Είναι μέρες τώρα που ‘ναι λευκές οι νύχτες εδώ πάνω. Λευκές. μας ξέχασε το φεγγάρι.Λευκές. κι ο ύπνος μας ξέχασε. Είναι μέρες τώρα που μετράμε νύχτες λευκές και νύχτες ημίλευκες.. ο ουρανός ένα ταβάνι που δεν το ασβέστωσαν για χρόνια. Είναι μέρες τώρα που τις λευκές νύχτες διαδέχονται ύποτα ξημερώματα. σαν μα ς χαμογελούν τους λείπουν δυο μπροστινά δόντια κι αντί για ήλιος μια γύψινη ροζέτα μας χαρίζει απλόχερα μια μερίδα τεχνητό φως 45 κηρίων. Υπάρχει άραγε πιο άρρωστο πράγμα από έναν φτηνό γλόμπο αναμμένο καταμεσήμερο?
Είναι μέρες τώρα που περνάει το χρόνο της κουρνιασμένη στις κουπαστές ή περιδιαβάζοντας σύριζα στις άκρες της κουβέρτας. Σηκώνει περήφανα τα πόδια, τεντώνει τις γάμπες της, και κάνει νυχοπατώντα το γύρο του σκαριού, αργά, προσεκτικά, μην τυχόν κάποια αυθάδης σούστα γδάρει τους αστραγγάλους της και δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο που να φοβάται περισσότερο από μία και μοναδική κηλίδα αίμα. Ώρες ολόκληρες στέκεται στο ακριανό σανίδι με τα μπράτσα ανοιχτά και το βλέμμα στο άπειρο λες και προσπαθεί να τρυπήσει τους τοίχους, να φέρει κάτω τον ορίζοντα, να σπάσει τις πόρτες και να φανερώσει το κομμάτι στεριάς που λαχταράει, εκείνο που θα κρατάει και την τελευταία μπούκλα των μαλλιών της σε απόσταση ασφαλείας από τα δάχτυλά μου. Ασάλευτη στέκεται εκεί με τις ώρες κι εξέχουν οι ωμοπλάτες της απ’ τις τιράντες του άσπρου της νυχτικού σαν ζευγάρι φτερά που κανείς δεν της έμαθε σε τι χρησιμεύουν. Στιγμές τραμπαλίζεται. “Γύρνα πίσω”, θέλω να της φωνάξω, “θα πέσεις και θα πνιγείς”, μα είναι η δικιά μ ου φωνή που πνίγεται στο λαρύγγι μου. Κι εκείνη συνεχίζει να μετρά τη θύελλα σε βήματα, συνεχίζει να ζητά μ’ ένα της βλέμμα να γδύσει μια όαση. Αχ, ας της πει κάποιος πως τα μάτια της έχασαν τη δρεπανηφόρα τους δύναμη απ’ την πρώτη φορά που αντάμωσαν την καρδιά μου.
Ούτε να της μιλήσω δε μ΄αφήνει, με καρδιοχτύπια γυρεύω να της δώσω να καταλάβει. Δυο κοφτά κι ένα μακρόσυρτο μας κάνουν “Α” “Άσε με να σε φιλήσω. Αν σε φιλήσω να το δεις που θα σωθούμε” Μου απλώνει το χέρι της: “Αν με φιλήσεις να το δεις που θα βουλιάξουμε”, μεταφράζω με κόπο τους παλμούς στον καρπό της. Ούτε να της μιλήσω δε μ’ αφήνει. Μονάχα όταν πεινάει της ταϊζω τα χέρια μου στο στόμα. Όταν διψάει σφουγγίζω το σεντόνι στα χείλη της. ‘Οταν κουράζεται την κοιμίζω στο γόνατο. Κι είναι εκείνες οι στιγμές, οι ελάχιστες που την έχω δικιά μου κι η παλάμη μου, ακονισμένη σε τόσα κύματα, θέλει όσο τίποτα να κατέβει με φόρα στο στέρνο της και να στερήσει το λαιμό της απ’ όσα τραγούδια της έχει φυλαγμένα το μέλλον.
Είναι μέρες τώρα. Είναι νύχτες πολλές, λευκές, στη σειρά. Μέρες τώρα το κρεββάτι μας καρυδότσουφλο.
Δύο μήνες τώρα θαλασσοδέρνεται το κρεββάτι μας. Τρέμει ολόκληρο, μαζί του κι εμείς. Τρίζουν οι τάβλες και τα δεσίματα, φυλλορροούν οι αρμοί κι από το κεφαλάρι μας σήκωσε ο άνεμος ολόκληρο κομμάτι – αυτό με το ξυλόγλυπτο με τους αγγέλους που φιλιούνται σκαλισμένους στη βελανιδιά. Δύο μήνες τώρα παραδέρνει ακυβέρνητο μέσα σ’ αυτούς εδώ τους τέσσερις τοίχους, χωρίς πουθενά να πιαστούμε, να κρατηθούμε πουθενά, δίχως ίχνος στεριάς στα όνειρά μας και κάποιος σατανικός σκηνοθέτης σκιτσάρισε το παράθυρό τόσο μα τόσο ψηλά.
Είμαι πια πεπεισμένος ότι μόνο αν μοιραστούμε το ίδιο μαξιλάρι -μονάχα ένα υπάρχει έτσι κι αλλιώς, το άλλο χάθηκε στην πρώτη κι όλας μεγάλη καταιγίδα- θα καταφέρουμε να κοιμηθούμε και να σωθούμε.
Είναι πια πεπεισμένη για το αντίθετο.
Είμαι πια πεπεισμένος ότι πλησιάζει όπου να ‘ναι η στιγμή που θα κλείσω τα βλέφαρα για ένα και μοναδικό δευτερόλεπτο κι όταν τ’ ανοίξω εκείνη δε θα ‘ ναι πια εκεί. Μια θάλασσα αφρισμένα σανίδια το πάτωμα θα την έχει πάρει μαζί του, εκείνη που τίποτα στον κόσμο δε φοβόταν περισσότερο από μία και μοναδική κηλίδα αίμα. Θα την πάρει μαζί του κι εγώ, μόνος πια, θα δέσω κάβο στο μάνταλο της πόρτας και θ’ ακούσω τα τείχη να πέφτουν. Θα υπάρχει ξανά μπλε και πράσινο, θα μυρίζει ευκάλυπτο κι αηδόνια και μετρώντας αστέρια θα με πάρει κι εμένα ο ύπνος.
t.m.s
http://www.youtube.com/watch?v=lkGhDHP093M