Στο δωμάτιο μου έχω Tο Φιλί του Gustav Klimt.
Στο κέντρο του πίνακα, αναπαριστάται ένα ζευγάρι που είναι έτοιμο να φιληθεί.
Έτσι και σκέφτηκα να πάω ένα βήμα παρακάτω.
ή μήπως παραπάνω?
Ένα ζευγάρι που φιλιέται.
The kiss – Auguste Rodin
Ένα πρωί ξεκίνησα να βρω τον καλύτερο γλύπτη της πόλης.
Έναν γλύπτη με εύθραυστη ψυχή.
«Μάρμαρο ή πέτρα?»
Στον δρόμο μέχρι να τον συναντήσω σκεφτόμουνα την «κοιμωμένη» του Γιαννούλη Χαλεπά.
Είχα πληρωθεί την πετσοκομμένη αποζημίωση μετά την απόλυσή μου.
Είχα μείνει μέσα στο σπίτι πέντε ολόκληρες ημέρες, με μοναδική μου ασχολία να φροντίζω τις εγκαταλελειμμένες γλάστρες του μπαλκονιού μου.
Έφαγα και κάτι κόκκινα μήλα της Χιονάτης.
Τώρα αναρωτιέμαι πόση φροντίδα μπορεί να δώσει κάποιος σε τέσσερις γλάστρες πέντε ολόκληρες μέρες?
Όση δεν έχει δώσει.
Τον βρήκα λοιπόν. Τον καλύτερο γλύπτη της πόλης.
Του έδωσα προκαταβολή και τον κάλεσα για φαγητό λίγες μέρες μετά, για να του εξηγήσω την επιθυμία μου για το γλυπτό.
Είμαι καλλιτέχνης.
Βέβαια.
Και ζωγραφίζω μούρλια.
ή
Είμαι μουρλή.
Βέβαια.
Και ζωγραφίζω καλλιτεχνήματα.
«Λοιπόν, αυτά τα μακαρόνια, μάσιουνται και καταπίνονται τέλεια.
Και είναι βρασμένα για να γλιστράνε και να είναι σκληρά όσο ακριβώς πρέπει.
Θα συγχαρώ τον μάγειρα»
Οι μόνοι τσελεμεντέδες που υπάρχουν στα ράφια της λευκής βιβλιοθήκης στο σπίτι μου, είναι ιταλικοί.
Δεν το κρύβω, είμαι ‘macaroni junkie’.
Ο γλύπτης με κοιτούσε όπως ένα άντρας κοιτάζει ένα περιστατικό πιθανής, γλυκανάλατης και βαρετής ερωτοτροπίας.
Τώρα που το ξανασκέφτομαι, με κοιτούσε όπως ένας εύθραυστος γλύπτης.
Και όλο αυτό επειδή δεν είπα τις λέξεις «al dente» και εκφράστηκα για τα μακαρόνια με την άνεση που μιλάω στον γάτο μου.
«Κοινωνικά πειραγμένοι συνειρμοί, σκέφτομαι.
«Κοινωνικά περασμένα μεσάνυχτα» πετάγομαι και λέω και με κοιτάζει ο άντρας με απορία.
Μετά το μυαλό μου κάνει μια γρήγορη πτήση σε κοινωνικές φράσεις και εκφράσεις με γάτες:
…Τρώγονται σαν τον σκύλο με τη γάτα, ήρθε σαν βρεγμένη γάτα, κάνει σαν τη λυσσασμένη γάτα, όσο πατάει η γάτα, θα σκίσω τη γάτα…
Ο γλύπτης δείχνει μπερδεμένος.
Εξακολουθεί να με κοιτάει σαν ερωτικό χάπι, αλλά και σαν εξωγήινο την ίδια στιγμή.
Δεν πρέπει να τον φοβίζει αυτό.
Όπως είχε δηλώσει και ο Στίβεν Σπίλμπεργκ για την ταινία Ε.Τ.,
‘αν υπάρχει κάτι εκτός γης, σίγουρα θα είναι κάτι καλό’.
Ούτε γάτα ούτε ζημιά, σκέφτομαι και συνεχίζω ανενόχλητη:
«Είναι άντρας χωρίς όνομα. Με όλες τις λεπτομέρειες του μυαλού μου.»
Πάλι πτήση το μυαλό μου.
Έχει ‘κάτι’ αυτή η μέρα. Δεν λέει να προσγειωθεί και πάλι απογειώνεται.
Ο παππούς μου ο ρεμπέτης συνήθιζε να λέει:
‘άντρας θα πει φιλότιμο, άντρας θα πει ντερβίσης, άντρας θα πει χρυσή καρδιά και φίνες εξηγήσεις’ ~
«Στέκεται όρθιος, real size», συνεχίζω.
Μαλλιά δαχτυλίδια, λαιμός ψηλός.
Ναι ναι ντυμένος. Φαρδιά ρούχα.
Χέρια ζωγράφου.
Όχι πολύ μεγαλόσωμος, κανονικός. Αλλιώς θυμίζει χιμπατζή.
Δεν μου αρέσουν οι χιμπατζή» λέω γελώντας κόβοντας το «δες».
«Μάτια? … (εδώ κολλάει το «δές» πάντως)
χμμ!
Μάτια……..»
Σιωπή.
Και ξανά σιωπή.
Και ακόμα.
Πως μπορεί να είναι χωρίς χρώμα?
Ακουμπάω προσεκτικά το κουτάλι και το πιρούνι σε στάση αγκαλιάς μέσα στο καταπιτσιλισμένο πιάτο από την κόκκινη σάλτσα.
Σκουπίζω τα χείλη μου με την κυριλέ σαλιάρα του ιταλικού εστιατορίου.
Σηκώνομαι από την θέση μου.
«Ξέρεις κάτι? Drop it.»
– Α, δεσποινίς μου, μιλήστε ελληνικά επιτέλους, δεν καταλαβαίνω. Είστε και κυκλοθυμική».
Βιαστικός σε συμπεράσματα για εύθραυστος γλύπτης, σκέφτομαι.
«Φτιάξε μου ότι φτιάχνει η προκαταβολή που σου έδωσα.
Φτιάχνει ένα τόσο δα μικρό στρογγυλό γλόμπο?
Αυτό.»
Όλη η όρεξη μου για το δημιούργημα, γκρεμίστηκε μέσα σε μια ματιά.
Την δική μου στα άχρωμα μάτια του.
Είναι ποτέ δυνατόν?
Ένας ολόκληρος άντρας. Μια τρισδιάστατη μορφή.
Με χέρια ζωγράφου και κορμοστασιά δέντρου.
Και εγώ απέναντί του.
Τόσο διάφανη, σχεδόν γυάλινη.
Τόσο μακρινή, σχεδόν χίμαιρα.
Για φαντάσου…
Φαντάζομαι.
(Δυο άχρωμα μάτια)
(Δυο ζωντανά μάτια που κυλούν στο πάτωμα)
Μείνε τώρα με τον γλόμπο σου.
Βέβαια.
Ειρήνη Β.Μ.