμμές της ασφάλτου, εκεί όπου κάθε μέρα του ξημέρωνε ίδια και απαράλλακτη με την προηγούμενη.
Το σιδερωμένο κοστούμι κρεμόταν πάντα από το προηγούμενο βράδυ πάνω στην καρέκλα. Τα υγιεινά δημητριακά τον περίμεναν κάθε πρωί στο τραπέζι δίπλα στο γάλα με τα λίγα λιπαρά. Η μετρημένη συμπεριφορά του απέναντι στην ηλίθια που μιλάει στο κινητό, έχει το τσιγάρο στο χέρι και το μικρό στο πίσω κάθισμα και στρίβει χωρίς φλας λίγα μέτρα μπροστά του. Ο διευθυντής που του έβαλε δύο πρωινά ραντεβού χωρίς να τον ενημερώσει. Το σύστημα της υπαλλήλου στην εφορία που για ακόμα μια φορά δεν λειτουργεί τη μέρα της τελευταίας παράτασης.
Και όλα αυτά πριν καν η ώρα φτάσει μία, πριν κατέβει για το πρώτο τσιγάρο του, πριν προλάβει να σηκώσει για λίγο το κεφάλι προς τον ουρανό, βρει τη δύναμη να ξεστομίσει “άντε και γαμηθείτε ρε όλοι!” – έστω μέσα από τα δόντια του. Παίζει με τους κύκλους του καπνού από το τσιγάρο -εφηβικά πισωγυρίσματα- μα και εκεί μέσα συναντάει την γκόμενα από το λογιστήριο, εκείνη που του την πέφτει απροκάλυπτα, καιρό τώρα, αλλά δεν βρίσκει δύναμη να την αντιμετωπίσει. Και νιώθει να μικραίνει, να κονταίνει, να στραγγίζει, τόσο που ο καπνός του τσιγάρου φαντάζει σύννεφο από πάνω του. Το κινητό που κουδουνίζει τον επαναφέρει, ψαχουλεύει στην τσέπη του σακακιού του. Η μαμά… Σαράντα χρόνια τώρα δεν κατάφερε να τον “ξεπεράσει”. Όλο γλυκόλογα και παραινέσεις. Έλεος, ξεστομίζει, ενώ κλείνει το τηλέφωνο και ξεσφίγγει τη γραβάτα που την αισθάνεται θηλιά.
Έλεος από τι, από ποιον; Από όποιον με δύο συμπονετικά χτυπήματα στην πλάτη του δώσει τα δίκια του; Όχι, φυσικά. Νιώθει να ζητάει ελεημοσύνη από τον εαυτό του. Παρακαλάει μέσα του να του επιτρέψει ο εαυτός του να πει ένα όχι – σε ηθικούς κώδικες, σε δεοντολογίες, σε όσα τον καταπιέζουν αλλά αυτός πρόθυμα υπακούει.
Τα φώτα πλησίαζαν, οι κόρνες πύκνωναν. Αυτός αύξανε ταχύτητα Και χαμογελούσε. Με ελιγμό της τελευταίας στιγμής κάρφωσε τη μηχανή στην κολώνα στο πλάι του δρόμου… Και ξαφνικά κενό… Φωνές… Κενό… Φλόγες… Κενό… Σειρήνες.
Κλείσ’ το επιτέλους… ακούστηκε θυμωμένη η γυναικεία φωνή πίσω του. Την υπάκουσε και κάθισε για λίγα δευτερόλεπτα στο πλάι του κρεβατιού με τα χέρια να σφίγγουν την άκρη του στρώματος. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα, ανασηκώθηκε, φόρεσε στο ένα πόδι μετά το άλλο τις στοιχισμένες παντόφλες του και κατευθύνθηκε στην κουζίνα που τον περίμεναν τα υγιεινά δημητριακά του.
Μια νέα ημέρα ξεκινούσε.