Το υπερνυστέρι πέταξε πάνω απ’ τα κεφάλια τους, χάραξε ένα ημικύκλιο στον αέρα κι έκατσε σ΄ ένα κοίλο καλώδιο σα μια παρένθεση που κοιτά τον ουρανό
κόντρα ακουμπισμένη σε απόσταση αναπνοής
από την παρένθεση της γης.
Από κει έβλεπε τη λάμα του φεγγαριού να κόβει το διάστημα
και δυο χιλιάδες και δέκα τρίμματα να σκορπίζονται χρυσόσκονη γύρω του. Η αλήθεια είναι πως στολισμένοι ζούμε κάθε μέρα! Δε χρειαζόμαστε στολίδια…
ούτε μπουντουάρ μ’ αστέρια, ούτε δαχτυλίδια με πέτρες της γης, ούτε δάχτυλα που τρυπώνουν κρυφά να στολιστούν μ’ ασήμι και χρυσό.
Στόλιζε το σώμα σου με νερό κάθε νύχτα.
Πάνω σ’ ένα άσπρο πλακάκι στέκεσαι και πλένεσαι
κι ένα άλλο πλακάκι στο κέντρο του στήθους σου,
εκεί που ενώνεται η αναπνοή με το συναίσθημα,
παίρνει ζωή μια λίμνη.
Αναστεναγμοί και πεταρίσματα και πουλιά που κουρνιάζουν μέσα της.
Τα μαλλιά σου σκεπάζουν τη λίμνη όπως το σκοτάδι σκεπάζει τη γη μ’ ένα φύσημα.
Η νύχτα κολλάει πάνω μας με υγρασία και παίρνουμε το δρόμο του κατήφορου για την κοιλάδα. Δεν έχω καιρό να τους πω να ξαποστάσουμε.
Θυμάμαι πάλι εκείνο το υπερνυστέρι που καθόταν ώρες σε μια παρένθεση και κούρνιαζε. Έμοιαζε ακίνητο στη σκέψη μου. Κι εμείς που τραβήξαμε για κατω, πού πάμε Θε μου;
Όταν φτάσουμε θα σηκώσω το ακουστικό να σου τηλεφωνήσω.
Θα σου πω να πάρεις μαζί σου εκείνο το υπερνυστέρι που κάθεται ώρες μόνο του και αγναντεύει το σύμπαν. Έχει θυμώσει με τη ζωή και με τη γη.
Δε θυμάται- ακόμα κι αν το συλλογικό του υποσυνείδητο αγαπάει τη ζωή- εκείνο έχει στρέψει τα φτερά του σ’ έναν άλλο κόσμο.
Μόνο που ο δικός μας κόσμος είναι εδώ. Βέβαια, λίγο παραπέρα απ’ τον κόσμο που κάθεται οκλαδόν σε μια πλατεία.
Δυο κιλά σκόνη μάζεψε απ’ το σπίτι μας και φέρε να τη ρίξουμε εδώ παραέξω απ’ το χωριό της κοιλάδας να δούμε τι θα γίνει ο κήπος μας.
…
Στέγνωσε ο κήπος. Όλος ο κόσμος.
Η λίμνη στην κοιλάδα ξεράθηκε και το πλακάκι έμεινε ελαφρώς γυαλιστερό.
Ξεκρέμασε τα σκουλαρίκια της, την Ευρώπη και την Αμερική, τις άφησε πάνω στο μπουντουάρ να κοιτάνε τον καθρέφτη.
Έσβησε το φως. Η λεπίδα του φεγγαριού έκοψε τη νύχτα στη μέση κι έφαγε μια μεγάλη μπουκιά απ’ το μήλο της ημέρας.
Το υπερνυστέρι έδειξε για πρώτη φορά τα γαμψά του νύχια στο Θεό, κρεμάστηκε απ’ την παρένθεση, δίπλωσε τα τρομακτικά φτερά του κι ακούμπησε το κεφάλι του στην παρένθεση της γης.
*το υπερνυστέρι είναι ένα τρομακτικό πτηνό που ζει στις πόλεις κι ενίοτε μέσα μας. Είναι γκρι κι έχει φτερά. Συνηθίζει να μη συναναστρέφεται με άλλα υπερνυστέρια. Είναι μοναχικό. Τρώει σπόρους. Τα υπερνυστέρια μοιάζουν και με νυστέρια κατά κάποιο τρόπο καθώς έχουν και υπερδυνάμεις όπως και κάθε υπερήρωας. Κοιμούνται τις μέρες και μένουν ξύπνια τα βράδια. Δε γνωρίζουμε πολλά για τη ζωή τους. Φωτογραφίες δε σώζονται παρά μόνο αυτό το υποδειγματικό σχέδιο στην αρχή της ιστορίας μας.
\\\ληδα