The Immigrant Song
Γράφει ο Σπύρος Καλετσάνος
Υπάρχουν κάποιες ομάδες ανθρώπων που είναι οι αδικημένοι και καταφρονεμένοι αυτού του κόσμου. Αυτοί είναι οι πρόσφυγες και οι μετανάστες, ανάμεσα σε άλλους. Πολλά δίποδα που έχουν άχυρο αντί για μυαλό ή που κάθονται στη ζεστασιά του σπιτιού τους βλέποντας τηλεόραση, προφανώς και δεν το αντιλαμβάνονται. Όπως επίσης δεν καταλαβαίνουν ποια είναι η συμβολή αυτών των ανθρώπων στις εκάστοτε (δυτικές) κοινωνίες που εντάσσονται. Δε σκοπεύω όμως να κάνω πολιτική ανάλυση, οπότε το σταματάω εδώ και πηγαίνω κατευθείαν στο θέμα μας.
Στο μεταπολεμικό κόσμο, παράλληλα με την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων χωρών, αρχίζει το τέλος της αποικιοκρατίας, τουλάχιστον όπως την ξέραμε ως τότε. Οι κτήσεις Αγγλίας και Γαλλίας κυρίως σταδιακά ανεξαρτητοποιούνται. Στην Αγγλία -που θα μας απασχολήσει- το μεγάλο κύμα καταφτάνει στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50, ενώ ήδη ζουν εκεί αρκετοί μετανάστες. Δυτικό-Ινδοί, Αφρικάνοι και Ασιάτες κυρίως που φυσικά αντιμετωπίζονται από τη «δημοκρατική» χώρα ως πολίτες 2ης και 3ης κατηγορίας. Παράλληλα είναι η εποχή που συντελείται το μεταπολεμικό δυτικοευρωπαϊκό οικονομικό θαύμα και το επίπεδο ζωής όλο και βελτιώνεται για αρκετούς ανθρώπους· σε αυτό το οικονομικό θαύμα συνετέλεσαν και οι μετανάστες, αλλά ποτέ δεν έλαβαν την αναγνώριση που τους αναλογούσε. Πακέτο με την άνοδο του βιοτικού επιπέδου ενός λαού πάει και η ενασχόληση του με τις τέχνες και δη την πιο λαϊκή απ’ όλες, τη μουσική (τουλάχιστον στο πλαίσιο της διασκέδασης και της κατανάλωσης).
Προπολεμικά
Η Αγγλία, ενώ είχε μεγάλη λαϊκή μουσική παράδοση κατά τους προηγούμενους αιώνες, εκείνη την εποχή βρισκόταν σε τέλμα. Το πρώτο μισό του 20ού αιώνα περιελάμβανε κλασική μουσική, music hall, big bands, brass bands (ορχήστρες του στρατού ή κλασικές) και τη λεγόμενη popular music (τύπου crooner ή ελαφριά jazz). Όπως αντιλαμβάνεται καθείς, δεν υπήρχε ούτε εν ενεργεία λαϊκή μουσική -με εξαίρεση κάποιους folk τραγουδιστές και τοπικές Folk Dance and Song Societies- αλλά ούτε και μοντέρνα (όπως αντίστοιχα τα rhythm & blues ή αργότερα το be bop στις ΗΠΑ). Τη δεκαετία του ’50 η βιομηχανία του θεάματος και συγκεκριμένα της μουσικής μεγαλώνει. Η νέα γενιά αποζητά κάτι πιο κοντά στην εποχή και τις ανάγκες της, αλλά δεν το βρίσκει στους εγχώριους ήχους. Το λεγόμενο folk-revival έρχεται σιγά-σιγά στο 2ο μισό της δεκαετίας μαζί με τη σύντομη τρέλα του skiffle (αναβίωση του ομώνυμου ιδιώματος, που αποτελεί μίξη blues-jazz & folk, και έπαιζαν αφρο-αμερικάνοι στις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ τη δεκαετία του ’20). Και τα δυο έχουν σαφείς αναφορές στην Αμερικάνικη σκηνή, προερχόμενα από μουσικούς που καταφθάνουν στη Βρετανία από τις ΗΠΑ για συναυλίες και ηχογραφήσεις, αλλά κυρίως απ’ τον Alan Lomax. Αυτή όμως είναι μια ιστορία που θα αφηγηθούμε άλλη φορά. Απλώς να σημειώσω πως υπήρξε ένας εμιγκρές, μισός Κουβανός μισός Τζαμαϊκανός, που έπαιξε το ρόλο του. Ήταν ο Cliff Hall, τραγουδιστής των Spinners (γκρουπ απ’ το Λίβερπουλ), που φτιάχτηκαν το ’58 και αποτέλεσαν ένα από τα επιδραστικότερα σύνολα του folk revival στο νησί. Επίσης την ίδια περίοδο, στα τέλη της δεκαετίας του ’50, εμφανίστηκε ακόμη ένας τραγουδιστής που κινούνταν όμως σε πιο pop πλαίσιο. Ήταν ο Emile Ford από το μικρό νησάκι της Καραϊβικής Saint Lucia που το ’59 έφτασε στο Νο 1 του Βρετανικού chart διασκευάζοντας το «What do you want to make those eyes at me for?». Με μικρότερο βαθμό επιτυχίας στα chart, αλλά με πιο rock‘n’roll/R&B ήχο, εμφανίζεται και ο Edric Connor με τους Southlanders στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50.
Η αγγλική δεκαετία του ’50 περιλαμβάνει, εκτός της folk και του skiffle, pop μουσική, jazz, blues (ακουστικά προς το παρόν) και rock’n’roll (προς το τέλος της δεκαετίας). Ακόμα και σε είδη που εξελίσσονταν διαρκώς, όπως συνέβαινε με τη jazz, οι Άγγλοι μουσικοί είχαν μείνει κολλημένοι στο ένδοξο παρελθόν, ένα μόνιμο και γενικό πρόβλημα των Βρετανών. Αυτοί ήταν οι λεγόμενοι πιουρίστες που έπαιζαν ακόμα την «αγνή» προπολεμική dixieland jazz ή trad-jazz. Και εκεί ξεκινάει ουσιαστικά η παρέμβαση των μεταναστών στη ντόπια μουσική σκηνή. Κάπου εδώ να σημειώσω πως ήδη από τη δεκαετία του ’30 δραστηριοποιούνται μουσικοί απ’ την Καραϊβική, όπως οι Jiver Hutchinson και Coleridge Goode, συμμετέχοντας σε Βρετανικές jazz μπάντες, ενώ την ίδια περίοδο Αγγλικά label εκδίδουν περιορισμένες ηχογραφήσεις απ’ τις δυτικές Ινδίες. Όμως είναι η επόμενη γενιά που φέρνει ένα καινούργιο αέρα· δυτικό-ινδοί jazzmen σαν τους Dizzy Reece, Harold McNair, Joe Harriott και Shake Keane μαζί με κάποιους φωτισμένους Άγγλους σαν τους Ronnie Scott και Victor Feldman. Παράλληλα ανοίγουν νέα και μοντέρνα jazz club σαν το Flamingo ή το Club Eleven στο Soho, φτιάχνονται group σαν τους Afro Cubists του Kenny Graham (1950) και καταφθάνουν όλο και περισσότεροι μουσικοί από τις ΗΠΑ για συναυλίες. Ήδη στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού υπάρχει το be-bop, η cool jazz, το hard bop, η latin-jazz, ενώ η σύγχρονη βρετανική σκηνή ακόμα μπουσουλάει. Μέσα σε λίγα όμως χρόνια οι νέοι μουσικοί προσεγγίζουν επιτυχώς αυτούς τους φρέσκους ήχους.
Κάποιες σκόρπιες ηχογραφήσεις στη μεσοπολεμική Αγγλία των δεκαετιών του ’20 και του ’30 ανθολογούνται σε συλλογές, όπως οι παρακάτω: «Living is Hard: West African Music in Britain (27-29)», «Springs of Time» (και οι δυο από την Honest Jon’s Records). Επίσης δίσκοι που κυκλοφόρησε η βρετανική Ηeritage τη δεκαετία του ’90 προέρχονται από την ίδια περίοδο (τέλη δεκαετίας ’20 με αρχές ’30) και έγιναν στο Λονδίνο για λογαριασμό της His Master Voice, της Zonophone ή της Columbia. Ήταν όμως η εξαίρεση και πιθανώς τότε δεν τις άκουσαν παρά ελάχιστοι. Οι Αφρικάνοι μουσικοί, κυρίως από τη Νότια Αφρική και το δυτικό κομμάτι της μαύρης ηπείρου (Γκάνα, Νιγηρία), έφεραν τις λαϊκές μουσικές τους (highlife, juju, kwela), αλλά για μεγάλο διάστημα βρίσκονταν στην αφάνεια και αφορούσαν μόνο τις τοπικές κοινότητες μεταναστών. Απ’ την άλλη, οι δυτικό-ινδοί έφεραν τους ήχους του calypso, της αφρο-κουβανέζικης μουσικής, του mento (που εξελίχθηκε στη ska) και, όπως είπαμε, έβαλαν το χεράκι τους και στη jazz.
Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια
Όλα άρχισαν στις τοπικές κοινότητες του Λονδίνου και σε στέκια όπου διασκεδάζουν οι διάφορες εθνικές ομάδες μεταναστών. Παράλληλα, η μεγαλύτερη ζήτηση δημιουργεί δισκοπωλεία και εταιρείες δίσκων. Εν αρχή όλων το label της Melodisc που ιδρύθηκε το 1947 από τον Emil Edward Shalit και όλα τα sub-labels της, όπως η Calypso ή μεταγενέστερα η εμβληματική Blue Beat Records που έδωσε τ’ όνομά της στο νέο είδος στη Βρετανία (γνωστό ως ska στη Τζαμάικα). Ακολούθησαν και άλλες εταιρείες σαν τη Starlite που ιδρύθηκε το ’58 (ως θυγατρική της Esquire) και την Argo (ιδρύθηκε το ’51 και εξέδωσε κάποιες πολύ πρώιμες για τη βρετανική αγορά ηχογραφήσεις απ’ την Καραϊβική). Επίσης, labels όπως οι Oriole και Decca βγάζουν κάποια δισκάκια «εξωτικής», τουλάχιστον για τους Βρετανούς, μουσικής. Το 1953 το ζεύγος Benny & Rita King ανοίγουν ένα δισκοπωλείο στο Stamford Hill. Εκεί μπαίνουν Τζαμαϊκανοί και ζητάνε blues δίσκους, δηλαδή mento, όπως εξηγεί ο Benny King. Κάποιος πελάτης τους προτείνει να αρχίσουν να φέρνουν δίσκους από τη Τζαμάικα και δίνει στο ζευγάρι τη διεύθυνση του Coxsone Dodd στο Kingston. Ο Dodd ήταν η σπουδαιότερη φιγούρα της μουσικής βιομηχανίας της Τζαμάικα εκείνη την εποχή. Ένας Dj με το δικό του soundsystem, παραγωγός και φυσικά ιδρυτής του Studio One (studio ηχογραφήσεων και ομώνυμο label) και αρκετών ακόμη εταιρειών. Παράλληλα (βρισκόμαστε στο 1954) το ζεύγος King απευθύνεται σε ντόπια labels σαν τη Melodisc και την Esquire ρωτώντας τους αν θα ξεκινήσουν να εισάγουν δίσκους από τη Τζαμάικα, κάτι που αρχίζει να συμβαίνει σιγά-σιγά. Την επόμενη χρονιά ένας τύπος ονόματι Duke Vin που έχει φτάσει στο Λονδίνο ως λαθρεπιβάτης σε πλοίο απ το Κίνγκστον δημιουργεί το πρώτο ντόπιο sound system. Πικάπ, μεγάλα ηχεία, μια γεννήτρια και όλη η κοινότητα χορεύει στο δρόμο ή στο dancehall. Τρία χρόνια αργότερα γίνεται στο Λονδίνο το πρώτο sound clash, δηλαδή δύο sound systems που ανταγωνίζονται στο δρόμο. Το δεύτερο ανήκει στον Count Suckle, μετέπειτα dj στο Roaring Twenties (στέκι των πρώτων mods στις αρχές της δεκαετίας του ’60). Όλα αυτά αποτελούν κομμάτι της υπο-κουλτούρας των Τζαμαϊκανών γκέτο και των rude boys, που, όταν «εισήχθησαν» στην Αγγλία, επηρέασαν αρχικά τους mods και αργότερα τους skinheads και τους punks. Το graffiti «Τhe only good system is a sound system» σε τοίχους βρετανικών και όχι μόνο πόλεων τα λέει όλα. Όποιος ενδιαφέρεται περισσότερο για την επιρροή των Τζαμαϊκανών ας διαβάσει το βιβλίο «Υπο-κουλτούρα: το νόημα του στυλ» που έγραψε ο Dick Hebdidge (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Γνώση).
Εκτός της Ιαμαικής, παρουσία στην αγγλική μουσική σκηνή έχει και το Τρινιντάντ και Τομπάγκο με τη λαϊκή του μουσική που ονομάζεται calypso. Στο Festival of Britain του 1951 εμφανίζεται η Trinidad All Steel Percussion Orchestra. Την ίδια περίοδο καταφθάνουν αρκετοί μουσικοί στην Αγγλία, μιας και το calypso έχει γίνει πασίγνωστο λόγω της διασκευής του «Rum and Coca-Cola» (σύνθεση του Lord Invader) από τις Andrews Sisters στα μέσα της δεκαετίας του ’40. Οι Lord Kitchener, Lord Beginner, Young Tiger, Edric Connor ξεκινούν καριέρα στο Λονδίνο. Τις ηχογραφήσεις τους, εκτός από δισκάκια της Melodisc, μπορείτε να τις βρείτε στη σειρά συλλογών της Honest Jon’s, «London is the Place for Me» (ο τίτλος είναι δανεισμένος απ’ το ομώνυμο τραγούδι του Lord Kitchener). Εκεί ανθολογούνται και Αφρικάνικοι ήχοι της ίδιας περιόδου: ο Ambrose Campbell και η μπάντα του, οι West African Rhythm Brothers, ο Ginger Johnson κ.ά.
Η Αφρικάνικη επιρροή και το καρναβάλι του Notting Hill
Το 1958 συμβαίνουν δύο σημαντικά γεγονότα όσον αφορά την αφρικάνικη επιρροή στην αγγλική μουσική. Το πρώτο είναι η άφιξη του, άγνωστου ακόμα, Fela Kuti στο Λονδίνο που λίγο αργότερα θα φτιάξει τους Koola Lobitos παίζοντας μαζί τους σε club (επίσης υπάρχει και μια σπάνια ηχογράφηση του στη Melodisc, το «Agigana/fela’s Special», που κυκλοφόρησε το ’59 και είναι η πρώτη ηχογράφηση του Fela μαζί με τους Highlife Rakers). Το δεύτερο είναι η ανέλπιστη επιτυχία των Νοτιο-Αφρικανών Elias & the Zig Zag Jive Flutes. Το κομμάτι τους «Tom Hark» εμφανίζεται στην παράσταση «The Killing Stones» που προβάλλει το κανάλι ATV και αμέσως γνωρίζει επιτυχία φτάνοντας ως το Νο.2 του αγγλικού chart. Την ίδια πάνω-κάτω περίοδο κυρίως η Decca αρχίζει να βγάζει μερικά αφρικάνικα δισκάκια σαν αυτά του E.T. Mensah και των Black Beats, ενώ ο Βρετανός μουσικολόγος Hugh Tracey, που ήδη απ’ τη δεκαετία του ’20 έχει ξεκινήσει να ψάχνει τις μουσικές της μαύρης ηπείρου, επιμελείται τη σειρά συλλογών «Music of Africa» που ξεκινάει το ’52 και εκδίδεται επίσης από τη Decca. Το 1954 ο Tracey ιδρύει την International Library of African music.
Προς το τέλος της δεκαετίας και εν μέσω ρατσιστικής βίας ξεκινάει (το 1959) το καρναβάλι της Καραϊβικής, το οποίο απ’ το 1966 κι έπειτα είναι γνωστό ως καρναβάλι του Notting Hill.
Με την ίδρυση της Βlue Βeat Records τη δεκαετία του ’70 καταφθάνει η νέα γενιά Τζαμαϊκανών μουσικών, όπως οι Laurel Aitken, Prince Buster, και Dandy Livingstone για να ζήσουν στην Αγγλία ή απλά να κάνουν συναυλίες και να δισκογραφήσουν. Είναι η εποχή της ska που θα γεννήσει ένα σωρό εταιρίες (R&B, Black Swan, Carnival, Pama, Dr.Bird και Island που έρχεται απ’ το Κίνγκστον να εγκατασταθεί στο Λονδίνο). Επίσης φτιάχνονται τα πρώτα ντόπια γκρουπ, όπως οι Equals, Symarip ή Pyramids και African Messengers, τα οποία αυξάνονται όσο περνάνε τα χρόνια. Από κει και πέρα η ska γίνεται rocksteady-reggae-roots-dub κλπ. έχοντας συνεχώς αυξανόμενη επιρροή στην αγγλική μουσική.
Απ την άλλη το jazz-rock ή το funk της δεκαετίας του ’70 στη Βρετανία έχει αρκετές αναφορές στο afro-beat. Γκρουπ σαν τους Third World, Demon Fuzz, Osibisa, Assagai, Funkees, αλλά και τους Air Force του Ginger Baker ή τα project του Νοτιοαφρικανού Chris McGregor (με πρώτους τους Blue Notes) έχουν μέλη -ή είναι εξ ολοκλήρου- απ’ τη μαύρη ήπειρο, ενώ και ηχητικά είναι αρκετά κοντά στους ήχους της Αφρικής. Για να μην αναφέρουμε τα δεκάδες Αφρικάνικα γκρουπ σαν τους Super Eagles ή τους Africa ’70 του Fela που πηγαινοέρχονταν στην Αγγλία για ηχογραφήσεις και συναυλίες.
Η δεύτερη γενιά μεταναστών στη δεκαετία του ’70 είναι πια και με τη βούλα ντόπιοι, καθώς οι περισσότεροι είναι γεννημένοι στην Αγγλία. Η απαίτησή τους, λοιπόν, είναι να έχουν ίση μεταχείριση, κάτι που παρέβλεπε η προηγούμενη γενιά. Αυτό θα ριζοσπαστικοποιήσει ένα κομμάτι της νεολαίας, γεγονός που σχετίζεται με το κίνημα του ρασταφαριανισμού. Η όλη κουλτούρα με τα στρατιωτικά ρούχα, τα dreadlocks, τη ganja, βάδισε παράλληλα με τη μουσική, η οποία έχει γίνει πιο αργή -με το μπάσο σε πρώτο πλάνο- και πιο πολιτικοποιημένη με το βλέμμα στραμμένο στην Αφρική (προτείνω ανεπιφύλακτα να ακούσετε ηχογραφήσεις του Count Ossie με τους Mystic Revelation of Rastafari). Νομίζω πως καμιά άλλη χώρα δεν επηρεάστηκε τόσο πολύ από τη μουσική της Τζαμάικα όσο η Αγγλία. Μόνο τη dub να πάρουμε θα δούμε πόσες «σκηνές» επηρέασε (και όχι μόνο στην Αγγλία): punk/post-punk group σαν τους Clash, Slits, Pop Group, τη χορευτική μουσική και την κουλτούρα των dj’s από τη δεκαετία του ’80 μέχρι τις μέρες μας. Η τέχνη του remix, drum n’ bass, jungle, techno, house, trip hop, ambient και, φυσικά, hip-hop. Εκτός της μουσικής υπάρχει το ενδυματολογικό-στιλιστικό κομμάτι, σημαντικό στοιχείο ταυτότητας για τη νεολαία. Οι rude boys και αργότερα οι rasta έβαλαν τη σφραγίδα τους με πασιφανή τρόπο στις βρετανικές υποκουλτούρες.
Ραδιόφωνο, Κινηματογράφος, Λογοτεχνία
Εκτός της μουσικής, στον κινηματογράφο τα πράγματα υπήρξαν δυσκολότερα για τους μετανάστες. Πουθενά δεν υπήρχε χώρος γι’αυτούς και επιπρόσθετα -μιας και ο κινηματογράφος είναι πολύ πιο ακριβό «προϊόν» από τις υπόλοιπες τέχνες- δε γυρίζονταν ταινίες με θέμα ή με αναφορές στη ζωή τους. Κάποιοι λίγοι ηθοποιοί έκαναν την εμφάνισή τους στο σινεμά, όπως ο Robert Adams, ο Earl Cameron, ο Εdric Connor (ήταν και μουσικός) κ.ά., ανοίγοντας τον δρόμο στους υπόλοιπους. Ακόμα και αυτοί όμως συνήθως έπαιζαν δεύτερους και τρίτους ρόλους σε ταινίες εποχής ή ταινίες που διαδραματίζονταν στην Αφρική. Κάποιες εξαιρέσεις αποτέλεσαν ταινίες που ασχολήθηκαν με το ρατσισμό και τη ζωή των μεταναστών, όπως τo «Cry, the Beloved Country» (1951) του Zoltan Korda, το «Pool of London» (1951) και το «Sapphire» (1959) του Basil Dearden, αλλά και το «Flame in the Streets» (1961) του Roy Ward Baker και μερικές ακόμα. Σκεφτείτε πως το πρώτο μεγάλου μήκους βρετανικό φιλμ μυθοπλασίας που γύρισε μαύρος σκηνοθέτης ήταν το «Pressure» (1975) του Horace Ove.
Σημαντική συνεισφορά στην είσοδο της δυτικο-ινδικής κουλτούρας στην Αγγλία έπαιξε η ραδιοφωνική εκπομπή του BBC «Caribbean voices». Εκεί καλλιεργήθηκε και παρουσιάστηκε η λογοτεχνία και η ποίηση του Τρινιντάντ και Τομπάγκο, της Τζαμάικα, της Γουιάνα και όλων των υπόλοιπων παραθαλάσσιων κρατών της κεντρικής Αμερικής. Πρωτοξεκίνησε το 1939 ως «Calling the West Indies» με παρουσιάστρια την Una Marson (Τζαμαϊκανή φεμινίστρια και ποιήτρια) και το 1941 μετονομάστηκε σε «Caribbean Voices».
Στη λογοτεχνία μια σειρά από συγγραφείς, όπως οι Samuel Elvon και George Lamming, ήρθαν απ’ την Καραϊβική στην Αγγλία τη δεκαετία του ’50. Εκτός των άλλων, έγραψαν βιβλία για τη ζωή των μεταναστών στο Λονδίνο. Τα «The Lonely Londoners» (του πρώτου), «The Emigrants» (του δεύτερου), «To sir, With Love» (του E.R. Braithwaite που αργότερα γυρίστηκε και σε ταινία με πρωταγωνιστή τον Sidney Poitier) εκδόθηκαν τη δεκαετία του ’50 από βρετανικούς εκδοτικούς οίκους. Τέτοια βιβλία, συν τοις άλλοις, ώθησαν τύπους σαν τον Άγγλο συγγραφέα Colin MacInnes να γράψει την τριλογία του Λονδίνου στα τέλη της δεκαετίας του ’50, η οποία περιελάμβανε τη βίβλο της mod υποκουλτούρας, «Αbsolute Βeginners». Το 1957 γράφει το πρώτο μέρος, το «City of Spades». Εκεί μιλάει για τη ζωή των μαύρων εμιγκρέδων στο Notting Hill της δεκαετίας του ’50, και πιο συγκεκριμένα για τον Cranium Cuthbertson, χαρακτήρα που εμπνεύστηκε απ’ τον μουσικό Ambrose Campbell. Ο Campbell ζούσε στο Λονδίνο από το 1940 και λέγεται πως η μπάντα του West African Rhythm Brothers ήταν η πρώτη που φτιάχτηκε στην Αγγλία απαρτιζόμενη μόνο από μετανάστες. Μάλιστα στους εορτασμούς της λήξης του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, τον Μάη του ’45 στο Λονδίνο, έπαιξαν ζωντανά στο Piccadilly Circus. Επίσης, το Abalabi στο Soho, όπου εμφανίζονταν ζωντανά ο Campbell, ήταν απ’ τα ελάχιστα, για την εποχή των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων, στέκια εμιγκρέδων (υπήρχαν μερικά ακόμα όπως το Caribbean Club). Στο Abalabi σύχναζε και ο MacInnes· εκεί μάλιστα γνωρίστηκε με τον Campbell. Αργότερα ο Campbell έπαιξε με αρκετούς μουσικούς σε διάφορα μαγαζιά του Λονδίνου.
Μια κάπως κυκλική σύνδεση είναι η ακόλουθη: Οι Beatles το ’68 ηχογράφησαν το τραγούδι «Ob La Di Ob La Da». Ηχητικά ήταν εμφανώς πολύ κοντά στη ska. Ένα χρόνο μετά, ανάμεσα σε πολλούς άλλους μουσικούς, το διασκεύασε και ο Ambrose Campbell. Τη φράση του τίτλου, που προέρχεται απ’ τη διάλεκτο Yoruba και σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει η ζωή συνεχίζεται, ο Paul McCartney την ξεσήκωσε από έναν τύπο ονόματι Jimmy Scott. Ο Scott ήταν Νιγηριανός μουσικός των Congas και τη δεκαετία του ’50 έπαιζε μαζί με τον Campbell στα club του Soho, ενώ αργότερα υπήρξε μέλος των Blue Flames του Georgie Fame. Την ίδια χρονιά ο Scott ηχογράφησε και αυτός το Ob La Di σε δύο μέρη. Το πρώτο είναι σε ska εκδοχή, και το δεύτερο σε οργανική jazz-funk εκτέλεση παρέα με τους Maximum Breed (αυτό το δεύτερο ακούστε το, είναι φανταστικό). Υπάρχει μάλιστα η φήμη -που δεν έχει επιβεβαιωθεί- πως ο Scott συμμετείχε και στην ηχογράφηση των Beatles· αργότερα ηχογράφησε και με τους Stones.
Ινδία
Όσον αφορά την Ινδική παρουσία, ο Ravi Shankar κάνει συναυλίες και παράλληλα δισκογραφεί στο Λονδίνο (το 1056 και ξανά στις αρχές της δεκαετίας του ’60) μέχρι να τον «ανακαλύψουν» οι Beatles. Επίσης ο συμπατριώτης του John Mayer, μουσικός της κλασικής και jazz μουσικής, φθάνει στο Λονδίνο το 1952, όπου αρχικά συμμετέχει σε διάφορα γκρουπ και στα μέσα της δεκαετίας του ’60 συμπράττει με τον Joe Harriott. Ένας επίσης σημαντικός τύπος ήταν ο Deben Bhattacharya, ένας Βεγγαλέζος μουσικολόγος-ανθρωπολόγος, που καταφτάνει στο μεταπολεμικό Λονδίνο. Εκεί θα δουλέψει ως ραδιοφωνικός παραγωγός στο BBC, θα γυρίσει μουσικο-εθνολογικά ντοκιμαντέρ, θα γράψει βιβλία και ποιήματα. Το πιο σημαντικό απ’ όλα όμως είναι πως το 1953 αγοράζει ένα μαγνητόφωνο και παράλληλα γνωρίζεται με τον Harley Usill, ιδρυτή της Argo Records. Ο Usill ενδιαφερόταν για τις λεγόμενες field recordings, τις spoken word ηχογραφήσεις, καθώς και για την παράδοση μακρινών πολιτισμών σαν του Μπαλί ή της Ιάβα. Άλλωστε ένας απ’ τους πρώτους δίσκους που εξέδωσε η Argo ήταν το «Music from Bali» (1952) από τη Gamelan Orchestra. Μιας, λοιπόν, και είχαν κοινά οράματα οι Usill και Bhattacharya αποφασίζουν να συνεργαστούν. Τέλη του 1953 ο Bhattacharya φεύγει για την Ινδία και με το μαγνητόφωνό του αρχίζει να ηχογραφεί τοπικούς μουσικούς. Το ίδιο συνεχίζεται ακατάπαυστα και σε άλλες Ασιατικές χώρες (Αφγανιστάν, Τουρκία, Συρία κ.α.), καθώς και στην ανατολική Ευρώπη (Βουλγαρία, Ρουμανία κ.α.) στα επόμενα χρόνια. Το αποτέλεσμα είναι μια σειρά δίσκων που ξεκινούν το 1956 με το «Music from India: Songs from Bombay». Από κει και έπειτα οι ηχογραφήσεις του Bhattacharya εκτός της Argo εκδίδονται και σε άλλα label, της Γαλλίας ή της Σουηδίας.
Last but not least, που λένε, είναι και το εξής. Στο φεστιβάλ του Εδιμβούργου το 1956 εμφανίζεται ο χορευτής Ram Gopal με χορογραφίες και μουσικές από την Ινδική μυθολογία. Με το ίδιο μουσικο-χορευτικό σχήμα εμφανίζεται την ίδια χρονιά και στο Λονδίνο. Δύο χρόνια αργότερα κυκλοφορεί στην Αγγλία ο δίσκος «Folk Songs and Dances of India» από τους Musicians of Ram Gopal Company (Columbia Records). Σε όλα αυτά ας βάλουμε και τον οργανισμό Asian Music Circle που ιδρύθηκε στο Λονδίνο το 1946 για την προώθηση της Ασιατικής κουλτούρας και στον οποίο διετέλεσε πρόεδρος ο Yehudi Menuhin (Ινδός εμιγκρές, βιολιστής της κλασικής μουσικής) κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50. Όλα όσα προανάφερα αποτέλεσαν τη βάση για το raga-rock και την indo-jazz, αλλά και για την περαιτέρω επιρροή της Ινδικής κουλτούρας στις δυτικές κοινωνίες (βλέπε yoga, βουδισμός κλπ).
Αφήνω στην άκρη το σήμερα και τις εκατοντάδες ηχογραφήσεις, τα festival και την παγκόσμια αναγνώριση της λεγόμενης World Music. Και όχι μόνο το σήμερα, αλλά όλο το διάστημα από τη δεκαετία του ’70 μέχρι τις μέρες μας όπου «γιγαντώθηκε» η λεγόμενη fusion φάση. Υπήρξε καταρχήν η ίδια η μουσική και εν συνεχεία οι άνθρωποι (μουσικοί, παραγωγοί, μουσικολόγοι, υπεύθυνοι εταιρειών) που την έβαλαν μέσα στο δυτικό ήχο όταν ακόμα φάνταζε ξένη. Κάποιοι τα διέπραξαν αυτά όταν οι υπόλοιποι κοιμόντουσαν και νομίζω πως πρέπει τουλάχιστον να τους το αναγνωρίσουμε. Όσα προανάφερα, σε συνάρτηση με την αυξανόμενη επιρροή των μεταναστών στη βρετανική κοινωνία της δεκαετίας του ’60, άνοιξαν νέους δρόμους στη μουσική. Φυσικά πάντα υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν οι υπέρμαχοι της «καθαρότητας». Η πλάκα είναι πως στην Αγγλία, εκτός των συντηρητικών αστών και των μεγαλυτέρων ηλικιακά που ακόμα φαντασιώνονταν την πάλαι ποτέ αυτοκρατορία, τέτοιες απόψεις ενστερνίζονταν και νέοι σαν τους teddy boys της δεκαετίας του ’50 ή τους skinheads της δεκαετίας του ’70. Και οι δυο αυτές υπο-κουλτούρες βασίστηκαν μουσικά και στιλιστικά (οι skinheads) σε μαύρες επιρροές. Και για να το πάω λίγο παραπέρα, ο Richard Hell δήλωσε κάποτε πως οι punks είναι νέγροι. Σημειωτέον πως αρκετοί punk μουσικοί την «έβρισκαν» με τη reggae (εδώ έβαλε το χεράκι του και ο Don Letts, dj στο club Roxy – στέκι των punks). Άλλωστε με τι να τη βρουν, εδώ που τα λέμε, με τη disco ή με το hard rock;
Ένα από τα εκατομμύρια ελαττώματα του ανθρώπινου γένους είναι η λησμονιά. Η λησμονιά στο δικό μου το κεφάλι σπάει σε δύο κομμάτια, την άγνοια και την παραποίηση -της ιστορίας εν προκειμένω- με το ένα να τροφοδοτεί το άλλο. Το δεύτερο συμβαίνει συνήθως σε χώρες του «πρώτου κόσμου», όπως η Αγγλία, όπου επινοείται μια ψεύτικη ιστορία για να δικαιολογηθούν ένα σωρό εγκλήματα του παρελθόντος και του παρόντος. Οι Άγγλοι είναι μανούλες σε κάτι τέτοια, καθώς ό,τι εισάγουν το οικειοποιούνται ως δικό τους προϊόν. Η ανύπαρκτη pop κουλτούρα της Βρετανίας μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’50 θα ήταν μια νερόβραστη σούπα χωρίς τους μετανάστες. Για να μη πω πως θα ήταν εντελώς αόρατη χωρίς την Αφρο-Αμερικάνικη μουσική.
More Posts for Show: Noir