του Σπύρου Καλετσάνου (Noir)

Υπάρχει ένα βιβλίο του Hevre Le Core με τίτλο “Μετά τον Πόλεμο” που πραγματεύεται αυτό ακριβώς, με τη μόνη σημειολογική παρατήρηση -παραφράζοντας τον Enrique Vila-Matas- πως ο πόλεμος δεν τελειώνει ποτέ. Και αν το Παρίσι κανείς δε θέλει να τελειώσει, όσον αφορά τις εμπόλεμες ζώνες λίγοι κόπτονται, αν και συνήθως περνάει το δικό τους. Αυτό ακριβώς πραγματεύεται και το βιβλίο που βαδίζει χρονικά μεταξύ του μεγάλου -Β’ παγκοσμίου- πολέμου του 20ου αιώνα, της ήττας των Γάλλων στο Ντιέν Μπιέν Φού και της έναρξης ενός νέου μετώπου, αυτού στην Αλγερία. Στα μέσα της δεκαετίας του ’50, μόνο κατ’ επίφαση είχε επανέλθει η κανονικότητα, παρά την ”πάταξη” του ναζισμού. Μπάτσοι, στρατός, παρακρατικοί, πολιτικοί και φυσικά καθημερινοί άνθρωποι συνέχιζαν να κυοφορούν το αυγό του φιδιού και να χύνουν το δηλητήριο τους προς πάσα κατεύθυνση. Δεν είχαν περάσει ούτε 100 μέρες από τη λήξη της σύρραξης στην Ινδοκίνα και κάτω στο Μαγκρέμπ, μια χούφτα Αλγερινών έπαιρνε τα όπλα απέναντι στον αποικιοκρατικό στρατό. Ήταν 1η Νοέμβρη, σημειολογικά προφανής η επιλογή, μιας και την -ίδια- μέρα των αγίων πάντων οι καθολικοί και οι προτεστάντες θυμούνται τους νεκρούς τους, αλλά προφανώς όχι και όσους σκότωσαν οι στρατοί τους. Έτσι όπως έγραφε στην αρχή του βιβλίου Έγκλημα και Μνήμη, όταν ξεχνάς το παρελθόν, καταδικάζεσαι να το ξαναζήσεις.

Περί αυτής της μνήμης ο λόγος, αφορμής δοθείσης των 90ων γενεθλίων του Jean-Luc Godard, της επανεμφάνισης της Ισλαμοφοβίας στη Γαλλία και την καρδιά της Ευρώπης και φυσικά της …ύπαρξης ειδικών συνθηκών. Τέτοιων που επιβάλλουν και επιτάσσουν θυσίες υπέρ της πατρίδας και στερούν τις …μη απαραίτητες ελευθερίες της a la carte δημοκρατίας. Έτσι όταν τα πράγματα θα φθάσουν στο απροχώρητο, όλοι πρέπει να πειθαρχούν στη γραμμή και όσοι παρεκκλίνουν στοχοποιούνται. Μια διαχρονική πραγματικότητα για όσους ψάχνουν στην ιστορία για να βρουν ομοιότητες με το σήμερα. Ας μην ξεφεύγουμε όμως, στον πόλεμο της Αλγερίας πέραν των μαχών, δίνονταν και άλλες “μάχες” ώστε να υπάρχει μόνο η κυρίαρχη άποψη και ουδεμία άλλη. Τα μυθιστορήματα που παραθέτω στο τέλος του κειμένου, με έσπρωξαν να κοιτάξω μέσα από την τρύπα στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Και είδα ξεκάθαρα μια χούφτα ανθρώπων να αγωνίζεται κόντρα στο ρεύμα, με όπλα του τις λέξεις, τα βιβλία, τις ταινίες, τα τραγούδια και την αλληλεγγύη των δικτύων συμπαράστασης στο FLN. Και δεν είναι μόνο πως δεν ακούγονται, αλλά λογοκρίνονται κιόλας. Κατασχέσεις, έφοδοι των μπάτσων σε εκδοτικούς οίκους, κυνηγητό, φυγή εκτός της χώρας, δικαστήρια και φυλακίσεις για όσους έμειναν στη Γαλλία.

Πρώτη φορά διάβασα για όλα αυτά όταν εκδόθηκε στα Ελληνικά η αυτοβιογραφία του εκδότη-βιβλιοπώλη και αργότερα συγγραφέα Francois Maspero. Οι Μέλισσες και η Σφήκα, τι ωραίος τίτλος και τι όμορφο εξώφυλλο, αφηγούνται την ιδιαίτερη ιστορία κάποιου που έχασε πατέρα και αδερφό στο μεγάλο πόλεμο και οι αντί-αποικιοκρατικοί αγώνες των 50s του έδειξαν το δρόμο. Έτσι αποφάσισε να σταθεί στο πλευρό των εξεγερμένων και μακριά από επίσημα κόμματα και σταλινικά απολιθώματα, να εκδώσει Franz Fanon. Και μη σκεφτεί κάποιος πως σιγά την επαναστατική πράξη, γιατί κανείς δεν ήθελε τότε στη Γαλλία να βγάλει Το έτος 5 της Αλγερινής Επανάστασης. Ακολούθησε το κλασσικό Της Γης Οι Κολασμένοι. Εκείνη τη χρονιά -το ’61- ο Maspero βίωσε κατ’ ιδίαν τον πόλεμο που εισέβαλε κυριολεκτικά στο βιβλιοπωλείο του, όταν τα ποτάμια αίματος των Αλγερινών διαδηλωτών γέμισαν τους δρόμους και πολλοί τραυματίες δέχθηκαν εκεί, στη Joie de Lire (Χαρά της Ανάγνωσης), τις πρώτες βοήθειες. Η διαδήλωση της 17ης Οκτώβρη 1961 -η οποία ενέπνευσε το βιβλίο Έγκλημα και Μνήμη- και οι δεκάδες δολοφονίες των μπάτσων αποκρύφτηκαν και αυτές. Τα πτώματα στο Σηκουάνα υπήρξαν ένας μύθος που κυκλοφορούσε, ήταν όμως πραγματικότητα. Ο σκηνοθέτης Νίκος Παπατάκης -που συμμετείχε στο δίκτυο συμπαράστασης του FLN και εγκατέλειψε τη Γαλλία για να ξεφύγει- το ’75 στο film του Gloria Mundi, απεικονίζει τις εικόνες φρίκης πνιγμών και βασανιστηρίων.

Κάνοντας μια παρένθεση, μια μικρή αναφορά στην σχέση των Ελλήνων με την Αλγερινή αντίσταση, δε μπορούμε να ξεχάσουμε τον Πάμπλο (Μιχάλη Ράπτη) και την ομάδα του που έπαιξαν σημαίνοντα ρόλο στα γεγονότα, καθώς και τον Δημήτρη Λιβιεράτο που όχι μόνο συνέδραμε στον αγώνα των Αλγερινών, αλλά έγραψε και 2 βιβλία (Η Αλγερινή Επανάσταση και Το Αόρατο Εργοστάσιο Της Επανάστασης). Λίγα χρόνια μετά στο Αλγέρι ο Κώστας Γαβράς γύρισε το Ζ του Βασίλη Βασιλικού. Κλείνει η παρένθεση, αλλά παραμένουμε σε κινηματογραφικό σκηνικό μιας και εκεί παίχτηκαν πολλά επεισόδια αντίστασης από τη μία και λογοκρισίας από την άλλη. Εν αρχήν ο Rene Vautier που συντάχθηκε στον αντί-αποικιοκρατικό αγώνα και φυλακίστηκε πολλάκις για ταινίες του. Όντας φαντάρος προ δεκαπενταετίας, μετά από μια άδεια επέστρεψα από την Αθήνα με μερικά καινούργια βιβλία, για να διαβάζω στις πολλές ελεύθερες ώρες μου. Ένα από αυτά μόλις είχε βγει και ήταν μια Γαλλική μίνι εγκυκλοπαίδεια-λεξικό των κινημάτων του 20ου αιώνα. Ο Αιώνας Των Ανατροπών (εκδόσεις Οξύ) με έμαθε πολλά, και ανάμεσα στα χιλιάδες άλλα εκεί πρωτοδιάβασα για τον Vautier και την αντιμετώπιση που είχε από “αριστερούς” σαν τον “σοσιαλιστή” υπουργό εσωτερικών Μιτεράν και το ΚΚΓ. Οι ταινίες-ντοκιμαντέρ που γύρισε ή που ήθελε να γυρίσει, θεωρούνται απόπειρες υπονόμευσης της ασφάλειας του κράτους και πράξεις προδοσίας. Όμως ακόμα και η άλλη πλευρά, αυτή του FLN τον λογοκρίνει και τον φυλακίζει, επειδή έδειξε -στο Η Αλγερία στις Φλόγες- τους πολεμιστές του να θρηνούν. Μύλος, η εικόνα έχει μεγάλη δύναμη και πρέπει να είναι ελεγχόμενη, έτσι όλοι κάνουν πίσω, λυγίζουν. Φτάνει το 1960, μαζί με τον ερχομό της νέας εποχής της Nouvelle Vague, όταν ο Godard, έχοντας παρακαταθήκη το Με Κομμένη την Ανάσα, αποφασίζει να γυρίσει τον Μικρό Στρατιώτη. Εκείνη η τρομερή ατμόσφαιρα, βουτηγμένη στο “μαύρο”, με μια …noir λογική περί καλού και κακού, το πολιτικό και το εφήμερο, την εσωτερική και εξωτερική σύγκρουση, τη σύγχυση, τους ασύλληπτα όμορφους διαλόγους, τα ατελείωτα τσιγάρα, είναι μια συνέχεια του ντεμπούτου του. Μέσα σε όλα, εμφανίζεται και μια νεαρή Δανέζα ετών 19, που θα καθορίσει την πορεία και τη μοίρα του, η Anna Karina. Η ταινία φυσικά λογοκρίνεται και κυκλοφορεί μόλις το ’63, όταν όλα έχουν τελειώσει. Αργότερα θα σκάσουν αρκετά film στη Γαλλία και αλλού για εκείνον τον επταετή πόλεμο.

Η “σχέση” του Godard με την Αλγερία είχε ξεκινήσει όταν συνεργάστηκε με τον Martial Solal, έναν από τους λίγους Αλγερινούς μουσικούς που τα κατάφεραν να κάνουν καριέρα εκτός συνόρων. Αν και περισσότεροι και γνωστότεροι ήταν οι συγγραφείς-φιλόσοφοι (Ντεριντά, Αλτουσέρ, Ανρί-Λεβί, Καμύ, Ρόμπλες) …pied noir (Γάλλοι της Αλγερίας δηλαδή), ανάμεσα τους εμφανίζονταν που και που μουσικοί. Πιο γνωστός ο Mouloudji και αργότερα ακολούθησαν οι Idir, Khaled, Jean Cohen Solal, Hector Zazou, Rachid Taha, μαζί με την έκρηξη του Rai στις Γαλλικές μητροπόλεις. Σκόρπια θα βρει κανείς και άλλους της εποχής του πολέμου ή λίγο μετά (Enrico Macias, Errol Parker, Marcel Fejjoo, Pierre Alain Dahan, Lili Boniche). Ο Solal Αλγερινός Εβραίος, εδώ να σημειώσω πως η Αλγερία πέραν των αυτοχθόνων Βερβέρων και των Αράβων διαθέτει πλείστες άλλες θρησκείες και εθνικότητες κυρίως από τα πέριξ της Μεσογείου και αυτό είναι κάτι που θα πρέπει κανείς να γνωρίζει για να εμβαθύνει στην πολυδαίδαλη ιστορία της. Περί αυτής της πολυπολιτισμικότητας και της κόντρας πέραν του ταξικού και του Γαλλόφωνου στοιχείου, θα πρέπει οπωσδήποτε να διαβαστει το υπέροχο Η Τέχνη της Απώλειας. Κλείνω άλλη μια παρένθεση (έχασα το μέτρημα) και ξαναγυρίζω στον πιανίστα Martial Solal, ο οποίος μετακόμισε στο Παρίσι το 1950, έπαιξε με τον Django, ταξίδεψε στις Η.Π.Α. συνέπραξε με δεκάδες σχήματα και ηχογράφησε εκατοντάδες δίσκους. Ηχητικά ”ακούμπησε” όχι μόνο τη Jazz, αλλά και το Tango, το Rock n’ Roll, το Chanson, την Κλασσική μουσική, ενώ έγραψε και μελωδίες για film. Και παρότι υπήρξαν αρκετές αυτές οι απόπειρες, στο θυμικό έμεινε μόνο μία. Ίσως γιατί είχε όλο το πακέτο: Πρώτο film Godard, ασπρόμαυρο, υπέροχο, νεανικό, φρέσκο, παίζοντας στα όρια του “αστυνομικού”, με το Παρίσι στο πιάτο, τον Μπελμοντό, την Τζιν Σίμπεργκ. Κλασσικό από την πρώτη στιγμή και μαζί και η μουσική. Παρότι ο Godard δεν προτιμούσε τη Jazz ή την Pop μουσική -αλλά κυρίως την Κλασσική- ενίοτε …ενέδιδε. Εν προκειμένω αυτός που τον ”έψησε”, ήταν ο Jean Pierre Melville που λατρεύοντας τη Jazz -τι Γάλλος με έφεση στα κινηματογραφικά noir θα ήταν άλλωστε- έβλεπε συχνά τον Solal στο club St. Germain Des Pres και του έδωσε την ευκαιρία να γράψει το soundtrack για το 2 Άνδρες στο Μανχάταν (1959). Μετά το 4ο σκηνοθετικά film του, ο Melville έπαιξε στο Με Κομμένη την Ανάσα τον συγγραφέα Parvulesco και παράλληλα έπεισε τον Godard να ντύσει ηχητικά την ταινία με Jazz και δη τον Αλγερινό πιανίστα.

Με μια υπέροχη rhythm section, την … enfant gate της Γαλλικής Jazz (Daniel Humair, Pierre Gossez, Roger Guerin κλπ), ο Solal κατάφερε να πιάσει το νόημα, δίνοντας ρυθμό στις εικόνες. Και αν ο ήχος και η εικόνα -τουλάχιστον εδώ- είναι συνυφασμένος, δε συνέβει το ίδιο με τις εκδόσεις του soundtrack, το οποίο εκδόθηκε μόνο σε EP -έτσι συνέβαινε συνήθως εκείνα τα χρόνια στα Γαλλικά film- το ’60 από την Columbia. Και μετά σιωπή, εκκωφαντική ως τα 90s που ξεκίνησαν οι συλλογές έργων της Nouvelle Vague. Ουσιαστικά επανεμφανίστηκε το 2002 και μια δεκαετία μετά βγήκε σε αυτοτελή δίσκο, 50+ χρόνια μετά την προβολή του film. Παρότι πια αναφέροντας το όνομα του Solal, οι περισσότεροι τον ξέρουν από την ταινία, η πορεία του Αλγερινού υπήρξε τεράστια, υπέροχη και πολύπλευρη. Φυσικά είναι δύσκολο σ’ έναν κόσμο που απορρίπτει τη Jazz και δη την Ευρωπαϊκή, να ”σπρώξεις” ακροατές να προσεγγίσουν το έργο ενός πιανίστα, αλλά εγώ θα το κάνω και όποιος θέλει ας τολμήσει, δε θα χάσει.

Η δεκαετία του ’50 τον βρίσκει στην καρδιά των πάντων το Παρίσι, St. Germain Des Pres, γύρω από συγγραφείς, υπαρξιστές, ποιητές, γλύπτες, ζωγράφους, κινηματογραφιστές, τραγουδιστές, εκδότες. Δεν είναι τυχαίο πως ο Maspero και ο Παπατάκης -που ανέφερα πιο πάνω- εργάζονταν σ’ εκείνο το τετράγωνο. Ο Solal ηχογραφεί με τον Django, τον Astor Piazzolla, τον Kenny Clarke και πολλά ακόμα σχήματα και μαζί δικούς του δίσκους. Στα 60s βγάζει τα καλύτερα album του, περνώντας από τα πιο απαλά στα πιο πολυδαίδαλα και free ακούσματα. Εντυπωσιάζει τους Αμερικάνους, δίνει συναυλίες στις Η.Π.Α., ηχογραφεί με ονόματα σαν τον Lee Konitz, ενώ συνεργάζεται και με το label Musique Pour L’Image (MPI). Εκεί -σε μια από τις σημαντικότερες library ετικέτες, που έστεισε ένας άλλος πιανίστας, ο Robert Viger- και στη θυγαρτική PSI, βγάζει υπέροχα album και στα 70s. Μερικά που ξεχωρίζω:

Zoller Koller Solal

Etudes En Mouvements

Jazz Moderne

Impressive Rome

Action

Fafasifa

Locomotion

Movability

Επιστρέφοντας στην καταγωγή του, πιάνει το νήμα ένα τραγούδι που συνέγραψε παρέα με τον Guy Lafitte, σε στίχους του Andre Salvet. Το Twist A St. Tropez εκδόθηκε το ’61, όταν το Γαλλικό rock n roll βρισκόταν στο απόγειό του. Vince Taylor, Blousons Noirs και μεταξύ άλλων οι Chats Sauvages του Dick Rivers. Οι Αγριόγατοι -που πρώτοι ηχογράφησαν το εν λόγω άσμα- ήταν η μπάντα που θα έβλεπε ο Αούνιτ την 17η Οκτώβρη 1961, αν δε γινόταν το πογκρόμ κατά των Αλγερινών διαδηλωτών και δεν έπεφτε νεκρός. Από το Έγκλημα και Μνήμη, ένα βιβλίο που πηγαίνει μπρος πίσω στην ιστορία και ”ταξιδεύει” και ως το Βέλγιο. Εκεί το κομμάτι που συνέθεσε ο Solal βρήκε το ’78, μια θαυμαστή-πρωτότυπη διασκευή από τους Telex. Που να ήξεραν όμως όσοι το χόρευαν -μέσα σ’ έναν κατακλυσμό από σύνθια- ποιος ήταν ο συνθέτης του και ποια τα θαυμάσια έργα του. Πάνω κάτω εκείνη την περίοδο -της πρώτης ηχογράφησης του εν λόγω- έσκαγε και Ο Μικρός Στρατιώτης και πάνω σ’ αυτό το film, έχω σκεφτεί πολλές φορές και αναρωτιέμαι γιατί δεν έγινε πράξη, πως θα ήταν ταμάμ να έγραφε τη μουσική ο Solal. Ένας Αλγερινός για τον πόλεμο της Αλγερίας, αλλά ίσως από τη μία ο Martial δεν -ήθελε να- είχε καμία σχέση με την πολιτική και από την άλλη ο Godard πίστευε πιότερο στη δύναμη της Κλασσικής μουσικής. Έτσι επελέγη ο Maurice Le Roux που ακολούθησε κατά πόδας στιχομυθίες σαν και την παρακάτω των Michel Subor-Anna Karina:

Got any records?

Yes. What would you like? Bach?

No, it’s too late. Bach’s for 8:00 in the morning. A Brandenburg Concerto at 8:00 am is wonderful.

Mozart? Beethoven?

Too early. Mozart’s for 8:00 at night. Beethoven’s music is very deep. Beethoven’s for midnight. No, what we need is some Haydn. Good old Joseph Haydn.

Η ταινία ξεκινούσε με τη φράση: Ο καιρός της δράσης πέρασε, αρχίζει ο καιρός της σκέψης. Ο Godard πάντα μπροστά από την εποχή του, αν και η δράση επέστρεψε με άλλη μορφή. Το soundtrack της ταινίας δεν εκδόθηκε ποτέ. Ο Solal από την άλλη, έκανε δουλειές που άγγιξαν την Κλασσική μουσική. Στο Με Κομμένη την Ανάσα ακούγεται το κονσέρτο για κλαρινέτο του Mozart. 2 χρόνια μετά με το trio του παίζει τις συνθέσεις του Jean Ledrut για τη Δίκη (του Κάφκα) που γύρισε ο Orson Wells. Ήρθαν και άλλες παρεμφερείς ηχογραφήσεις του στη συνέχεια, άλλωστε ο ίδιος μελέτησε και επηρεάστηκε από μεγάλους συνθέτες της γηραιάς ηπείρου (Stravinski, Bartok, Messiaen, Debussy). Την Αλγερινή αντίσταση δε την ”έπιασε” ποτέ βέβαια, ούτε και το εκρηκτικό κλίμα της εποχής. Τι να κάνουμε, δεν είναι όλοι για όλα, έκαστος στο είδος του που λένε. Η Γαλλία μπορεί να άλλαζε, η Jazz και το σινεμά όμως ήταν πάντα εκεί για να ταξιδεύουν τους … ονειροπόλους. Αργότερα μια σειρά από λογοτεχνικά βιβλία ήρθαν για να ανασυνθέτουν εκείνη την εποχή. Εδώ μια σχετική Γάλλο-Αλγερινή λίστα, με μεταφρασμένα στη γλώσσα μας βιβλία:

Έγκλημα Και Μνήμη (Πόλις) – Didier Daeninckx

Μαύρο Αλγέρι (Πόλις) – Maurice Attia

Τα Πλούτη Μας (Πόλις) – Kaouther Adimi

Μετά Τον Πόλεμο (21ος) – Hevre Le Corre

Ντζεμπέλ (Καστανιώτης) – Gilles Vincent

Για Τα Πληγωμένα Μας Αδέρφια (21ος) – Joseph Andras

Η Τέχνη Της Απώλειας (Πόλις) – Alice Zeniter

Η Πριγκίπισσα Του Αίματος (Άγρα) – Jean Patrick Manchette

Η Λέσχη Των Αθεράπευτα Αισιόδοξων (Πόλις) – Jean Michelle Guenassia

Οι Μέλισσες Και Η Σφήκα (Σοκόλης) – Francois Maspero

συν το εγκυκλοπαιδικό Ο Αιώνας Των Ανατροπών (Οξύ)


More Posts for Show: Noir