‘’Με έχει απασχολήσει πολύ το ερώτημα τι είναι το αστυνομικό, τι σημαίνει γράφω ένα αστυνομικό? Είμαι ένας αθεράπευτα αριστερός διανοούμενος και δε ντρέπομαι εξάλλου γι’ αυτό. Αντιγράφω τους μεγάλους Αμερικανούς, αλλά το να αντιγράφεις τους μεγάλους Αμερικανούς, σημαίνει να κάνεις κάτι διαφορετικό απ’ αυτούς. Το 1970 γράφω, σημαίνει λαμβάνω υπόψη μου τη νέα κοινωνική πραγματικότητα, αλλά σημαίνει επίσης, ότι λαμβάνω υπόψη μου ότι η φόρμα του αστυνομικού είναι ξεπερασμένη, γιατί η εποχή της έχει παρέλθει’’
Jean Patrick Manchette
First cut is the deepest, έγραφε κάποτε ο Cat Stevens και τραγουδούσε η P.P. Arnold. Ήταν 1967, παραδόξως –ή μήπως όχι- η χρονιά που η πρώτη μου μουσική αγάπη, έκανε το ντεμπούτο της. Ακριβώς 30 χρόνια μετά, αυτό μου το <<πάθος>>, έμμεσα με οδήγησε σ’ έναν Γάλλο συγγραφέα. Τον Γενάρη του ’97, παίρνει το μάτι μου στο περίπτερο, το εξώφυλλο ενός περιοδικού. Ο Jim Morrison στην κλασσική πόζα, με κοιτάει στα μάτια και πάνω στη φράντζα του, με κόκκινα γράμματα, γράφει ZOO, με υπότιτλο it’s only rock n’ roll. Εδώ είμαστε λέω και αγοράζω το 1ο τεύχος του περιοδικού. Πέραν της μουσικής, το περιοδικό διέθετε και ένα δισέλιδο σε κάθε τεύχος(print out), με αναφορές σε διάφορες νέες εκδόσεις βιβλίων. Το καλοκαίρι του ’99, στο τεύχος 16, ανάμεσα στα άλλα, πήρε το μάτι μου έναν τύπο με καπέλο, γυαλιά και όπλο στο χέρι. Σε μαύρο φόντο έγραφε: Η ΠΡΗΝΗΣ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΚΟΠΕΥΤΗ και από πάνω ένα άγνωστο -σε μένα- όνομα: JEAN PATRICK MANCHETTE.
Μόλις που είχα αρχίσει να ακουμπάω τη Jazz και το Noir, απ’ έξω απ’ έξω και διαβάζω στο κειμενάκι για το βιβλίο, πως ο εν λόγω συγγραφέας γράφει, μεταξύ άλλων, για δολοφόνους που ακούν west coast Jazz. Σε συνάρτηση με αναφορές σε Μάη του ’68, ακροαριστερές ομάδες, ληστείες τραπεζών, Παρίσι (τόπο θανάτου και ταφής του Jim για να μην ξεχνιόμαστε), συν το μαύρο εξώφυλλο, όλα αυτά έπαιξαν το ρόλο τους, ώστε να αγοράσω αυτό το βιβλίο. Από εκεί και πέρα όλα πήραν το δρόμο τους.
Οι αυτοβιογραφικές αναφορές τελειώνουν εδώ και το τόσο επιδραστικό έργο του Jean Patrick Manchette αρχίζει να ξετυλίγεται. Γεννήθηκε το 1942 στη Μασσαλία, αλλά πολύ μικρός έφυγε οικογενειακώς για την πρωτεύουσα. Εκεί, η νέα γενιά, αλλά όχι μόνο αυτή, αγαπούσε με πάθος την Αμερικάνικη κουλτούρα και ιδιαίτερα τη Jazz και τον κινηματογράφο. Σε αυτά τα χνάρια θα πατήσει και ο Manchette, σε όλη του τη ζωή, συν φυσικά την αγάπη του για την αστυνομική λογοτεχνία, τη στρατηγική και το ενδιαφέρον του για την πολιτική. Τα σχίσματα της άκρας αριστεράς, όπως ανέφερε κάποτε ο ίδιος και φυσικά οι καταστασιακοί, που άλλαξαν πολλά στα 60s. Η συνύπαρξη του, αρκετά καλοκαίρια, με την Σκωτσέζικης καταγωγής γιαγιά του, η οποία διάβαζε αστυνομικά μυθιστορήματα και βιβλία μυστηρίου, αποτέλεσε την πρώτη του επαφή με τον κόσμο αυτό. Όπως λέει ο ίδιος, η πρώτη του εικόνα, προέρχεται από το Black Wings Has My Angel του Αμερικάνου Lewis Elliott Chaze: ’’Είχα εντυπωσιαστεί με τη γκόμενα, ολόγυμνη, να ξαπλώνεται πάνω στα χαρτονομίσματα, μετά την ένοπλη ληστεία, είναι κάτι που μένει σε έναν πιτσιρικά που δεν έχει μπει ακόμα στην εφηβεία, αυτή ήταν η πρωταρχική σκηνή μου, ως συγγραφέα’’.
Στα 60s <<έμπλεξε>> με τις αριστερίστικες ομάδες, συνέχισε όμως να διαβάζει Αμερικανούς συγγραφείς, από την Γαλλική σειρά Serie Noire. Τσάντλερ, Χάμετ, Τζιμ Τόμσον κ.α. Παράλληλα επιχείρησε να γίνει καθηγητής –πέρασε και ένα μικρό διάστημα 6 μηνών στο Worcester της Αγγλίας, χωρίς επιτυχία και μετά ήρθε ο γάμος και η ανάγκη για χρήμα. Έτσι μέσω της γυναίκας του, φίλων και γνωστών, στράφηκε στη σεναριογραφία. Μικρού μήκους film αρχικώς και σιγά σιγά μπήκε στην τηλεόραση. Εκπαιδευτικά προγράμματα και η σειρά Les Globe Trotters. Λίγο αργότερα, θα έρθει και ο κινηματογράφος, σενάρια σε ταινίες των Max Pecas, Jean-Pierre Bastid κ.α. μαζί με το Μάη και τις συγκρούσεις. Παράλληλα θα ξεκινήσει να εργάζεται ως μεταφραστής, οπότε μπαίνει πιο ενεργά στον κόσμο των βιβλίων. Το 1969 έχοντας ως παρακαταθήκη τη γιαγιά του, την ανάγνωση Αμερικάνικου Noir, την πολιτική, το σκάκι και τη Jazz (έπαιζε και σαξόφωνο), θα ακολουθήσει τον δρόμο της ρεαλιστικής-κριτικής γραφής και της βίαιης κοινωνικής παρέμβασης. Το L’Affaire N’Gustro ήταν το πρώτο βιβλίο που έγραψε, αν και άργησε να βρει εκδότη. Τον βρήκε το 1971, όταν είχε ήδη έτοιμο και το δεύτερο του πόνημα, που εν τέλη βγήκε πρώτο. Συνεργάτης του εκεί, ήταν ένας παλιόφιλος από τα 60s.
Σκηνοθέτης, σεναριογράφος και γενικώς άνθρωπος του κιν/φου, ο Jean Pierre Bastid συνεργάστηκε με τους Jean Cocteau, Nicholas Ray και εμπνεύστηκε από τον Goddard, τεχνικά εν πρώτης, αλλά και παίρνοντας το ψευδώνυμο Jean Loup Grosdard, όνομα με το οποίο δούλευε μια περίοδο. Τότε ήταν, το ’66 που συνεργάστηκε με τον Manchette στο film Massacre pour une orgie (σφαγή για ένα όργιο). Από τότε και για όλη τους τη ζωή, αυτοί οι τύποι κατάφερναν πάντα να σκαρφίζονται τόσο πετυχημένους τίτλους, σαν τον : Αφήστε τα πτώματα να μαυρίσουν στον ήλιο, Laissez bronzer les cadavres ! γαλλιστί. Αυτό ήταν το πρώτο βιβλίο του Manchette που εκδόθηκε, από τη σειρά Noire των εκδόσεων Gallimard. Βουτηγμένο στη μαυρίλα και τη βία, αποτελεί μεταφορά της θεώρησης του συγγραφέα του, για το αστυνομικό μυθιστόρημα : ‘’Δεν καταδύομαι στα ψυχολογικά βάθη των ηρώων μου. Μου φαίνεται πως είναι στη φύση του Noir μυθιστορήματος, να είναι σκοτεινό, σ’ αυτό δεν υπάρχουν θετικοί ήρωες, με εξαίρεση τον ντετέκτιβ. Τα αστυνομικά που μου αρέσουν περισσότερο, είναι αυτά στα οποία, οι ήρωες έχουν πέσει σε παγίδα, είναι υπό πίεση, ξεσπάνε με άγαρμπο τρόπο και έχουν άσχημο τέλος’’.
Η Serie Noire αποτέλεσε βίβλο για τους Γαλλόφωνους αναγνώστες, καθώς ξεκινώντας το 1945, μετάφρασε όλους τους σπουδαίους Αμερικάνους συγγραφείς της αστυνομικής λογοτεχνίας. Παράλληλα όμως, υπήρξε ουσιαστικά και ο νονός του κλασσικού πια όρου Film Noir, μέσω του Γάλλου κριτικού Nino Frank to ’46. Φυσικά 2 film με τον ίδιο τίτλο, τηλεοπτικές σειρές και αρκετά τραγούδια, group, δισκογραφικές, εμπνεύστηκαν από τη <<μαύρη σειρά>> των εκδόσεων Gallimard, που ίδρυσε ο Marcel Duhamel. Εκεί λοιπόν βρήκε την Ιθάκη του, κατά κάποιο τρόπο ο Mancette, βγάζοντας 10, από τα 11 βιβλία του.
1971 και τα πρώτα 2 βιβλία του λοιπόν, κάνουν την εμφάνιση τους στα βιβλιοπωλεία. Το πρώτο μεταφράστηκε στα Ελληνικά το 1998 (εκδόσεις Καστανιώτης), είπαμε ως Αφήστε τα πτώματα να μαυρίσουν στον ήλιο. Όχι όμως και το δεύτερο, L’Affaire N’Gustro, μια αναφορά σε αληθινό γεγονός, την απαγωγή και τη δολοφονία του Μαροκινού πολιτικού Mehdi Ben Barka. Τα χρόνια εκείνα – 29/10/1965 στο Παρίσι συνέβη η απαγωγή – στη Γαλλία συμβαίνουν πολλά <<μυστήρια>> πράγματα, που η λογοτεχνία και ο κιν/φος σκάλισαν αρκετά και συνεχίζουν να το κάνουν. “Το αστυνομικό είναι το μυθιστορηματικό είδος της βίαιης κοινωνικής παρέμβασης. Αυτό έκανα, εξαιτίας και του περάσματός μου από τον αριστερισμό. Αρχές των 60s, 18 χρονών, κυρίαρχο θέμα ήταν η Αλγερία και εγώ συμμετείχα στον αγώνα. Ο τρόπος που δινόταν αυτός ο αγώνας στην επαρχία (στη Ρουέν), ήταν φοβερά γοητευτικός και ανέμελος (είδα μάλιστα τη μηχανοκίνητη χωροφυλακή να σημαίνει επίθεση με τρομπέτα!). Υπήρχε μια παράταξη συμπαθούντων, στη μια πλευρά της αίθουσας ήταν η ερασιτεχνική ορχήστρα Jazz και στην άλλη ο πολύγραφος που έβγαζε την τοπική εφημερίδα FLN (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο Αλγερίας)’’.
Την επόμενη χρονιά, το ’72, θα εκδοθεί το τρίτο βιβλίο του Jean, O dingos, o chateaux !. Παράλληλα συνεχίζει να γράφει σενάρια και να εμφανίζεται σε μικρά ρολάκια ταινιών του Bastid (όπως το Bartleby). Και ενώ λοιπόν, το τρίτο του βιβλίο κερδίζει το βραβείο αστυνομικής λογοτεχνίας, εμφανίζεται το Nada (Νάδα, βγήκε στα Ελληνικά δις, το ’96 από τις εκδόσεις Στάχυ και το ’07 από τα Ελληνικά Γράμματα). Αμερικάνοι, μπάτσοι, αναρχικοί, απαγωγές, μηδενισμός και το όνομα κλειδί Buenaventura Durruti. Δεν τρέχαν μόνο τα δικά μου σάλια, όταν πήρα το βιβλίο στα χέρια μου. Ο πρώτος που έσπευσε να συγχαρεί τον Manchette και να πάρει τα δικαιώματα του Nada, ήταν ο σκηνοθέτης Claude Chabrol. Μέσα σ’ ένα χρόνο γύρισε την ομώνυμη ταινία (επιχείρηση ώρα μηδέν, ο -για μια ακόμα φορά πετυχημένος!- Ελληνικός τίτλος), ξεκινώντας πρώτος μια σειρά διασκευών-κιν/κών μεταφορών βιβλίων του Jean (7 στο σύνολο), με τελευταίο το περσινό Gunman. Άλλωστε η σχέση του Jean με τον κινηματογράφο, πέραν της <<άμεσης συμμετοχής>> του σε ταινίες ως ηθοποιός, ή σεναριογράφος, υπήρξε και πιο έμμεση. Όπως είπε σε μια συνέντευξή του ο συγγραφέας Jean Echenoz αναφερόμενος στον Manchette: ‘’Προχωρά με τρόπο κιν/κό ή μουσικό, με τη μορφή ρυθμικών σεκάνς, που σημαδεύονται από κορυφώσεις, οι οποίες συνήθως, στην αφήγηση αντιστοιχούν με τις σκηνές βίας’’. Το Νάδα (ελληνιστί) αποτέλεσε ευαγγέλιο αρκετών άκρο-αριστερών και λοιπών <<εχθρών>> της εξουσίας, άλλωστε όπως είπε ο ίδιος ο συγγραφέας, γνώριζε κάποιους ανθρώπους που έκλειναν προς τον ένοπλο αγώνα και σκεπτόμενος αυτούς έγραψε το βιβλίο. Αργότερα μάλιστα ένιωσε βαθύτατα ευτυχισμένος μαθαίνοντας, πως κάποιοι νεαροί εξτρεμιστές, προτού προβούν σε πράξεις, το διάβασαν και το συζήτησαν ως ένα θεωρητικό κείμενο και φυσικά επηρεάστηκαν απ’ αυτό. Τέτοια βιβλία λοιπόν, έμπασαν αρκετούς στην <<μαύρο-κόκκινη>> λογοτεχνία, που αρκετοί Γάλλοι συγγραφείς επιδόθηκαν: Λεό Μαλέ, Ζαν Μπερνάρ Πουί, Πατρίκ Ρενάλ, Ντιντιε Ντενένξ, Ζαν Κλόντ Ιζζό, Μορίς Ατιά, Ζιλ Βενσάν, Φρεντερίκ Φαζαρντί, για να αναφέρω μερικούς που μεταφράστηκαν στη γλώσσα μας. Οι περισσότεροι από αυτούς, πέρα από τα γραπτά τους συμμετείχαν ενεργά σε πολιτικές ομάδες, όπως μπορείτε να διαβάσετε στο παρακάτω κείμενο της Κατερίνας Σχινά: https://eglima.wordpress.com/2013/02/02/noir_left/. Ως σήμερα συνεχίζεται αυτή η <<παράδοση>>, πέραν από αυτή όμως, επηρεάστηκαν και άλλοι. Βιβλία που βασίζονται σε αληθινές ιστορίες, καθαρά πολιτικά, <<απλώνονται>> στο χαρτί και με noir όρους. Στο μυαλό μου έχω τα: Δίχως Ίχνος Μεταμέλειας του Πίνο Κακούτσι, για τον Γάλλο αναρχικό Ζιλ Μπονό, Ο Άνθρωπος Που Σκότωσε Τον Ντουρούτι του Πέδρο Ντε Παζ, Ρόζα του Τζόναθαν Ράμπ, για τη δολοφονία της Ρόζα Λούνενμπουργκ, για να αναφέρω κάποια ενδεικτικά.
Ο Manchette, από εκεί και πέρα συνεχίζει να γράφει ακατάπαυστα, σενάρια, μυθιστορήματα, κείμενα σε περιοδικά. Το επόμενο βιβλίο του, L’Homme au Boulet Rouge δεν έχει μεταφραστεί στα Ελληνικά. Το ’73 όμως εκδίδεται το Morgue Pleine ή Τι Λούκι, που όπως και το Νάδα βγήκε στην Ελλάδα από 2 εκδοτικούς οίκους (Στάχυ και Ελληνικά Γράμματα). Jazz, νυχτερινό Παρίσι, κακοποιοί και ένας ντετέκτιβ που έχει εγκαταλείψει τη δουλειά του στην αστυνομία. 3 χρόνια αργότερα βγαίνει το Que d’os! (1976), με <<ήρωα>> τον ίδιο ντετέκτιβ. Είναι η χρονιά που εκδίδεται και το Le Petit Bleu de la côte ouest (Μελαγχολικό Κομμάτι της Δυτικής Ακτής, ο Ελληνικός τίτλος που εξέδωσε η Άγρα το 2001). Αυτό το βιβλίο το αγάπησα και το αγαπώ υπερβολικά. Απλά εισέρχεσαι στις σελίδες του και βουτάς σ’ έναν συναρπαστικό κόσμο. Ίσως να φταίει η περίοδος που το διάβασα, όμως ήταν το έναυσμα για να <<δέσω>> στο μυαλό μου, πως μαύρη λογοτεχνία και jazz, είναι έννοιες ταυτόσημες.
Είναι γεγονός πως το Noir έχει ταυτιστεί σε μεγάλο βαθμό με τη Jazz. Ο Manchette κάνει αρκετές αναφορές σε βιβλία του, όπως στην σκηνή της δυτικής ακτής (West Coast ή Cool jazz) των 50s, ή στο Bop των 40s και σε μουσικούς της εποχής (σαν τον αδικοχαμένο Clifford Brown). Παράλληλα κάνει και κάποιες έμμεσες αναλύσεις-σημειώσεις. Ας πούμε στο Μελαγχολικό Κομμάτι της Δυτικής Ακτής διαχωρίζει μουσικά τους πρωταγωνιστές, ο μεν <<κακός>> ακούει κλασσική μουσική και ο <<ήρωας>> ακούει Jazz. ‘Η ακόμα στο Η Πρήνης Θέση του Σκοπευτή, ακολουθεί η εξής στιχομυθία :‘’Νομίζεις πως η Jazz έχει προοπτικές εξέλιξης ? Εγώ προσωπικά αμφιβάλλω, βλέποντας τον Shepp να επιστρέφει στο Be Bop και στον Ben Webster, βλέποντας κάποιον σαν τον Anthony Braxton να επικαλείται τον Lee Konitz, βλέποντας που έχουν καταντήσει μουσικοί απ’ τους οποίους περιμέναμε πολλά, όπως ο Marion Brown ή πιο κοντά σ’ εμάς ο Chico Freeman’’. Όπως έγραφε και στο περιοδικό Jazz & Τζαζ, ο Σάκης Παπαδημητρίου (μουσικός, συγγραφέας και ραδιοφωνικός παραγωγός) στη στήλη Τζαζ & Λογοτεχνία: Μετά τον Μάη στη Γαλλία, η Free Jazz έγινε πολύ αγαπητή, στην ανήσυχη γενιά της εποχής, όπου ανήκε και ο Manchette. Εδώ να θυμίσω πως η Γαλλία, συνδέθηκε με την Αφρό-Αμερικάνικη κουλτούρα, από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Κυρίως η Jazz όμως, που εξελίχθηκε μέσα στα χρόνια, μέσω της μεγάλης τοπικής σκηνής, αλλά και δεκάδων μουσικών από τις Η.Π.Α., που στο Παρίσι βασικά, βρήκαν την Ιθάκη τους. Sidney Bechet, Kenny Clarke, Charlie Parker, Nina Simone, έζησαν μεταξύ άλλων, στην πόλη του φωτός. Δε μιλάμε φυσικά για τα χιλιάδες live και ηχογραφήσεις, που συντελέστηκαν, ειδικά στα late 60s/ early 70s, με την εμφάνιση πολλών festival και κάποιων πολύ ξεχωριστών label (BYG, Saravah, Futura, Palm, Shandar). Η παρουσία αυτή είναι εμφανής και στον κινηματογράφο (Nouvelle Vague, αστυνομικά), τη λογοτεχνία και τα comic. Υπάρχει ακόμα η συλλογή Blues & Polar, που έβγαλε η Blue Note σε συνεργασία με τη Serie Noire, η –επίσης συλλογή- Jazz Noir και δεκάδες jazz δίσκοι αναφοράς στο Noir.
Κλείνει η παρένθεση και από το ’76 πάμε στο ’77 και το Fatale (Μοιραία – Άγρα 2006). Εδώ πρωταγωνιστεί μια γυναίκα, δυναμική, μοναχική και δολοφόνος. Όπως σημείωνε η δημοσιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας Christine Ferniot : ‘’Αντίθετα με τους ανδρικούς χαρακτήρες, οι γυναίκες του Manchette δεν είναι αξιολύπητες, δεν επιδεικνύουν τις ίδιες διανοητικές και φυσικές αδυναμίες με τους συντρόφους τους’’. Ένα σπουδαίο μαύρο μυθιστόρημα, χωρίς μουσική όμως! Επόμενο και προ-τελευταίο βιβλίο του, αυτό που ανέφερα στην αρχή του κειμένου, το La Position du Tireur Couché (Η Πρήνης Θέση του Σκοπευτή – Άγρα 1998). Εδώ φτάνει σ’ ένα σημείο καμπής, μετά από μια σούπερ δημιουργική δεκαετία. Από το 1982 όταν και βγαίνει το εν λόγω βιβλίο, ακολουθεί σιωπή. Ως το 1989 μεταφράζει βιβλία Αμερικανών συγγραφέων, όπως οι Ross Thomas και Donald Westlake και αρθογραφεί στο περιοδικό Polar. Επιστρέφει στην <<ενεργό δράση>> με το La Princesse du sang (Πριγκίπισσα του Αίματος – Άγρα 2001), που εκδόθηκε το 1996. Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει αυτό το σπουδαίο πολιτικό θρίλερ του (που περιλαμβάνει την Κούβα και την Αλγερία στις σελίδες του), μιας και ο καρκίνος του πήρε τη ζωή. Ήταν 3 Ιουνίου 1995, όταν σε ηλικία μόλις 52 ετών μας άφησε. Το βιβλίο, που βγήκε παρ’ όλα αυτά, ολοκληρώθηκε από κάποιες σημειώσεις που κρατούσε. Θα αποτελούσε την αρχή ενός κύκλου μυθιστορημάτων κάτω από τον τίτλο ‘’Οι άνθρωποι των σκοτεινών καιρών’’. Κατασκοπεία, μυστικές υπηρεσίες, ψυχρός πόλεμος, στοιχεία που εμπνεύστηκε από τον Ross Thomas, με τον οποίο γνωρίστηκε και από τα βιβλία του μάστορα του είδους (καθ’ ότι ο ίδιος υπήρξε κατάσκοπος στα νιάτα του) John Le Carre (να σημειώσω πάντως πως σε τέτοιου είδους βιβλία, προσωπικά προτιμώ τον εξίσου σπουδαίο Έρικ Άμπλερ). Στον πρόλογο της Πριγκίπισσας, ο Doug Headline, γιός του Manchette, κριτικός και δημοσιογράφος, αναφέρεται στην περίοδο που ο πατέρας του σιωπά και τα Μ.Μ.Ε. τον αντιμετωπίζουν ως μύθο και μάγο. ‘’Κατά βάθος γύρισα στο παρελθόν, πατώντας στα χνάρια μου, στα χρόνια της συγγραφικής μου δραστηριότητας, αλλά και σε όλα τα χρόνια που πέρασαν. Έφτασα ως το 1956, μια χρονιά ιστορική: Βουδαπέστη, πόλεμος της Αλγερίας. Τότε ήμουν ακόμα στο Λύκειο, αλλά θυμάμαι πολύ καλά τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Έχω λοιπόν το τολμηρό σχέδιο να ανασυνθέσω, μ’ αυτόν τον κύκλο, την ιστορία, από εκείνη την εποχή και να συνεχίσω στα 60s, το Μάη, στα 70s κλπ. Αν θα έπρεπε να κατονομάσω ένα κεντρικό θέμα, αυτό θα ήταν η φράση του τύπου: Μα πώς φτάσαμε ως εδώ.’’
Πέραν όλων αυτών, μια πτυχή του Jean, ήταν και τα comics. ‘’Είμαστε για τη λογοτεχνία (το αστυνομικό μυθιστόρημα εννοεί), ότι είναι τα comics για τη ζωγραφική’’. Παρέα με τον κομίστα Jacques Tardi, ο οποίος αργότερα εικονογράφησε 3 βιβλία του (μάλιστα το Μελαγχολικό Κομμάτι της Δυτικής Ακτής, έχει εκδοθεί και στα Ελληνικά), συνεργάστηκαν αρχικώς στο Fatale (το εξώφυλλο το σχεδίασε ο Tardi). Στη συνέχεια δημιούργησαν μαζί το Griffu, που αρχικά δημοσιευόταν σε συνέχειες από το περιοδικό B.D. L’hebdo De La B.D. το 1977 και την επόμενη χρονιά εκδόθηκε από τις Βελγικο-Γαλλικές γελοιογραφίες (όπως είναι ελληνιστή η μετάφραση του bande dessinee). Τα εν λόγω comics, πέραν του έντυπου, προσήλθαν και στο χώρο της μουσικής, με τη σειρά BD Jazz (με μερικές εξαίσιες και πολύ προσεγμένες κασετίνες που βγήκαν το 2003). Ο Manchette επίσης, μετέφρασε στα Γαλλικά το Watchmen, Αμερικάνικο comic του Alan Moore, ενώ αρθογραφούσε τακτικά στο περιοδικό Metal Hurlant (Γαλλική version του γνωστού comic Heavy Metal) και στο Charlie Hebdo. Μετέφρασε αρκετά βιβλία, Αμερικάνων συγγραφέων (Westlake, Block, Littell, Ross Thomas, Alan Moore), μάλιστα υποστήριζε πως υπήρξε καλύτερος μεταφραστής, παρά μυθιστοριογράφος. Κείμενά του υπάρχουν και σε άλλα βιβλία, συλλογές κυρίως, όπως τα Chronicles, Romans Noirs, ή το Journal 1966-1974.
Κλείνουμε το κείμενο αυτό, με μια μικρή λίστα με τα 8+1 αγαπημένα μου Γαλλικά αστυνομικά, πέραν αυτών του Manchette:
Έγκλημα και Μνήμη – Ντιντιε Ντενένξ (το αγαπημένο μου ever)
Η οργάνωση – Ολιβιέ Ρολέν
Το Μαύρο Αλγέρι – Μορίς Ατιά
Ομίχλη στη Γέφυρα Τολμπιάκ – Λεό Μαλέ
Ο Άνθρωπος Που Έβλεπε Τα Τρένα Να Περνούν – Ζώρζ Σιμενόν (Ο Σιμενόν ήταν Βέλγος, γαλλόφωνος όμως και εγκαταστάθηκε σε μικρή ηλικία στο Παρίσι)
Η Τελευταία Παγίδα – Ζαν Μπερνάρ Πουί
Αγνώστου Υιού – Πατρίκ Ρενάλ
Η Τριλογία της Μασσαλίας – Ζαν Κλόντ Ιζζό (εδώ κλέβουμε μιας και περιλαμβάνονται 3 βιβλία σε 1: Το Μαύρο Τραγούδι Της Μασσαλίας, Το Τσούρμο και Solea)
Η Λέσχη των Αθεράπευτα Αισιόδοξων – Ζαν Μισέλ Γκενασιά, αυτό δεν είναι τόσο Noir, αν και σε σημεία του, έχει στοιχεία, όμως είναι σίγουρα πολιτικό και σε <<ταξιδεύει>> από το ασπρόμαυρο (λέξη κλισέ, αλλά εδώ δένει) Παρίσι των late 50s-early 60s, στον Σάρτρ και τη Σοβιετική Ένωση, μέσω διαφόρων οδών. Οι 720 σελίδες του είναι πολύ λίγες και απλά σου ανοίγουν την όρεξη!
Εδώ απλά να αναφέρω πως από τα Ελληνικά αστυνομικά-Noir, από όσα τουλάχιστον έχουν πέσει στην αντίληψη μου, το πιο κοντινό στον Manchette είναι το Ένα Δέκατο Του Οκτώ του –δικού μας- Βα. Αλ.
*Οι πληροφορίες για αυτό το κείμενο, αντλήθηκαν κυρίως από τα επίμετρα και προλόγους των 5 βιβλίων του Manchette, που εξέδωσαν οι εκδόσεις Άγρα. Συνεντεύξεις, ημερολόγια, αλληλογραφία μ’ένα λύκειο και αναλύσεις του έργου του, περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων εκεί.
**Από τον Σπύρο Καλετσάνο, παραγωγό της εκπομπής Noir, κάθε Πέμπτη στις 20:00