του Σπύρου Καλετσάνου (Noir)
Ξεκινώντας απ’ το σπίτι με προορισμό τον Μικρόκοσμο το βράδυ της Παρασκευής, παρέα με τη μουσική των Zoot Money’s Big Roll Band στο αμάξι, με συντρόφευαν αναμνήσεις. Λίγο πιο κάτω, βρισκόταν παλιά ένα video-club, γειτονιάς όπου -τότε στα 90s- πήρα την πρώτη μου γεύση από τον ”ήρωα” του film που πήγαινα να δω. Ψάχνοντας στα ράφια, στα χρόνια που άρχισα να παρακολουθώ ανελλιπώς ταινίες, είτε στην ΕΡΤ είτε σε βιντεοκασσέτες (τα dvd δεν υπήρχαν ακόμα), έπεσα πάνω στη φιγούρα του Ali στο When We Were Kings. Ήταν η πρώτη μου επαφή με την πυγμαχία και το μεγάλο Muhhamad και παρότι δεν είχε ανάλογη συνέχεια η σχέση μου με το άθλημα, εκείνη η συνεχώς χορευτική και ομιλιτικότατη φιγούρα μου έμεινε. Όταν μπήκα στην αίθουσα τα μεσάνυχτα, είχα βέβαια δει και άλλα film για τον Ali και το μποξ, παρακολουθώντας όμως το ντοκιμαντέρ του Bill Siegel συνειδητοποίησα πως η πρώτη μου επαφή με τον the greatest έγινε εν αγνοία μου, στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών της Ατλάντα. Και αν οι προσωπικές αναπολήσεις έληξαν σκεπτόμενος πως ο τύπος που καθόταν μπροστά μου, ένας μεγαλοδημοσιογράφος κάποτε, είχε εμφανιστεί αναπάντεχα σε μια ”κουλή” ταβέρνα της Σερίφου 22 χρόνια πριν, το νήμα συνέχισαν οι εκπλήξεις αυτής καθαυτής της ταινίας.
Οι πάμπολες άγνωστες εικόνες και βίντεο από τα χρόνια του Cassius Clay, το Ολυμπιακό χρυσό μετάλλιο, η επιστροφή και το σφιχτό ”αγκάλιασμα” του τοπικού (εκ Louisville) λευκού καπιταλισμού. Φυσικά η σχέση του με τους Μαύρους Μουσουλμάνους που στα μέρη μας δεν έχει αναλυθεί ιδιαιτέρως, λόγω της άγνοιας για τον Eliajah Muhhamad και της ακόμα μεγαλύτερης άγνοιας περί μουσουλμανισμού και Ισλάμ. Σε κάποιο σημείο, με αφορμή τη δαιμονοποίηση της μετά 11/9 εποχής, ο τρεμάμενος Ali λέει πως η θρησκεία του δεν πρεσβεύει τη βία και τον πόλεμο. Εκεί μου ήρθε στο νου -που συνεχώς κλωθογυρίζει προς διάφορες κατευθύνσεις- η αντίστοιχη δαιμονοποίηση των Αναρχικών, μέσω και της πρόσφατης ανάγνωσης του Ύποπτου του Georges Simenon, ή των Skinheads όπως αναφέρει και το βιβλίο Hoolifan. Η άγνοια λοιπόν για το έθνος του Ισλάμ είναι μια συνισταμένη, αν και εδώ πρέπει να σημειώσω πως όσοι έχουν ασχοληθεί για τη ”μαύρη” Αμερική, θα έχουν υπ’ όψιν τους τα βιβλία Ψυχή στον Πάγο (Βίπερ) του Eldridge Cleaver και τη βιογραφία του Malcolm X (Κουκκίδα), στα οποία υπάρχουν αναφορές στην εν λόγω οργάνωση. Από εκεί και πέρα η ταινία κυλάει νερό και πέραν του μοντάζ και της κατάλληλης εναλλαγής εικόνας και λόγου, σημαίνοντα ρόλο παίζει η μουσική. Όχι μόνο τα εκάστοτε κομμάτια του, μπασίστα και score maker της ταινίας, Joshua Abrams, αλλά κυρίως ο τρόπος που προλογίζουν τη συναισθηματική κατάσταση και την επερχόμενη εικόνα. Μια εικόνα που ολοκληρώνεται με τον πιο συναισθηματικό χαρακτήρα του film, που δεν είναι άλλος από τον αδερφό του Ali, μια γλυκύτατη φιγούρα, που στιγμές μου ερχόταν η παρόρμηση να βουτήξω στο πανί και να τον αγκαλιάσω. Την έντονη -μια από τις πολλές του Rahman Ali- στιγμή διαδέχεται μια γεμάτη γκρούβα, που σε ευφραίνει μια ηχητική πανδαισία, διαβάζοντας τους τίτλους τέλους.
Και έτσι έρχεται η σκέψη μετά από μια γεμάτη μιαμισάωρη προβολή, η οποία ήρθε και έφυγε μεταξύ φίλων και γνωστών στο φουαγέ του κινηματογράφου. Οι κουβέντες έδωσαν και πήραν, οπότε το επόμενο πρωινό υπήρχε ήδη πολύ υλικό στο νου. Η δυναμική σύζυγος, μια από τις τέσσερις, μερικές ατάκες της κόρης, μιας εκ των επτά!, ειδικά όμως αυτή η μη ηρωοποίηση και ανάδειξη του ειδώλου Ali, αλλά η ανθρώπινη φύση του, με τα καλά και τα κακά, με τα λάθη, τις παρασπονδίες, τα πάθη. Και όλα μπλέκονται με το κλίμα της εποχής, πως θα μπορούσε άλλωστε να μη συμβεί, μιας και ο Muhhamed υπήρξε αρνητής στράτευσης του πολέμου του Vietnam, αγωνιστής για τα δικαιώματα των αφροαμερικάνων και pop idol. Συζητώντας αργότερα τονίστηκε η απουσία των μάυρων πανθήρων, σε αντίθεση με εικόνες από τον Dr. King τον τρελάρα Stokely Carmichael ή τον H. Rap Brown μαζί φυσικά με τον John Carlos που ύψωσε τη μαύρη γροθιά στο Μεξικό το ’68. Σκεπτόμενος πιο καθαρά θα έλεγα πως θα μπορούσαν να μπουν και οι οριακές στιγμές της ρίψης του μεταλλίου στον ποταμό Ohio, ή η αντιμετώπιση του στον τελικό με τον -mr nice guy και ”πιόνι των λευκών σύμφωνα με τον Clever Floyd Patterson. Σε συνάρτηση και με τον διφορούμενο τίτλο trials που είναι δίκες, αλλά και δοκιμασίες. Η ταινία ουσιαστικά διαδραματίζεται κυρίως στα 60s, από το χρυσό της Ρώμης, ως τη δικαστική νίκη και την επιστροφή στα ρινγκ το 1970. Το πριν, τα νεανικά χρόνια του Cassius τότε στο Louisville, μας βάζουν στο κλίμα και τη ροή της περιόδου εκείνης.
Δείτε το οπωσδήποτε και ένα μπράβο στο HUMBA για το εγχείρημα και την όλη προσπάθεια. Και μιας και ξεκίνησα με προσωπικές σημειώσεις, κλείνοντας να πω πως η όλη βραδιά κύλησε πολύ όμορφα με παρέα, κουβέντα, αναπάντεχες παρουσίες, συντροφικό κλίμα και μια βόλτα στις νυχτερινές λεωφόρους.
* Ο τίτλος του κειμένου προέρχεται από το ομώνυμο κομμάτι του Joshua Abrams, από το τελευταίο album του, παρέα με τους Natural Information Society, το Mandatory Reality. Το εν λόγω πιάνει όλη την πρώτη πλευρά του διπλού δίσκου. Απορώ πάντως πως το score της ταινίας δεν έχει βγει ακόμα σε δίσκο. Ίσως τώρα που βρέθηκε δίοδος επικοινωνίας με την εταιρεία Kartemquin εκ της πόλης των ανέμων, να πιέσουμε καταστάσεις!
- NEW YORK, NY – APRIL 26: (L-R) Joshua Abrams, Aaron Wickenden, Director Bill Siegel, Khalilah T. Camacho-Ali, and Director Leon Gast attend the screening of “The Trials Of Muhammad Ali” during the 2013 Tribeca Film Festival at SVA Theater on April 26, 2013 in New York City. (Photo by Mike Pont/WireImage)
More Posts for Show: Noir