Γράφει ο Απόστολος Στάικος
Για το παρόν δεν έχω να πω πολλά. Είμαι ο Στάθης, προχθές έκλεισα τα 45 και ζω μόνος, σε ένα δυάρι στην Καλλιθέα. Όμως θέλω να μιλήσω για εκείνη, για τη Μελίνα. Με άφησε πριν από έξι μήνες και από τότε κανείς δεν με ρώτησε για τους ανέμους. Είμαι μετεωρολόγος και τα μποφόρ ήταν το αγαπημένο της θέμα. «Ο άνεμος» έλεγε «μπορεί να ανεβοκατεβάσει διάθεση και λίμπιντο. Όσο καλά κι αν είσαι, αν σου φέρει Αφρικανική σκόνη τον Απρίλη…» και δάγκωνε τα χείλη της.
Τι περίεργο πράγμα. Όλοι με ρωτούσαν τι καιρό θα κάνει αύριο κι αν μπορούν να πλύνουν το αυτοκίνητο τους. Εκείνη ενθουσιαζόταν με τις τρικυμίες του Αιγαίου και τα αποκλεισμένα λιμάνια. Θυμάμαι πως πάντα, μετά τις ανεμοκουβέντες μας χωνόταν στην αγκαλιά μου. Σαν να κρυβόταν από τους αέρηδες που η ίδια προσκαλούσε στο σαλόνι μας.
Ήθελε παιδί, εγώ όχι. Φοβόμουν και φοβάμαι. Αν γίνω πατέρας στα 45 – 46, εγώ θα είμαι 60 και το παιδί στην εφηβεία. Με είχε τρομάξει και το κακό διαζύγιο του αδερφού μου. Δύο άνθρωποι που κάποτε αγαπιόντουσαν, τελικά φάγανε τις σάρκες τους και πλήγωσαν βαθιά τα παιδιά τους. Όμως δεν πίστευα ότι θα φύγει γι’ αυτό. Είχε καιρό να το αναφέρει και νόμιζα πως το είχε αφήσει στην άκρη.
Τη Δευτέρα εκείνη καθόταν στην κουζίνα, έπινε καφέ και το τασάκι ήταν γεμάτο. Γύρισα σπίτι ανυποψίαστος για την καταιγίδα που έρχεται. «Είμαι 39 και θέλω να γίνω μήτερα. Σέβομαι την απόφαση σου, αλλά δεν μπορώ να μείνω. Χωρίζουμε, αντίο». Έφυγε όταν ήμουν έτοιμος να της προτείνω γάμο κι ας μην ήταν υπέρ του θεσμού. Αυτά δεν είναι λόγια του αέρα. Ήμασταν μαζί περίπου 3 χρόνια και ποτέ δεν είπε κουβέντα. Την έπιασα με δύναμη από το χέρι, της ζήτησα να μιλήσουμε. Δεν με άκουγε, είχε ήδη φύγει. Προσπάθησα να τη βρω, της έστειλα λουλούδια, πήγα ακόμη και στην εταιρεία που εργάζεται. Τίποτα.
Μια νύχτα μετά τη δουλειά, απλά δεν ήθελα να γυρίσω σπίτι. Κατηφόρισα Θησείο και από εκεί Γκάζι για μοναχικό ποτό. Κάθε Δευτέρα βράδυ, στον πεζόδρομο του Θησείου, οι λάτρεις του τανγκό δίνουν ραντεβού και χορεύουν μες στη μαύρη νύχτα.
Αν και είχε κρύο, στάθηκα για να χαζέψω τα κορμιά που γίνονται ένα, με αφορμή το τανγκό. Δίπλα στο πικάπ στεκόταν μια γυναίκα που κάτι μου θύμιζε, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω ποια ήταν. Ξαφνικά φωνάζει «Μελίνα, ποιο τραγούδι ακολουθεί;» Ήταν η Στέλλα, η κολλητή της. Ήταν εκεί. Καθόταν σε ένα τσιμεντένιο πεζούλι και έπινε μπύρα. Πήγα από πίσω της, έσκυψα και είπα «τον καιρό των ανέμων σ’ αγαπούσα πολύ και κανείς μην σου πει πως δεν ήσουν για μένα…». Δεν τρόμαξε, ήξερε τη μυρωδιά μου και φυσικά δεν ξέχασε το αγαπημένο μας τραγούδι. Σηκώθηκε και με φίλησε στο μάγουλο. Κάποιες κουβέντες τυπικές και «είμαι έγκυος, 3 μήνων». «Οπότε είναι με κάποιον άλλο» σκέφτηκα. «Δεν υπάρχει πατέρας, δότης σπέρματος» συμπλήρωσε. «Καφέ;» σκέφτηκα να πω. «Καληνύχτα» μου είπε. Έφυγα. Ακόμα της λέω καληνύχτα, κάθε βράδυ.
Δεν ξέρω πως έμαθε για την κηδεία της μητέρας μου, αλλά ήταν εκεί. Με πλησίασε, πέρασε το χέρι της στη μέση μου και είπε «της ψυχής μου γαλάζιο, μεταξένιο πουλί, ακριβή μου γιορτή, δύο ζωές, σώμα ένα». Την πήρα αγκαλιά και ξέσπασα. Δεν είπα τίποτα, μου είπε πως γέννησε αγοράκι. Δεν είπα τίποτα, μα είπε ακόμη δύο λέξεις «Τετάρτη, καφέ;»
«Η εποχή των ανέμων» σε στίχους και μουσική Γιώργου Ανδρέου, βρίσκεται στον δίσκο «Μυστήριο τραίνο» (2006). Ερμηνεύει ο Χρήστος Θηβαίος.
«Το τραγούδι μετά» είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Η ιδέα πρόεκυψε από άσκηση που Γιώργου Ανδρέου στο σεμινάριο τραγουδοποίας του Μικρού Πολυτεχνείου.