ή Μικρή Ελεγεία Για Τη Φλόγα Η Οποία Μας Καταβροχθίζει Καθώς Κάνουμε Κύκλους Μέσα Στη Νύχτα
Πώς ξεκινά μια ιστορία; Ξεκινά μια ιστορία; Έχει αρχή; Μπορείς να πεις ποτέ “να εδώ είναι εκείνο το σημείο στο οποίο ξεκινά μια ιστορία;” Σε κάποιες περιπτώσεις μπορείς, και αυτή εδώ είναι μια τέτοια περίπτωση.
Είμαστε στα μέσα της δεκαετίας του ’60 ο κύριος Robert Allen Zimmerman έχει ήδη κάνει αίσθηση κυκλοφορώντας τον τρίτο του δίσκο The Times They Are a-Changin’ στις 13 Ιανουαρίου του 1964. Λίγο αργότερα, αρχές Αυγούστου θα κυκλοφορήσει και ένα δεύτερο δίσκο μέσα στη χρονιά το Another Side of Bob Dylan, ενώ ετοιμάζεται τα επόμενα χρόνια να βγάλει το έναν εκπληκτικό δίσκο πίσω από το άλλο: Bringing It All Back Home και Highway 61 Revisited το 1965, το Blonde on Blonde το 1966 και το John Wesley Harding το 1967. Κάπου λοιπόν στις αρχές του 1964 ο κ. Zimmerman θα γράψει ένα τραγούδι που μάλλον, δεδομένου του ερωτικού του χαρακτήρα και δεδομένου ότι το Another Side of Bob Dylan ήταν πιο ερωτικός και εσωτερικός δίσκος, προορίζονταν για το δεύτερο δίσκο που βγήκε το 1964. Το τραγούδι είναι το I’ll keep it with mine και στην αρχή είχε τον ειρωνικό τίτλο Bank Account Blues. O Dylan δε θα το ηχογραφήσει καθόλου το 1964 και θα το δώσει στην Judy Collins να το τραγουδήσει, της οποίας θα είναι και το πρώτο single (αν και είχε ήδη βγάλει τέσσερα album μέχρι το 1965). Η πρώτη φορά που ηχογραφείται από τον Dylan είναι στις ηχογραφήσεις για το Blonde on Blonde που ξεκίνησαν το ’65, και πολλά χρόνια αργότερα κάποιες από αυτές θα δουν το φως των επίσημων κυκλοφοριών. Η πρώτη στο στο box set Biograph το 1985, και μία ακόμα σε μία σειρά επίσημων bootleg που θα κυκλοφορήσουν αρχές της δεκαετίας του ’90. Ακούγοντας τις εκτελέσεις του κ. Zimmerman μπορούμε, ίσως, να καταλάβουμε πολύ καλά γιατί δεν κυκλοφόρησε ποτέ από τον ίδιο. Η τραχιά και ένρινη φωνή του αδυνατεί να χρωματίσει κατάλληλα αυτό το ελαφρύ μεν, ωστόσο απαιτητικό τραγούδι ενώ από την άλλη στιχουργικά αν και δείχνει την ευαισθησία και ίσως μια πιο θηλυκή πλευρά του Dylan δεν κολλάει στο ύφος του μοναχικού τροβαδούρου του κοινωνικού περιθωρίου. Έτσι το τραγούδι θα το αναλάβει η Judy Collins, άλλωστε όπως έχει πει και η ίδια το τραγούδι να έχει γραφτεί για εκείνην.
H Judy Collins γεννήθηκε την πρωτομαγιά του 1939 στην Washington του Seattle και από μικρή παρακολούθησε μαθήματα πιάνου κάνοντας την πρώτη της δημόσια εμφάνιση σε ηλικία 13 ετών. Γρήγορα όμως το ενδιαφέρον της θα το τραβήξει η folk και τα τραγούδια του Pete Seeger και του Woody Guthrie και θα εγκαταλείψει τις κλασσικές σπουδές της για να αρχίσει να τραγουδά folk, επηρεασμένη από το folk revival των αρχών της δεκαετίας του ’60. Ως επί το πλείστον θα επιδοθεί στο να τραγουδάει παραδοσιακά τραγούδια και από το 1961 μέχρι το 1965 θα κυκλοφορήσει 5 album (ένα κάθε χρόνο), κυρίως βασισμένα σε παραδοσιακές συνθέσεις και συνθέσεις τρίτων. Αργότερα καθώς θα καταξιώνεται, θα φέρει στο προσκήνιο και καλλιτέχνες που μετέπειτα θα γράψουν τη δική τους γραμμή στην μεγάλη παράγραφο της περιόδου εκείνης, όπως τον Leonard Cohen, που θα είναι η πρώτη που θα τραγουδήσει τραγούδια του. Η Collins λοιπόν, θα πάρει το τραγούδι και θα βγάλει με αυτό ένα single. Δεν θα γνωρίσει κάποια επιτυχία παρόλα αυτά, θα δώσει τα standards του τραγουδιού και θα είναι η πρώτη που θα το βάλει στη δισκογραφία της. Ωστόσο, στον επόμενο του single πέμπτο δίσκο της, το τραγούδι δε θα συμπεριληφθεί. Η εκτέλεση της Collins μέσα στο κλίμα τoυ pop folk mainstream είναι σχεδόν αριστουργηματική. Η φωνή της σε όλες της τις δυνατότητες κάνει όλα τα απαιτούμενα δύσκολα γυρίσματα ενώ η ενορχήστρωση και η παραγωγή υποδηλώνουν ίσως πως θα ήθελε να το πει ο κ. Zimmerman αν διέθετε την φωνή της κ. Collins.
Η πρώτη κυρία που τελικά θα δισκογραφήσει το τραγούδι σε album θα είναι η κυρία Christa Päffgen -γνωστή μάλλον ως Nico. Γεννημένη στην Κολωνία το 1938, θα ακολουθήσει καριέρα μοντέλου και ηθοποιού θα γίνει γνωστή από τον Andy Warhol τη δεκαετία του ’60 και θα αφήσει ανεξίτηλες βαθιές τομές σε σημεία του σώματος της δεκαετίας του ’60 που δεν τα είδε ο λαμπρός ήλιος της εποχής, συμμετέχοντας στον πρώτο δίσκο των Velvet Underground. Η Nico θα βγάλει ένα single μετά την γνωριμία της με τον Brian Jones σε παραγωγή του Jimmy Page το 1965 και ο Jones θα είναι αυτός που θα την συστήσει στον Warhol και στους κύκλους της Νέας Υόρκης. Αμέσως μετά τη δουλειά με τους Velvet Underground, η Nico θα ξεκινήσει να δουλεύει τον πρώτο της προσωπικό δίσκο το Chelsea Girl, στον οποίο συμμετέχουν πλείστοι όσοι από τους underground κύκλους της Νέας Υόρκης. Ο δίσκος αυτός δεν έχει δικές της συνθέσεις και περιλαμβάνει βασικά τραγούδια από τους Cale, Reed, Sterling καθώς και του Jackson Browne, έχει επίσης και ένα του Tim Hardin καθώς φυσικά και το I’ll keep it with mine. H εκτέλεση της Nico πάει ένα βήμα παραπέρα, η ενορχήστρωση ξεφεύγει από τα πλαίσια της folk ενώ ταυτόχρονα παραμένει τέτοια αλλά με ένα καινούριο τρόπο. Το βιολί εκεί έχει τον πρώτο λόγο ενώ “τσακώνεται” συνεχώς με το ηλεκτρικό μπάσο, αλλά η κατά τα άλλα υπέροχη φωνή της Nico κάπου το χάνει: η σκληρή και ταυτόχρονα ευαίσθητη φωνή της που καταφέρνει αλλού να είναι συγκλονιστική, σε αυτή την εκτέλεση αδυνατεί να πιάσει την λεπτή ειρωνεία και το ελαφρύ -σχεδόν εφηβικό- παιχνίδισμα των στίχων, το συγκεκριμένο τραγούδι δεν χωρά μάλλον την σκληρή ευγένεια της φωνής της Nico. Με πολύ θράσος θα πούμε ότι είναι μάλλον μια κακή εκτέλεση. Όχι γενικώς κακή. Ειδικώς κακή, με δεδομένο τι είχε τραγουδήσει πιο πριν η Nico, ποιοι είναι πίσω από το Chelsea Girl αλλά και την εκτέλεση της Judy Collins.
Από τον βελούδινο υπόγειο κόσμο της Νέας Υόρκης του δεύτερου μισού της δεκαετίας του ’60 θα κάνουμε ένα μεγάλο βήμα 15 περίπου χρόνια αργότερα και ένα ακόμα πιο μεγάλο για να πάμε με μια δρασκελιά στο λαχούρινο υπόγειο κόσμο του της Πόλης των Αγγέλων του πρώτου μισού της δεκαετίας του ’80. Αναφερόμαστε φυσικά στο Paisley Underground -ευθεία αναφορά βέβαια στους Velvet Underground- που αποτέλεσε το ψυχεδελικό revival της δυτικής ακτής στο ξεκίνημα της δεκαετίας του ’80. Το Paisley Underground ήταν η σκηνή που περιελάμβανε ποικίλα και πολλά συγκροτήματα και καλλιτέχνες και το εξαιρετικά ενδιαφέρον ήταν ότι παρόλο που μιλάμε για σκηνή πολλά πράγματα που βγήκαν μέσα από τους κόλπους της απείχαν πάρα πολύ μεταξύ τους, ενώ ταυτόχρονα ήταν σε ένα ίδιο πλαίσιο. Ποικιλομορφία ενώ την ίδια στιγμή είχαν ένα κοινό κίνητρο. Το κίνητρο ήταν με ένα τρόπο η επιστροφή στα 60’s και όλες οι μπάντες ήταν πάνω στην ίδια γραμμή αυτή επανασύνδεσης των 80’s με τα 60’s. Είναι πάρα πολλά αυτά που θα μπορούσε να πει κανείς για το Paisley (μια από τις πιο ενδιαφέρουσες σκηνές παγκοσμίως εκείνη την περίοδο μαζί με την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία) αλλά αυτό αποτελεί αντικείμενο κάποιου άλλου κειμένου.
Το 1984 θα κυκλοφορήσει ένα tribute album όπου μέλη από διάφορες μπάντες του Paisley μαζεύονται και αποτίουν φόρο τιμής σε όλα εκείνα τα οποία αγάπησαν από τη δεκαετία του ’60 και ενώ δεν διασκευάζουν κάποιες επιτυχίες καταφέρνουν να φτιάξουν έναν από τους πιο όμορφους δίσκους εκείνης της περιόδου. Αν ακούσει κανείς προσεκτικά το δίσκο ίσως καταλάβει τι σημαίνει και tribute album πολύ πριν ο όρος αφορά κατά βάση εμπορικές αδιάφορες κινήσεις. Το album ονομάζεται Rainy Day, και η “all-star” μπάντα από πίσω και η οποία έχει το ίδιο όνομα με το δίσκο αποτελείται από τους Steve Wynn, Karl Precoda. Kendra Smith, Dennis Duck, Michael Quercio, Louis Gutierrez, Mickey Mariano, Danny Benair, Steven Roback, David Roback, Matt Piucci, Eddie Kalwa, Will Glenn, Vicki Peterson και Susanna Hoffs. O δίσκος ανοίγει με μια διασκευή στο I’ll keep it with mine. Και θα σταθούμε λίγο εδώ. Οι δύο πιο γνωστές εκτελέσεις του τραγουδιού ήταν και είναι μάλλον ακόμα από την Collins και τη Nico. Το Paisley βασίζεται σχεδόν εξίσου με ένα τρόπο στα μουσικά ρεύματα που είναι πίσω από τις δύο αυτές κυρίες: τη folk και την πειραματική ψυχεδέλεια που πατάει πάνω σε προηγούμενες φόρμες και πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα. Τη σύνδεση όμως δεν την κάνουν οι Rainy Day και τα παιδιά του Paisley, υπάρχει ήδη (άλλωστε ήταν ο ίδιος ο Dylan που πρότεινε το τραγούδι στην Nico). Τι καταφέρνουν όμως να κάνουν σε αυτή την εκτέλεση οι Rainy Day; Να συνδέσουν τις δύο εκτελέσεις, να συνδυάσουν τη folk με την ψυχεδέλεια, κρατώντας πιο πολύ την ενορχήστρωση της Nico ενώ από την άλλη ακολουθούν την γραμμή της Collins στα φωνητικά σε πιο όμως χαμηλό προφίλ χωρίς ξεσπάσματα. Η φωνή της Susana Hoffs είναι στα καλύτερα της, γλυκιά και ειλικρινής, βαθιά και παιχνιδιάρικη, σοβαρή, αισιόδοξη και έντιμη. Κυρίως έντιμη: ξέρει ότι δεν είναι ούτε Collins ούτε Nico. Έχει ακούσει όμως και τις δύο. Και τις σέβεται, και κατεβαίνει στην υπόγεια κάβα προσέχοντας μην κάνει φασαρία για να βρει εκείνο το μπουκάλι κρασιού που έχει το I’ll keep it with mine, που όταν πρωτοβγήκε ήταν μάλλον πολύ άγουρο και λίγο τραχύ. Και που τώρα 20 χρόνια μετά, είναι εκεί μεστό, απαλό, πλήρες αρωμάτων και αποχρώσεων. Η εκτέλεση αυτή είναι το ανάλογο του να σηκώνεις ένα πεπαλαιωμένο κόκκινο κρασί στον ήλιο και να κοιτάς το φως να παίζει με το χρώμα του ενώ την ίδια στιγμή κλείνεις τα μάτια το μυρίζεις και μεταφέρεσαι σε ένα υφασμάτινο υπόγειο που μικρή σημασία έχει αν είναι βελούδινο ή λαχούρινο. Αρκεί που είναι υπόγειο, σκοτεινό, απαλό και βλέπεις τους ήχους και ακούς τα χρώματα.
To Paisley μας χάρισε πολλά αριστουργήματα και πολλά συγκροτήματα που έγραψαν την μουσική ιστορία της υπόγειας Αμερικής τη δύσκολη δεκαετία του ’80. The Dream Syndicate, Green On Red, Long Ryders για να ονοματίσουμε μόνο λίγα. Το συγκρότημα το οποίο έκανε τη μεγαλύτερη επιτυχία με όρους mainstream ήταν φυσικά οι Bangles. Οι οποίες μετά το πρώτο τους album θα φύγουν γρήγορα από τους κόλπους του Paisley για να τις παρασύρουν τα ρεύματα του ωκεανού. Οι Bangles φτιάχτηκαν το 1980, λίγο πιο πριν όμως η Susana Hoffs ήταν στο ίδιο συγκρότημα με τον David Roback, που μετά θα φτιάξει τους Rain Parade, τους Opal με την Kendra Smith και τους Mazzy Star με τη Hope Sandoval. Η Hoffs μαζί με τον Roback είναι άλλωστε και πίσω από την εκτέλεση του I’ll keep it with mine στο Rainy Day. Οι Bangles, λοιπόν θα βγάλουν ένα EP μόνες τους στο 1982 και δύο χρόνια μετά θα κυκλοφορήσει και το πρώτο τους album το All Over The Place το οποίο είναι ένα πολύ καλό power pop μείγμα με φωνητικά που τραβάνε πίσω στους Mamas And The Papas. Σχετικά σύντομα θα τραβήξουν τα φώτα της δημοσιότητας πάνω τους και ένας κύριος θα βοηθήσει έτσι ώστε οι Bangles να αφήσουν τις underground καταβολές τους και να γίνουν mainstream.
O κύριος αυτός δεν είναι άλλος από τον Prince. O Prince Roger Nelson, υπήρξε με ένα τρόπο φαν της σκηνής του Paisley, το studio του έφερε το ίδιο όνομα και οι Three O’ Clock ανήκαν στην δισκογραφική του εταιρεία. Θα κάνουμε ένα βήμα παραπέρα και θα τολμήσουμε να πούμε ότι ο Prince επηρεάστηκε ιδιαιτέρως από την σκηνή του Paisley και για να προβοκάρουμε και λίγο θα πούμε ευθέως ότι το Purple Rain o δίσκος που πούλησε 30.000.000 κομμάτια στις ΗΠΑ και έμεινε 24 εβδομάδες στο νο. 1 του Billboard κάλλιστα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένας δίσκος του Paisley Underground. Αν προσπαθήσει να ακούσει κανείς το Purple Rain προσεχτικά θα καταλάβει τι θέλουμε να πούμε. Οι αναφορές άμεσες και έμμεσες στα 60’s είναι παντού και αυτό που το κάνει Paisley είναι η προσέγγιση που έχει. Με ποια έννοια: είπαμε και πιο πάνω ότι οι μπάντες του Paisley διακρίνονταν για την ποικιλομορφία και πολυμορφία τους με την έννοια ότι το κοινό τους στοιχείο δεν ήταν ότι έπαιζαν τα ίδια πράγματα αλλά ότι αυτό που τους έκανε κοινότητα ήταν η αναζήτηση στα 60’s και η επαναπροσέγγιση τους. Με αυτή την έννοια ο Prince και στο Purple Rain αλλά και στο αμέσως επόμενο Around the world in a day του 1985 επιχειρεί το ίδιο.
Ένα χρόνο αργότερα ο Prince θα δώσει στις Bangles το Manic Monday, που θα γνωρίσει μεγάλη επιτυχία και θα μείνει καρφωμένο στο νο. 2 των charts, μάλλον μόνο και μόνο επειδή το Kiss θα είναι στο νο. 1 την ίδια περίοδο. Το Manic Monday και το Walk like an Egyptian θα φέρουν τις Bangles στο προσκήνιο, όπου ωστόσο ακόμα τότε θα κρατήσουνε κάτι από τον παλιό αέρα του Paisley, ειδικά το Walk like an Egyptian είναι ένα αξιοπρεπέστατο flower power pop μικρό διαμαντάκι των 80’s. Μετά όμως την επιτυχία του 1986 οι κυρίες θα γίνουν mainstream διατηρώντας όμως ακόμα το βασικό χαρακτηριστικό που τις έκανε μπάντα. Έγραφαν, έπαιζαν και τραγουδούσαν όλες μαζί. Ωστόσο, αυτό δε θα κρατήσει πολύ. Το προμοτάρισμα της Hoffs από τη δισκογραφική δημιούργησε εντάσεις στα μέλη της μπάντας με αποτέλεσμα την διάλυση του συγκροτήματος. Το 1988 θα κυκλοφορήσουν το Everything που θα έχει την μεγαλύτερη τους εμπορική επιτυχία το Eternal Flame για να διαλυθούν το 1990.
Τι απόσταση μπορεί να χωρίζει την Susana Hoffs που τραγουδάει το I’ll keep it with mine με τη Susana Hoffs που χτυπιέται στην παραλία του Eternal Flame; Δύσκολο ερώτημα και ίσως πιο δύσκολη απάντηση. Μια απάντηση που θα μπορούσε να περιλαμβάνει όλα τα σταυροδρόμια που στρίψαμε λάθος, όλες τις οδηγίες που τις πήραμε τοις μετρητοίς και όλες τις πινακίδες που βαριεστημένοι υπάλληλοι έχουν τοποθετήσει με λάθος τα νούμερα των χιλιομετρικών αποστάσεων. Οι Bangles με έναν τρόπο πλήρωσαν την ύβρι τους και πέρασαν στην αφάνεια μετά τη σύντομη λάμψη τους στο δεύτερο μισό των 80’s. Και με έναν τρόπο έσφαλαν. Όμως ακόμα και στα λάθη τους, με ένα τρόπο τις αγαπάμε. Ίσως επειδή, δώσαμε και μεις κάποτε λίγο από το χρόνο μας να τον φυλάξει στην μικρόσωμη μελαχρινή εβραιοπούλα Susana Hoffs. Ίσως επειδή, η αγάπη δεν εκπίπτει. Ίσως επειδή, αν έχεις αγαπήσει κάτι, δεν μπορείς να ξεχάσεις ποτέ ότι το αγάπησες.
Κάπου, κάποτε σε κάποιο σημείο αυτού του πλανήτη κάποιος ακούγοντας το Eternal flame έκλαψε: για όλα εκείνα τα underground κορίτσια που χάθηκαν στο mainstream.
Πηγή: Пролет Καλτ
____________________
Σημείωση: Προφανώς το τραγούδι το έχουνε διασκεύασει πολύ ακόμα πριν τους Rainy Day με ποιο γνωστή την παντελώς αδιάφορη των Fairport Convention. Τα περισσότερα τραγούδια στα οποία αναφερόμαστε μπορείτε να τα ακούσετε σε αυτήν εδώ την εκπομπή του Ανθρακωρηχείου.
Ανθρακωρηχείο 24.10.2013 by Βα.Αλ. on Mixcloud