Η ελληνικη διασταση του Wolf Biermann
Καμιά φορά που επιστρέφει ο πατέρας μου από το εξωτερικό, καθόμαστε και πίνουμε, τρώμε, καπνίζουμε και σ’ εκείνον που αρέσει πολύ να μιλάει, του έρχεται αυτή η εσωτερική ανάγκη να εκφραστεί, μάλλον βρίσκει ευήκοα ώτα. Το αγαπημένο του θέμα που -κατ’ εκείνον- κολλάει παντού είναι η αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο. Η κουβέντα-μονόλογος περνάει από φιλοσόφους, κοινότητες, φιλέλληνες ερευνητές, στο πως μεταχειρίστηκαν οι Ευρωπαίοι στον πολιτισμό μας και πως τον προσλαμβάνουν οι σύγχρονοι. Συνήθως επαναλαμβάνει πράγματα που έχει ξαναπεί, και ‘γω που έχω καλό μνημονικό περιμένω πάντα ν’ ακούσω εκείνο το κλασσικό (του) περί Γερμανών που έτρωγαν κεφάλια και ανθρώπινα μέλη στο Μέλανα Δρυμό, ο μύθος των Νιμπελούνγκεν, των άγριων βόρειων, των Γότθων, της Βαλχάλα, των Σαξονικών φύλλων. Και όμως ο ίδιος άνθρωπος εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’80, λίγο πριν την πτώση του τείχους, αποφάσισε να με στείλει σε ελληνογερμανικό σχολείο, όταν -φθινόπωρο του ’87- έμπαινα στο δημοτικό. Αν και στέφτηκε από παταγώδη αποτυχία εκείνη η εξαετία, σε μένα έμεινε κάτι βαθιά μέσα μου που εμφανίστηκε πολύ αργότερα και είχε να κάνει με τα στερεοτυπικά μοτίβα που γεννιούνται στους λαούς. Οι Γερμανοί υπήρξαν και ακόμα είναι οι μεγαλύτεροι φιλέλληνες, μύστες του αρχαίου πολιτισμού και αυτό συνέβη 300 χρόνια πριν μέσω των ποιητών τους. Ο Βίνκελμαν, ο Χαίλντερλιν, ο Γκαίτε, ο Σίλερ “έσπρωξαν” τη φιλοσοφία, τα ομηρικά έπη, τις τέχνες των αρχαίων εντός της Γερμανικής σκέψης, έτσι τουλάχιστον ισχυρίζεται -και όχι μόνο αυτή- η Κλάουντια Σμέλντερς στο δοκίμιο της Ο Φάουστ και η Ελένη μια γερμανοελληνική ιστορία γοητείας. Εκείνη τη σχέση που …εξέλιξε ο Σλήμαν και αργότερα ο Χάιντεγκερ, την “προσέγγισαν” και οι ναζί. Το πρώτο πράγμα που έκαναν το ’41 όταν εισέβαλαν στη χώρα ήταν να επανεκκινήσουν τις ανασκαφές, επιβεβαιώνοντας λίγο-πολύ ένα βιβλίο που οι ίδιοι είχαν απαγορεύσει 6 χρόνια πριν. Τότε η Αγγλίδα Ελίζα Μάριον Μπάτλερ δημοσίευε τη μελέτη της Η τυραννία της Ελλάδας επί της Γερμανίας, κατηγορώντας εμμέσως πλην σαφώς τους Γερμανούς ως “υποτακτικούς” της αρχαιοελληνικής κουλτούρας. Τα παραδείγματα είναι μυριάδες και μπορεί κανείς να τα ανακαλύψει (και) στη λογοτεχνία (βλέπε ή διάβαζε σωστότερα το Οι Απόγονοι της Σαλαμίνας του Βόλφγκανγκ Κέπεν, τα Κασσάνδρα και Μήδεια της Κρίστα Βολφ, τις Θεές του Χάινριχ Μαν, το Ερμής Ο Αναιδής Θεός του Στεν Ναντόλνυ, ή το Ακόμα Μια Φορά για τον Θουκυδίδη του Αυστριακού Πέτερ Χάντκε), την ποίηση (Φρήντριχ Χαίλντερλιν Ο θάνατος του Εμπεδοκλή), στο θέατρο (ο Φάουστ του Γκαίτε και η Αντιγόνη του Μπρεχτ) και τον κινηματογράφο (Η Περίπτωση του Οιδίποδα του Ράινερ Σίμον σε σενάριο του Ούλριχ Πλέζντορφ -συγγραφέα μεταξύ άλλων και του εξαιρετικού Η Σύντομη ζωή του νεαρού Έντγκαρ- ή το Lebenzeichen του Herzog τοποθετημένο στην Κω του ’67, σε μουσική Σταύρου Ξαρχάκου). Δε θα προχωρήσω σε κάποια εμβριθή ανάλυση αυτής της σχέσης, μιας και δεν αποτελεί την ουσία τούτου εδώ του κειμένου, θα περάσω όμως στο παρασύνθημα.
Πλάι σε αυτά που ανέφερα παραπάνω, στέκει και μια πιο …υπόγεια σύνδεση, αυτή των κινημάτων ή πως οι σύντροφοι από τις 2 Γερμανίες συνδέθηκαν με τη νεότερη Ελληνική ιστορία και τους λαϊκούς αγώνες κόντρα στους ναζί, τη δεξιά, τη χούντα, τους μπάτσους. Έχοντας μια κάποια γνώση των εκδόσεων και της ιστορίας μπορούμε να σταθούμε στην περίπτωση του Ρολφ Πόλε, αλλά όχι μόνο σε αυτήν. Νωρίτερα από τον ερχομό του Ρολφ στη χώρα μας και τα όσα συνέβησαν με την έκδοση του στη Δ. Γερμανία, ένας άλλος Γερμανός ο δημοσιογράφος Γκίντερ Βάλραφ αλυσοδέθηκε στο Σύνταγμα, σαν διαμαρτυρία απέναντι στη χούντα του Ιωαννίδη, μάλιστα τα όσα βίωσε έπειτα από τους βασανιστές του, τα αποτύπωσε στο βιβλίο του Αποκαλύψεις/Κείμενα ενός ανεπιθύμητου δημοσιογράφου. Το έβγαλε -όπως και το υπέροχο Το όνομα μου είναι άνθρωπος του Πόλε- η Μαύρη Λίστα στα 1999. Ένα εξίσου πολύ δυνατό παράδειγμα ήταν η στάση του Πέτερ Πάουλ Τσαλ (Peter Paul Zahl), ενός μεγάλου αγωνιστή, κυνηγημένου και φυλακισμένου για χρόνια από τη δημοκρατία έκτακτης ανάγκης. Τα Ποιήματα (Κέδρος 1979) περιλαμβάνουν έναν πρόλογο προς τον Έλληνα αναγνώστη: “Ποιες είναι οι προϋποθέσεις μεταναστεύσεώς μου στην Ελλάδα?”, ρωτά τον Έλληνα προξενικό υπάλληλο στο Δ. Βερολίνο. “Νεαρέ μου αν θέλεις να κερδίσεις χρήματα πήγαινε στην Αμερική, στον Καναδά ή στην Αυστραλία”. Και παρακάτω “Δεν βρήκα πουθενά την Ελλάδα του Χαίλντερλιν, την ελεύθερη χώρα των Ελλήνων. Βρήκα μια χώρα διαιρεμένη με έντονα χαρακτηριστικά της πάλης των τάξεων, μια φτωχή χώρα, στην περιφέρεια της Λατινικής Μεσογειακής Ευρώπης”.
Υπάρχουν δεκάδες μεταφράσεις -ήδη πριν από τα 80s Γερμανών ποιητών στα μέρη μας, σε αυτό έπαιξε το ρόλο της και μια μικρή αλλά ισχυρή παροικία …γκασταρμπάιτερ, σαν και την Χανελόρε Οξ (Hannelore Ochs) εκδότρια του περιοδικού Ausblicke και υπεύθυνη εκδόσεων. Αντίστοιχα επέκτεινε αυτή τη σύνδεση ο δημοσιογράφος Armin Kerker, γράφοντας, μεταφράζοντας και κυρίως συγκεντρώνοντας ένα υλικό κειμένων κάτω απ’ τον τίτλο Griechenland: Entfernungen in die Wirklichkeit (Ελλάδα αποστάσεις από την πραγματικότητα). Εκεί υπήρχαν σκέψεις ντόπιων (Μίκης, Τεό Αγγελόπουλος, Ρίτσος, Ηλίας Πετρόπουλος κ.α.), αλλά και Γερμανών, ανάμεσα στους οποίους και ο άνθρωπος που αποτελεί το κεντρικό πρόσωπο αυτών εδώ των γραμμών. Ο Wolf Biermann που μόλις έκλεισε τα 85 του (15/11), ήταν και είναι μια πολύ ιδιαίτερη φιγούρα, δυναμικός, μαχητικός, εκφραστικός και δημιουργός δρόμων δύσβατων και κακοτράχαλων ενίοτε και …αντιδραστικών. Η πορεία του αποτελεί μια συνεχή σύγκρουση με τους γύρω του, αλλά και με τον …εαυτό του.
Η Ελληνική διάσταση αυτού του σπουδαίου ποιητή άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά (βλέπε και χαρτί και μελάνι) στα early 70s όταν μεταφράστηκε ποίημα του για λογαριασμό του ομαδικού αντιδικτατορικού βιβλίου Νέα Κείμενα 1971. Ο ποιητής Θεόφιλος Φραγκόπουλος τον παρουσίαζε σε λίγες γραμμές, ταυτόχρονα με τους Ευγένη Ευτουτσένκο, Βάσκο Πόπα και Χανς Μάγκνους Έντσενσμπέργκερ. Κάτω από εκείνες τις 10 γραμμές, έστεκε το ποίημα:
Πρωινή σκέψη του στρατηγού Κυ
Μια κυβέρνηση
που δεν φοβάται
τίποτ’ άλλο
παρά το λαό
μπορεί να κρατήσει
επί τόσο ακριβώς
διάστημα
όσο ο λαός
δεν φοβάται
τίποτ’ άλλο
παρά την κυβέρνηση
Ο Biermann – που πρωτοαναφέρθηκε στα μέρη μας τον Φλεβάρη του ’66 όταν η εφημερίδα Ελευθερία μετέφραζε ένα κείμενο για τους «Τροβαδούρους της Ανταρσίας. Όταν η κιθάρα γίνεται όπλο αγώνος. Μια σχολή τραγουδιστών-μουσικών που ενδιαφέρεται για πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα»- έγραψε πολλά ποιήματα που μελοποίησε ή όχι, αρκετά εκ των οποίων μεταφράστηκαν από τη Νόρα Πυλόρωφ-Προκοπίου, εν αρχήν το ’72 είτε για λογαριασμό του περιοδικού Ausblicke, ή και του Διαγωνίου του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Τα Πορτραίτο ενός γέρου επαναστάτη, Σύντροφοι ποιος από μας δε θα στρεφόταν ενάντια στον πόλεμο και Τραγούδι για τους συντρόφους μου (που ενυπήρχαν στα παραπάνω περιοδικά), μαζί με άλλα πολλά συμπεριελήφθησαν στην μεταπολιτευτική έκδοση του βιβλίου Στους Παλιούς Συντρόφους (Κάλβος 1974), όπου ο Δημοσθένης Κούρτοβικ παρουσιάζει τον Wolf Biermann.
Ήδη είχε γίνει μια πιο ενδελεχή βιογραφική παρουσίαση του Wolf απ’ τον Διαγώνιο και στο τεύχος 3/72, αλλά και στην έκδοση Σύγχρονοι Γερμανοί Ποιητές της επόμενης χρονιάς. Έκτοτε όμως, μετά τον Κούρτοβικ, ανέλαβε δράση η μουσική, με τα κλασσικά μεταπολιτευτικά Πολιτικά Τραγούδια του Μικρούτσικου, όπου μελοποιεί Ναζίμ Χικμέτ και Μπίρμαν, από 6 ποιήματα έκαστος. Είμαστε στα 1975 όταν μέσω της φωνής της Μαρίας Δημητριάδη γίνεται (πασι)γνωστό το έργο του Γερμανού. Τόσο που 2 χρόνια αργότερα και ενώ έχει ωθηθεί να εγκαταλείψει τη …σοσιαλιστική του πατρίδα, για λογαριασμό της …μητρικής του, καλείται στο φεστιβάλ της Αυγής (13/6/77) στη Νέα Σμύρνη. Εμφανίζεται ζωντανά και παράλληλα συνεντευξιάζεται στο περιοδικό Ο Πολίτης (τεύχος 12), ενώ στο 32ο τεύχος του Ausblicke του ιδίου έτους, διαβάζουμε δύο δικά του λόγια για την έκδοση του βιβλίου Gedächtnisprotokolle (Πρωτόκολλο από μνήμης) του Jürgen Fuchs.
Μετά από χρόνια αποκλεισμών από το κράτος, το οποίο τον έσπρωχνε προς τη δύση, η πόρτα έκλεισε, ακριβώς την εποχή που βρισκόταν στην πιο δημιουργική του περίοδο μουσικά. Πίσω στην Ελλάδα το ’78 ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου στο ομώνυμο album του διασκευάζει το Αυτούς τους έχω βαρεθεί. Είμαστε στη χρονιά που την Αθήνα επισκέπτονται οι μοναδικοί Embryo, εκείνη ήταν η πρώτη από τις αρκετές φορές που πέρασαν από τα μέρη μας (έπαιξαν ζωντανά στη Γερμανική σχολή). Νωρίτερα το 72 είχαν έρθει οι Agitation Free, μια ακόμα σπουδαία κοσμική (Kraut) μπάντα, όμως αυτός που συνδέθηκε κάπως περισσότερο με τη χώρα μας ήταν ο -αρχετυπικά kosmische εκφραστής- Florian Fricke. Ο άνθρωπος πίσω από το όχημα των Popol Vuh, και αυτός που γεννούσε τους ήχους που έντυναν τα αριστουργήματα του Herzog, ήρθε στην Ελλάδα το ’67 μαζί με τον Werner. Μια δεκαετία σχεδόν αργότερα έπιανε το Πότε Θα Κάνει Ξαστεριά -μιας και είχε επισκεφτεί την Κρήτη (και την Κω τότε), εκεί όπου γύρισε 2 πρώιμα film (Lebenzeichen και Letzte Worte) ο Herzog- ως In Deine Hande (στα χέρια σου) για λογαριασμό του LP Letzte Tage Letzte Nachte (1976 – United Artists). Μιας και πιάσαμε το krautrock και τις …παραφυάδες του, μπορούμε να πούμε πως δεκάδες σχήματα εμπνεύστηκαν από τη μυθολογία, βλέπε group σαν τους Harmonia, Ainigma, Andromeda, Atlantis, Epidaurus, Mythos, Ikarus, Minotaurus, Moira, Nektar, Panta rhei, Tritonus, Troya και τόσα άλλα.
Στο τέλος της δεκαετίας ένα ακόμα λογοτεχνικό περιοδικό θα τιμήσει τα γραπτά του Biermann -για να επιστρέψουμε στη βάση μας- ήταν η Νέα Εστία τεύχος 1239 από τον Φλεβάρη του ’79. Εκεί και πάλι αυτός που ξεκίνησε το μεταφραστικό ταξίδι του Wolf στην Ελλάδα, ο Θεόφιλος Φραγκόπουλος ασχολούνταν με Ανατολικογερμανούς ποιητές και αν και ο μυστακοφόρος της ιστορίας μας δεν ήταν ούτε γεννηθείς αλλά ούτε τότε κάτοικος DDR, παρόλα αυτά κατατασσόταν εκεί. Μικρογραφία ειρήνης και Το φθινόπωρο έχει το δικό του φθινόπωρο, ήταν τα 2 ποιήματα, την εποχή που βγαίνει και στον κινηματογράφο αυτή η πολύ δυναμική περσόνα, στο Deutschland Im Herbst. Ένα ντοκουμαντερίστικο σπονδυλωτό film που έφτιαξε η ανφάν γκατέ (σχεδόν δηλαδή μιας και απουσίαζαν οι Wenders και Von Trotta) των Γερμανών σκηνοθετών για το …Γερμανικό φθινόπωρο που όρισε τα μολυβένια 70s. Το κράτος βέβαια όρισε το τέλος του παιχνιδιού σκοτώνοντας και φυλακίζοντας όσους πήραν τα όπλα και “ημερεύοντας” τους όποιους αλληλέγγυους. Ο Biermann βέβαια ανήκε αλλού σε πιο σοσιαλιστικές κατευθύνσεις και η ταινία Fatherland του (86) Ken Loach εμπνευσμένη από τη ζωή του -με έναν φίλο του για πρωταγωνιστή τον μουσικό Gerulf Pannach- αποτυπώνει αυτό τον δρόμο που πήρε ή του όρισαν άλλοι εκείνος ο Εβραίος, κομμουνιστής και τρόπων τινά άπατρις. Ήδη μπαίνει η μαύρη, νεοφιλλελέδικη και τελευταία δεκαετία της ιστορίας (80s), μετά επήλθε το τέλος της (ιστορίας) με την πτώση του τείχους και έπειτα της Ε.Σ.Σ.Δ. Και όπως και ο Biermann σιγά-σιγά ”μαλακώνει”, έτσι και στα μέρη μας το μεταπολιτευτικό κύμα κατακάθεται και οι εκδόσεις έρχονται πια με το σταγονόμετρο για εκείνον τον ποιητή απ’ το Αμβούργο. Μόνο το 1985 και αυτό με αφορμή τον δεύτερο ερχομό του -αυτή τη φορά στο ινστιτούτο Γκαίτε- τον ενθυμάται το περιοδικό Λέξη (τεύχος 49), με ένα μικρό βιογραφικό και 2 ποιήματα του, το ένα μάλιστα ελληνικού ενδιαφέροντος. Το Τρεις Έλληνες αντάρτες (ένας Γερμανός κομμουνιστής το άλλο) το ηχογράφησε και ως τραγούδι το 1990 -Ballade Von Den Verdorbenen Greisen- στο δίσκο Gut Kirschenessen (DDR – Ca Ira!).
Δεν ξέρω αν μπορεί κανείς να συνδέσει 2 ανθρώπους που πήραν διαφορετικούς δρόμος εν τέλη, μα στο μυαλό μου αυτοί οι 2 πάνε μαζί. Ο Peter Paul Zahl -τον αναφέρω παραπάνω- είχε γράψει κάποτε το ποίημα Ο σκληρός πυρήνας:
Ο σκληρός πυρήνας
– ενός κερασιού π.χ. –
είναι πάντοτε
μη φαγώσιμος
γι’ αυτό τον φτύνουμε
Σε κατάλληλο έδαφος
Μπορεί να γίνει δέντρο
Ο Biermann εδώ -που μας λέει, στον τίτλο του δίσκου, φάτε καλά κεράσια- κάποτε ηχογράφησε (το ’79) ένα ποίημα του Zahl το Freunde, Was Erwartet Ihr (φίλοι τι περιμένετε). Άλλωστε η ποίηση του Zahl -διαμέσω της ζωής του φυσικά- ενέπνευσε και άλλους μουσικούς (Kernbeisser, Achim Reichel, συν φυσικά το υπέροχο album Alle Turen Offen που έκαναν οι Oktober ως …P.P. Zahl το 1978). Τότε ήταν που ξεκίνησε -στη φυλακή- να γράφει και μυθιστορήματα, κάτι που συνέχισε το ’82 όταν αποφυλακίστηκε. Τελικά δεν ήρθε στην Ελλάδα όπως ήθελε κάποτε, αλλά πήρε το δρόμο της Καραϊβικής, καταλήγοντας στη Τζαμάικα, γράφοντας αστυνομικά και όχι μόνο. Ο Biermann εν τέλη εξελίχθηκε σε πολέμιο -από κριτή και τρόπων τινά ”απολογητή”- του καθεστώτος, το οποίο έπεσε μαζί με το τείχος και ακολούθησε μια ακόμα μονόπλευρη διαλεκτική από κράτος, διανοούμενους, ΜΜΕ. Το έτος της ένωσης των 2 Γερμανιών είπαμε πως ο Wolf εκδίδει το -ελληνικού ενδιαφέροντος- album, με το τραγούδι Gräber (τάφοι) να αρχινάει: Βρήκα ένα νεκροταφείο στην Κρήτη… Σ’ ένα τέτοιο νεκροταφείο κείτεται και ο πατέρας του, εργάτης, Εβραίος και κομμουνιστής που δολοφονήθηκε το 1943 στο Άουσβιτς. Τελικά η αλλαγή -μέσα από τη βαθιά αναζήτηση στη ρίζα- θα επέλθει και ήταν ολοκληρωτική, όπως τραγουδούσε και ο ίδιος: Nur wer sich ändert, bleibt sich treu (Μόνο αυτοί που αλλάζουν παραμένουν πιστοί στον εαυτό τους).
Στην Ελλάδα “επανεμφανίστηκε” το 2012, όταν ανθολογήθηκε στο Γερμανόφωνοι Ποιητές και Ποιήτριες, συν 2 χρόνια αργότερα στο Φιλέλληνες Ποιητές του Χθες και του Σήμερα (και τα δύο από τις εκδόσεις Λεξίτυπον). Παράλληλα δύο εγχώρια Punk σχήματα τον διασκεύασαν, ο λόγος για τους Αντίδραση με τη Μπαλάντα για τους ασφαλίτες (Όρκος Του Μίσους 2012) και τα Μεθυσμένα Ξωτικά (ένα χρόνο αργότερα στο δίσκο τους Ψειριστική) με το Αυτούς τους έχω βαρεθεί. Εδώ στα μέρη μας ελάχιστοι άκουσαν τα τραγούδια του, εν σχέση με τα ποιήματα του, ίσως η μόνη ευκαιρία εκτός των live και δίσκων που έφερναν οι ζώντες στη Γερμανία εκείνα τα χρόνια, ήταν η μία και μοναδική έκδοση δίσκου του Biermann και σε Ελληνική κόπια. Αυτός ο δίσκος ήταν το Es Gibt Ein Leben Vor Dem Tod (υπάρχει ζωή πριν το θάνατο) με τραγούδια προσανατολισμένα κυρίως στον Ισπανικό εμφύλιο. Στο εξωτερικό εν σχέση με την Ελλάδα, ο Biermann κατατάχθηκε πλάι στον Θεοδωράκη και ενίοτε διασκευάστηκε σε ίδιο δίσκο, υπάρχουν μάλιστα 3 περιπτώσεις με πιο γνωστή του 1972, αυτή της Σουηδέζας Lena Granhagen sjunger Theodorakis & Biermann. Το 1988 στο βιβλίο – που αναφέρω και παραπάνω- Griechenland – Entfernungen In Die Wirklichkeit ο Biermann γράφει για τον Διονύση Σαββόπουλο.
Εν κατακλείδι δεν έχω να προβώ σε κάποιον ανατριχιαστικό και εντυπωσιακό επίλογο, μα όπως και μεγάλο μέρος της αριστεράς από τα 80s και έπειτα, έτσι και ο Biermann (του Σαββόπουλου μη εξαιρουμένου) πέρασε στην άλλη πλευρά. Ο Wolf το παραδέχθηκε, ορίζοντας το ως αλλαγή (έτσι είπαν και οι χριστιανοδημοκράτες φίλοι του), άλλοι πάλι καμώνονται πως είναι οι συνεχιστές των αγώνων εκείνων των παλιών συντρόφων, παρότι συνεχίζουν να γλύφουν κρατικούς και φιλελέδικους κώλους. Όσο για το σταλινικότερο του Ιωσήφ κόμμα του Περισσού – ο ίδιος ο Biermann στη συνέντευξή του 1977 στον Πολίτη το λέει- αυτό έχει μείνει χωμένο στη ρίζα σαν την ελιά, μόνο που δε βγάζει (πια) καρπούς και παρότι το φτύνουν αυτό καμώνεται πως βρέχει. Τίποτα δεν έμεινε από τότε που η γη θα γινόταν κόκκινη, φαινομενικά. Ίσως πια εκείνοι οι παλαιοί ποιητές να θέλγουν κάποιους λίγους νέους, να τους ωθούν με μια μικρή ενθάρρυνση, όπως έγραφε και ο ίδιος ο Biermann στο παρακάτω ποίημα:
Αχ φίλοι μου μην απελπίζεστε
Πιστέψατε στ’ αλήθεια
Πως εξουσία που μ’ αιώνων πάλη κατακτήθηκε
Θά πεφτε ωραία και καλά τούτες τις μέρες;
Κλάψτε μονάχα για τα δάκρυα
Για τίποτ’ άλλο καλοί μου
Αφού αυτά ειν’ η βροχή
Για τα πιο όμορφα λουλούδια
Της ευτυχίας ο θάμνος
Δεν θα ξεραινόταν, ναι θα ξεραινόταν
Χωρίς των βασάνων
Τις καταιγίδες;
More Posts for Show: Noir