Τώρα ή αυτό είναι πολύ ψηλό ή εγώ είμαι πολύ μικρός. Μιλιά δεν έχει βγάλει, μα νιώθω πως με παρακολουθεί και μετράει τους κουραμπιέδες που τρώω. Συνήθως διαλέγω δύο μικρούς για να χωράνε στο στόμα μου. Βέβαια φουσκώνουν τα μάγουλα μου σαν μπαλόνια που είναι έτοιμα να σκάσουν.
Προς το παρόν, μόνο η θεία Ευτέρπη σκάει από το κακό της. Ο γιος της και ξαδερφός μου, ο Νίκος, δεν θα έρθει φέτος για Χριστούγεννα. Θα μείνει Λονδίνο γιατί έχει πολύ διάβασμα. Όμως προχθές άκουσα τη μαμά να λέει πως τον ξεμυάλισε μια «τσέζα». Έψαξα να βρω αυτή τη χώρα στον μεγάλο, πολύχρωμο χάρτη που έχω στο δωμάτιο μου, μα δεν τα κατάφερα. Δίπλα από την πινέζα που έβαλε ο Νίκος πάνω στο Λονδίνο, διαβάζω μια Ουαλία, μια Ιρλανδία και μια Σκωτία. Δεν τα παρατάω και δε θα ξεχάσω να ρωτήσω τη μαμά, τι σημαίνει «τον ξεμυάλισε».
Συγνώμη δεν συστήθηκα. Είμαι ο Όθωνας. Ο παππούς μου αγαπάει όλους τους βασιλιάδες και έτσι ζήτησε να με ονομάσουν Όθωνα κι ας τον λένε Μανώλη. Πέρυσι ο μπαμπάς, κάτι ανέφερε για ένα τριώροφο στη Βούλα που θα έπαιρνε το «γηροκομείο» αν είχα άλλο όνομα. Έμαθα τι σημαίνει και αποφάσισα να στείλω εκεί τον παππού της απέναντι πολυκατοικίας που συνέχεια γκρινιάζει. Λέει πως κάνουμε φασαρία όταν παίζουμε στο πάρκο.
Ξέρω πως μιλάω σαν μεγαλύτερος. Η εμμονή του μπαμπά με το διάβασμα και το γράψιμο, μάλλον με έκανε πιο έξυπνο από τα άλλα παιδιά. Νομίζω πως σε αυτό βοήθησε και η κυρία Ξένια. Λυπάμαι, ποτέ δεν θυμάμαι το επίθετο της. Από «Καλό» ξεκινάει, οπότε για εμένα είναι η καλή κυρία Ξένια του θεάτρου «Πόρτα» *. Κάθε χρόνο, οι γονείς μου με πηγαίνουν και βλέπω όλες τις παραστάσεις που ανεβάζει η κυρία Ξένια για παιδιά. Πρέπει να πω βέβαια, πως η τελευταία μου φάνηκε λίγο παιδική.
Ύψος 2.40. Το δέντρο που διάλεξε η μαμά. Μάλλον γι’ αυτό μετράει τους κουραμπιέδες που τρώω. Είναι τόσο μεγάλο, που για να χορτάσει θέλει να τους φάει όλους. Ο μπαμπάς φώναξε για το μεγάλο δέντρο. Η μαμά τον πέρασε σε φωνή, κάτι που σπάνια συμβαίνει. Λίγο μετά στην κουζίνα, έσπασε ένα πιάτο. Απρόσεκτη μαμά, πού έχεις το μυαλό σου;
Μια ζωή (λέμε τώρα) θυμάμαι τον μπαμπά να φιλάει την μαμά στο στόμα πριν φύγει από το σπίτι. Συνήθως ακολουθούσε ένα βλέμμα ντροπής της μαμάς προς εμένα. Τους τελευταίους δύο μήνες – αυτό είναι 50 μέρες νομίζω – ο μπαμπάς δεν φιλάει τη μαμά πριν φύγει για τη δουλειά. Για τη νύχτα δεν ξέρω, εγώ κοιμάμαι.
Πριν από λίγες μέρες, η μαμά μύριζε το καφέ, δερμάτινο μπουφάν του μπαμπά. Τη ρώτησα γιατί το κάνει και μου απάντησε πως βλέπει αν χρειάζεται καθαριστήριο. Τα δικά μου ρούχα δεν τα έχει μυρίσει πότε! Της το είπα και μου απάντησε πως δεν χρειάζεται αφού είναι πάντα λερωμένα. Δεν έχει δίκιο, αλλά τουλάχιστον έμαθα τι σημαίνει «καθαριστήριο».
Ξέχασα να πω, πως εμένα με φιλάνε και οι δύο πριν φύγουν από το σπίτι και βεβαίως όταν με αφήνουν στο σχολείο. Τώρα που το θυμήθηκα, εκείνο το αδερφάκι που μου υποσχέθηκαν, από που έρχεται, πότε θα φτάσει; Δεν ρωτάω τυχαία, πρέπει να είμαι στο σπίτι για να υποδεχθώ την αδερφή μου. Να έχω μαζέψει κουκλόσπιτα, αυτοκινητάκια και τον μεγάλο Spiderman για να της κάνω χώρο. Εγώ θα διαλέξω που θα βάλουμε την κούνια και τα πράγματα της. Είπαμε θα την αγαπάω, αλλά δεν θα πάρει και το δωμάτιο μου.
Ο «ψυχολόγος» που δεν κατάλαβα τι ακριβώς είναι, μου ζήτησε να γράφω τις σκέψεις μου κι αν θέλω, να του δίνω το χαρτί. Ο μπαμπάς μου εξήγησε πως είναι ένας φίλος που του αρέσει πολύ να ακούει. Πού και πού μιλάει κιόλας.
Γράφω και εγώ, για πρώτη φορά, όσα σκέφτομαι. Πρέπει να γράψω και στον Άγιο Βασίλη. Μα δεν νομίζω πως φέτος θα μου φέρει αυτό που θέλω. Γιατί αυτός φέρνει δώρα, όπως πρόπερσι τον μεγάλο Batman που έχω δίπλα στο κρεβάτι μου και πέρυσι το playstation. Όμως φέτος θέλω δύο πράγματα. Να έρθει η αδερφή μου και ο μπαμπάς να φιλάει την μαμά.
Χθες βράδυ, η μαμά είπε πως μετά τα Χριστούγεννα μπορεί να αλλάξουμε σπίτι. Ο μπαμπάς δεν είπε τίποτα.
Το τραγούδι «Χριστούγεννα πάντα Τσακωνόμαστε» ανοίγει τον δίσκο «Ο Χρονοποιός» του Διονύση Σαββόπουλου που κυκλοφόρησε το 1999.
* Η Ξένια Καλογεροπούλου ασχολείται με το παιδικό θέατρο από το 1971, ενώ έχει ιδρύσει το θέατρο «Πόρτα».
«Το τραγούδι μετά» είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Η ιδέα προέκυψε από άσκηση που Γιώργου Ανδρέου στο σεμινάριο τραγουδοποίας του «Μικρού Πολυτεχνείου».
Γράφει ο Απόστολος Στάικος