γράφει ο Σπύρος Καλετσάνος (Noir)
Έχοντας τελειώσει τη δουλειά και μπει ήδη στο πρώτο λεωφορείο για να φτάσω ως το τέρμα και από εκεί στο δεύτερο -608- με προορισμό του Ζωγράφου, όπου έμενα τότε, στεκόμουν στο σημείο του ακορντεόν και (ξανά)διάβαζα το Underground του Μάριο Μάφι, ώσπου χτύπησε το τηλέφωνο. Στην άλλη άκρη μια άγνωστη φωνή με πληροφορούσε ποιος είναι, από πού πήρε το νούμερο μου και μου έκανε μια πρόταση για συνάντηση σ’ ένα μεγάλο χώρο στην Πραξιτέλους. Με το συνομιλητή μας συνέδεε ή “φοίτηση” ή καλύτερα η παρακολούθηση σεμιναρίων ραδιοφώνου στο μικρό πολυτεχνείο στο Θησείο. Σε άλλα χρονικά διαστήματα βέβαια, εκείνος μόλις είχε τελειώσει και μαζί με έναν πυρήνα πραγματευόταν την ιδέα να δημιουργήσουν έναν αυτοδιαχειριζόμενο ιντερνετικό ραδιοφωνικό σταθμό. Προσωπικά είχα περάσει από αυτά τα σεμινάρια όταν μου το πρότεινε η συντρόφισσά μου, πήγα, συμμετείχα και όταν τελείωσαν προσπάθησα να βρω μια άκρη με τη ραδιοφωνική μου αγάπη. Τελικά μόνο μερικές εκπομπές έγιναν πράξη σ’ έναν Πειραιώτικο επίσης ιντερνετικό σταθμό και το όνειρο ξεθώριασε. Το τηλεφώνημα εκείνο μου κίνησε το ενδιαφέρον και ο πολύ ζεστός και εγκάρδιος τόνος του Αλέξανδρου Ντίνα, της φωνής στην άλλη πλευρά του ακουστικού, κύλησε ξανά τα σκουριασμένα γρανάζια. Ίσως αν διέθετα μαντικές ικανότητες ή με βοηθούσε το ένστικτο μου να γνωρίζω ήδη όλα όσα θα ζήσω και θα αλληλεπιδράσω με τόσο διαφορετικούς ανθρώπους, να έπειθα τον εαυτό μου από εκείνο το λεπτό να …σταματήσει να οδηγάει μόνος.
Έτσι κίνησα μερικές μέρες αργότερα για το white box και βρήκα δεκάδες άλλους που δεν ήξερα, μόνο 2-3 μου ήταν οικείες φυσιογνωμίες. Όσα άκουσα μου άρεσαν, περί αυτοδιαχείρισης, αυτοοργάνωσης, DIY σκηνικού και ανοιχτού μουσικού πλαισίου. Έτσι ακολούθησα, μαζί με αρκετούς ακόμα, τον σκληρό πυρήνα των 10 ανθρώπων που με δίψα και ενθουσιασμό το έτρεξαν, βρήκαν το χώρο, τα έπιπλα, τα μηχανήματα, συνομίλησαν με τους ‘’ειδικούς’’ και έτσι –υπό την σκέπη του Γιώργου Φλωράκη- φτάσαμε στον τέταρτο όροφο της Κτενά 8, απ’ όπου εκπέμψαμε ζωντανά για πρώτη φορά ένα μεσημεροαπόγευμα της 3ης Μάη του 2010. Ήμουν στη δουλειά και άκουγα από εκεί γεμάτος αγωνία και ανυπομονησία για το τι θα βγει προς τα έξω. Φυσικά τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα, αλλά τα καταφέραμε σταδιακά. Είχαν προηγηθεί συνελεύσεις επί συνελεύσεων περί του πλαισίου, του Δ.Σ., των αρμοδιοτήτων, του καταστατικού και φυσικά του ονόματος και όλα αυτά συνεχίστηκαν δυναμικά για χρόνια. Οι συγκρούσεις, οι εντάσεις, οι όμορφες στιγμές, τα γλέντια, τα τρέξιματα, τα πάρτυ, τα εκατομμύρια mail, οι συζητήσεις στο μπαλκόνι-ημίυπαίθριο και τόσα άλλα. Δε μπορώ λόγω χώρου και δε θέλω να μπω σε λεπτομέρειες, ίσως το κάνουν άλλοι παλιόφιλοι ή ίσως αυτά βγουν προς τα έξω με άλλο τρόπο, ποιος ξέρει, αλλά δε μπορώ να μην θυμηθώ πόσο επηρέασε τη ζωή και την κοσμοθεωρία μου όλο αυτό. Πως έμαθα να εξωτερικεύω το εντός μου, πώς να συνευρίσκομαι και να συνυπάρχω με τους άλλους, πώς να συμπαθώ ανθρώπους με τους οποίους διαφωνώ ή και λογοφέρνω, πως κοινωνικοποιείσαι μεταξύ 65 διαφορετικών χαρακτήρων.
2 μέρες μετά την πρώτη μετάδοση του Music Society πήρα το αεροπλάνο για Παρίσι και όμως ο νους μου ταξίδευε και εκεί στους χώρους της Κτενά. Μάλιστα λίγο πριν το ματς ημιτελικό της Euroleague χτύπησε το τηλέφωνο για κάποιο ζήτημα του σταθμού, έτσι μπαίνοντας στο μετρό με προορισμό το Bercy εκεί στο 12ο διαμέρισμα των Παρισίων, έβαζα τις σκέψεις μου σε μια σειρά. 10 χρόνια μετά και με πάνω από 150 διαφορετικές εκπομπές να έχουν βγει στον αέρα, με τόσα σεμινάρια, events, parties, γλέντια, συνελεύσεις στην πλάτη, αισθάνομαι γιομάτος γνώση και ευγνωμοσύνη που τα έζησα. Κατανοώ πως δε θα ξανάρθουν και γι’ αυτό αν ήταν στο χέρι μου το σημερινό εγχείρημα, που συνεχίζει να ονομάζεται Music Society, θα ήθελα να μην ταυτίζεται με το παρελθόν. Ναι, έχουμε τα ίδια μηχανήματα, τα ίδια έπιπλα, το ίδιο site και server, οι περισσότεροι από εμάς –τους παραγωγούς- ήμασταν και πριν στο σταθμό, αλλά νομίζω πως ο δρόμος μας (θα) είναι διαφορετικός. Πιο μοναχικός, ανηφορικός, εσωτερικός και φυσικά όχι τόσο ‘’μεγαλειώδης’’ όπως ήταν στα πρώτα χρόνια. Μέχρι και η τηλεόραση μας επισκέφτηκε στην Κτενά, περιοδικά και site έγραψαν για εμάς, κάναμε ανταλλακτικά παζάρια, file sharing, προβολές ταινιών, σεμινάρια, live στο σαλόνι, την ταράτσα, σε club, λάβαμε μέρος σε festival, βγάλαμε μπάντες στον αέρα, στο studio μας έκαναν την τιμή άνθρωποι που εκτιμάμε απεριόριστα (Last Drive, Νίκος Κοντογούρης, Mickey Pantelous, Purple Overdose, Stress, Θάνος Ανεστόπουλος κ.α.) και μιλήσαμε με ολόκληρο Manu Dibango αυτοπροσώπως! Αν θα μπορούσα να άλλαζα κάτι, για να παραφράσω ένα ηλίθιο ντόπιο τραγουδάκι, θα ήταν να μπορούσα να κάνω τη μεγάλη μουσική μας γκάμα πλεονέκτημα στο ραδιοφωνικό πρόγραμμα.
Δεν ξέρω πως συνέβη αλλά σε κάθε μεγάλη αλλαγή σχετική με το Society, ταυτόχρονα και η δική μου ζωή άλλαζε άρδην. Το Μάη του 2010 έπιασα τη δουλειά που έχω ακόμα, το καλοκαίρι του 2016 στη μετακόμιση μας από την Κτενά –όταν και μπήκε σε λειτουργία το τρένο της μεγάλης φυγής- γεννιόταν η πρώτη μου κόρη και στη δεύτερη μετακόμιση από τη Γενναδίου το Μάη του 2019 έβλεπε το φως και η άλλη θυγατέρα. Τα ‘’κέρδη’’ αυτής της δεκαετίας είναι αμέτρητα αλλά εκφράζονται μόνο σε συναισθήματα, σχέσεις, ταξίδια και ‘’ταξίδια’’. Και το studio αποτελεί για όλη αυτή την τρέχουσα δεκαετία, τρόπων τινά το δωμάτιο μου, εκεί που (αν και όχι πάντα) μόνος ασκούμαι και δημιουργώ μια αιθέρια κατάσταση της ψυχής και του νου, διαμέσω της μουσικής. Ευτυχώς μπορώ να το κάνω ακόμα, έστω και αν δεν κοιτώ πια από εκεί την Ακρόπολη ή το ναό της ζωοδόχου πηγής, αλλά την πολύβουη Μεσογείων. Και τι σημασία έχει άλλωστε τι βλέπεις με τα μάτια, αν η ψυχή φτερουγίζει χαρούμενη πλέοντας σε ωκεανούς του ήχου.
Μην ψάχνεις πια αλλού
Αφού το ξέρεις ήδη
Εδώ είναι το ταξίδι