φίδι
φίδι, φιδι, φ δ
ιιιιιι
πράσινο καφέ γυαλιστερό
με κοιτάει στα μάτια
δε ντρέπεται
που κουβαλάει δηλητήριο
Όταν αλλάζει δέρμα κρ κρ
Σαν τα ταξί
η μηχανή τους κάνει χρ χρ
κίτρινα, βρωμερά… άγνωστοι.
“Θα φτάσω, δε θα φτάσω;”
κυλάααει στην άσφαλτο
κι αυτή γυαλίζει απ’ την υγρασία, όπως και τα μάτια του
Θυμώνω με το θεό που υπάρχουν τέτοια πλάσματα
είναι φυλή
“Με δάγκωσε σου λέω, δε θα φτάσω”
Τώρα να δεις κάπου έχει αφήσει τα αβγά της
η φίδαινα
Γιατί στον κόσμο υπάρχει δηλητήριο;
Στη ζούγκλα είμαστε;
Στη ζούγκλα είμαστε.
Εγώ τί ζώο είμαι;
Λέαινα.
Ξαπλώνω στην άσφαλτο
στη μέση του δρόμου – της ζούγκλας.
το δηλητήριο διαπέρασε το αίμα μου
Μα είναι δυνατόν το φίδι να νίκησε τη λέαινα;
πέτρα- μολύβι- ψαλίδι- χαρτί
<πέτρα- χαρτί>
το χαρτί τυλίγει την πέτρα
-όχι ρε παιδια. δεν υπάρχει κάτι που να τα νικάει όλα;
το δηλητήριο στο αίμα μου
βλέπω πάλι εκείνα τα γυαλιστερά μάτια.
Μισώ τους κακούς ήρωες όλων των ιστοριών. Το λύκο, την Κρουέλα Ντε βιλ, το Σκαρ, τον Άδη, τη Μαλέφισεντ, τη Σωσώ, το Τζαφάρ και τον Γκαζίμ, τον Έντγκαρ, την Ίσμα, το Φρόλο, το Σιρ Χαν, τον Καα, το Βόλντεμορτ, την Ούρσουλα, το Στρομπόλι, τον Κάπτεν Χουκ, τους πίνκι και μπρέιν, το Ρασπούτιν, όλους όσους προσποιούνται κι όσους ακολουθούν.
Είμαι με τους καλούς, με πιάνεις; Μ΄αυτούς που ξέρουν να περνάνε ωραία. Με τον Τιμόν και τον Πούμπα, με τον Μπάζ και το Γούντι, με τον Αλαντίν και τον Αμπού, με τον Πήτερ Παν και τα χαμίνια του.
\\\ληδα